Ασανσέρ αποκαλούνται:

  • Τα χαρτιά με μεγάλες ανοδικές και καθοδικές διακυμάνσεις, συχνά ικανά να συμπαρασύρουν δια της πορείας τους και την υπόλοιπη αγορά,

... και ωσεκτουτού...

1.
Σαν περίεργα δεν φαίνονται όλα αυτά για τη μετοχή-«ασανσέρ»;

2.
«Ασανσέρ» οι τραπεζικές μετοχές ενόψει των stress tests της ΕΚΤ

2.
Χ.Α: Κέρδη 0,89% σε συνεδρίαση... ασανσέρ

  1. Ινσέψιο: ασανσέρ η μετοχή της Kleeman.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Τα γνωστά μηχανάκια του διαβόλου, εκ του αγγλικάνικου fruit machine.

Στην Ελλάδα λειτουργούν 9 νόμιμοι ναοί με 4,121 φρουτομηχανές. Πρόκειται όμως για την κορυφή του παγόβουνου καθώς ο Έλλην έχει πρόσβαση σε εκατοντάδες e-ναούς καθώς και σε αμέτρητες παράνομες φρουτερί σε κάθε γειτονιά. Βάσει πρόσφατης δε νομοθεσίας, οσονούπω η μούνα μας θα πήξει με 35,000 βίνδεο-μηχανάκια (VLT) σε όλη την επικράτεια.

Όπως προκύπτει από τον Economist, είμαστε η 9η χώρα παγκοσμίως σε κατά κεφαλή τζογοχασούρα (πάνω από $400 ανά ενήλικα).

Ο τζόγος είναι η χοντρότερη ίσως εγχώρια μπίζνα, με τζίρο που ξεπέρασε τα €2,2 δις το 2011 και κρατεί καλά παρά την κρίση.

Ας πανηγυρίζουμε λοιπόν την λεβεντιά μας με ένα μικρό σλανγκαπάνθισμα ωσαναφορά τα φρουτάκια:

Ονοματολογία φρουτακίων:

Τα βρίσκεις σε:

Σ.ς.: Το γνωστό sport cafe στο ύψος Φιξ τ. ιδιοκτησίας μακαρίτη σελεμπριτονίου (βικτιμά τση αναβόλας) λέγεται ότι καθαρίζει πάνω από €10 εκατ., εκ των οποίων τα μισά πάνε δωράκι στις αρχές για να μην το κλείσουν. Χαλαρουίτα.

***Τα φρουτάκια ως κατσικίδια***:

  • Είναι γνωστές φαγάνες και ωσεκτουτού...
  • ...μπορείς να τις ταΐζεις...
  • ...με την ελπίδα ότι θα κελαηδήσουν (ο χαρακτηριστικός ευχάριστος ήχος όταν πιστώνουν τα κερδισμένα credits στον παίχτη)...
  • ...και θα αρχίσουν να ξερνάνε μπικικίνια.

Ανφρωπομορφικές ιδιότητες φρουτακίωνε:

  • Δεν δίνει τίποτε (κλασική ατάκα μικροαστικής μιζέριας παίχτη όταν των ρωτάς πως τα πάει με το συγκεκριμένο μηχανάκι). Ίσως επειδή...
  • ...το μηχανάκι είναι κλειστό (αστικός μύθος ότι κάποια φρουτάκια τα κλείνουν με διακόπτη τα καζίνο γιατί μπορούν) ή απλά επειδή είναι...
  • ...σφικτό ή κρύο. Ο παίχτης ή θα περιμένει το μηχανάκι να...
  • ...ανοίξει (μηχανάκι που δείχνει ότι έχει αρχίσει να δίνει κέρδη) ή θα ψάξει να βρει...
  • ...ένα ζεστό μηχανάκι που δίνει κέρδη και τους κρατάει στο παιχνίδι χωρίς να χρειάζεται να το τροφοδοτήσουν με χρήματα.

Ονομασίες φρουτομηχανόβιων:

(Βλ. και εδώ)

Παλαιάς κοπής φρουτάκια (από σφυρίζων, 09/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον δυο μεγάλες κατηγορίες πλασέ:

  • Ένα καλοζυγισμένο και όχι ιδιαίτερα δυνατό σουτ με το οποίο ο παίχτης «πλασάρει» την μπάλα (συνήθως με το εσωτερικό του ποδιού) όπου ή σε όποιον θέλει.. Εκ του γαλατικού placer, τοποθετώ («une balle bien placée»). Παίζει και στο βόλεϊ.
  • Στο γλωσσάρι των αλογομούρηδων, ιπποδρομιακό στοίχημα ότι το άλογο στο οποίο ποντάρουμε θα τερματίσει σε μια από τις δύο πρώτες θέσεις. Πάλι, εκ του γαλατικού placer (αγγλικανιστί: each-way).

1. Απέκρουσε με ανάποδο ψαλιδάκι το πλασέ του Μέσι

2.
♫ Τον τζόκεϊ με το άλογο
βοήθα Παναγιά μου
για να μην έρθουνε πλασέ, ναι πλασέ
και χάσω τα λεφτά μου, στον ιππόδρομο ♫
(Γιώργος Μητσάκης)

Πλασέ μεγάλου παίχτου (από σφυρίζων, 03/04/13)Αλογομούρικο πλασέ (από σφυρίζων, 03/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν αναφερόμεθα στο ομώνυμο μηχανικό πιάνο, αλλά στην ποδοσφαιρική σλανγκιά για όσους λεβέντες (παιχταράδες, διαιτητές, κ.ά.) χρηματίζονται. Επίσης, η πράξη της δωροδοκίας.

Εκ του τα πιάνω όλα, βεβαίως βεβαίως.

1. Η πιανόλα Θέμος βρίζει κόσμο και παίκτες του ΠΑΟΚ

2 δωστε και κανα χαρτζιλικι στο σάντος την πιανόλα.

3. Ο πρόεδρος της Ραπίντ και η «πιανόλα» με την Βοιβοντίνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην χρηματιστηριακή αργκό, όταν οι μπούληδες (< bullish/αισιόδοξοι επενδυτές) αγοράζουν τώρα για να πουλήσουν εν εγκαίρω time, προσδοκώντας αύξηση στην τιμή κάποιου χαρτιού.

Πρόκειται για τον αντίποδα του σορτάρω, όταν δηλαδή ο αρκουδιάρης αναμένει χώσιμο της αρκούδας και πουλάει χαρτιά πού δεν έχει αέρα, τζογάροντας ότι θα τα αγοράσει μπιρ παρά και θα τα χώσει καπάκι σε υψηλότερη προκαθορισμένη τιμή στο μέλλον (σ.ς. στο κανονικό, όχι στο watermelon).

Εκ του αγγλικανικού to go long.

- Μιλαγα με εναν γνωστο μου, δουλευει χιλη σε εταιρεια με μεταλλευματα, για τον χρυσο. Συμφωνα με αυτον, περιμενει ενα πισω γυρισμα στον χρυσο και μετα ξανα πανω. Μου ειπε οτι θα λονγκαρει μεχρι να ερθει η αναλογια dow:ounce (gold) 1:1. Αυτο σημαινει οτι σημερινες τιμες ο χρυσος θα παει $12000. ή οτι τελοςπαντων θα πεσει ο dow θα ανεβει ο χρυσος και καπου στην μεση θε βρεθουνε. Εχεις ακουσει για αυτην την αναλογια;
(εδώ)

- ΘΕΛΩ να λονγκαρω σημερα στα χαμηλα τον ΓΔ για να προλαβω την ανοδικη εκτιναξη της ΔΕΥΤΕΡΑΣ και δεν εχω ρευστο...
(εκεί)

- Φιλε μητσοτακης αυριο σορταρω δεη και λονγκαρω χρυσο πες μου σε παρακαλω οτι η δεη θα ανεβει και ο χρυσος θα πεσει. (παραπέρα)

Εύα Λονγκόρια - αγοράζουμε σήμερα γιατί οι μετοχές της θα ανέβουν κι άλλο! (από Vrastaman, 13/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση προέρχεται κατά βάση από την πόκα, αλλά λέγεται και σε όλα τα παιχνίδια του τζόγου. Σλανγκ τζογαδόρικη, αναφέρεται στο σβήσιμο (ποντάρισμα ολικό) του μεγάλου χαρτονομίσματος ή του κόκαλου. Για παράδειγμα, θέλω να ποντάρω 60 ευρώ, αλλά κρατάω ένα εκατόευρο. Αντί να πάρω τα ρέστα από το εκατόευρο, προτιμάω να αυξήσω το στοίχημα, ποντάροντας και τα 40 ευρώ.

Πιο συγκεκριμένα, το σβήσιμο συμβαίνει για λόγους :

-βαρεμάρας : ποντάρει κάποιος π.χ. 5 ευρώ, και επειδή η μικρότερη μάρκα που έχω είναι δεκάρα, βάζω την δεκάρα, και δηλώνω ότι πάει για 5 ευρώ (όσο είναι το ποντάρισμα). Στην επόμενη γύρα, και ενώ όλοι έχουν πάει ντούκου, δηλώνω «να σβήσει», δλδ ποντάρω άλλα 5 ευρώ και ρίχνω μέσα όλη τη μάρκα (ενώ θα μπορούσα να πάω ντούκου, και να πάρω τα 5 ευρώ ρέστα, που εν τω μεταξύ έχουν μαζευτεί από τα λεφτά των άλλων παικτών).

-ψιπι : ποντάρει κάποιος 5 ευρώ, έχω πάλι μάρκα μεγάλη (π.χ. 25ευρη) και ακολουθώ στα πέντε. Στην επόμενη γύρα ο ίδιος αντίπαλος ποντάρει άλλα πέντε. Αντί να ακολουθήσω, λέω «να σβήσει», κάνοντας ρελάνς, ανεβάζοντας δλδ το ποντάρισμα στα 20 ευρώ. Το σβήσιμο εδώ δείχνει σιγουριά, αλλά μπορεί να κρύβει και την μπλόφα.

-αρρώστιας : ως γνωστόν οι τζογαδόροι δεν υπολογίζουν τα λεφτά, και προτιμάνε πολλές φορές να παίξουν ακόμα και τα ρέστα, για το δικαίωμα στο όνειρο... Αυτό που συμβαίνει είναι ότι άμα βγει το χαρτονόμισμα από την τσέπη, συνήθως σβήνει στο συντομότερο υπάρχον στοιχηματικό γεγονός...

(σε προποτζίδικο)
- Το λοιπόν, γράφε...
- Λέγε...
- Μπραουνσβάϊγκ Χ, τρομσντάλεν 1, Μαγιόρκα 2 και κλείνει το παρολί με το διπλό της Ουντινέζε. 48 ευρώ.
- Έφυγε.
- Άλλο τώρα. 30 ευρώ σε Μπαρτσελόνα, Ρεάλ, Γιουβέντους, Ρόζεμποργκ και Πόρτο. Και καλά είναι για μεσημέρι.
- Σύνολο 78 ευρώ.
- Φτου, κατοστάρικο κρατάω.
- Δίνω ρέστα;
- Γιατί ρε θες να μου χαλάσεις την τύχη μου;
- Με το παρδόν...
- Να σβήσει με τυχαία επιλογή, τρία νούμερα από δύο ευρώ, σε έντεκα κληρώσεις. - Ναι, γιατί τα ρέστα πιάνουν και χώρο στην τσέπη..
- Κοίτα ένα μπούστη ρεεεεε... Ρε θα πηγαίνω στον Καπελάκια ρε να παίζω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ταβλαδόρικη έκφραση, που λέγεται ταυτόχρονα με το κλείσιμο του δικάπακου εξάπορτου, όταν εγκλωβίζονται μέσα σ’ αυτό ένα ή περισσότερα πούλια του αντιπάλου και ο αντίπαλος μένει μαγκωμένος κι ανήμπορος στη γωνίτσα του, ενώ ο εξαπορτούχος του σφίγγει σιγά-σιγά τον κλοιό, ώσπου να τον «φάη» εν τέλει.

Εξηγείται ότι πρόκειται μόνο για δικάπακο (δηλ. πόρτες-πλακωτό όπου χρειάζονται κατ’ ελάχιστον two to tango για να κάνεις «πόρτα», είτε με δικά σου πούλια είτε με ένα τουλάχιστον δικό σου κι ένα του αντιπάλου πιασμένο), διότι στο μονόκουκκο ή μονόπορτο παιγνίδι της «φεύγας», μπορείς να κάνεις εξάπορτο μεν, αλλά δεν μπορείς να «φας» τα πούλια του αντιπάλου.

Προφανώς αποτελεί παρομοίωση προς το στρίμωγμα του συμπαθούς –πλην πονηρού– ζωακίου στην φωλίτσα του, από κανά πιο ζόρικο ζώο. Άλλωστε κι άλλα ζώα π.χ. ο αστακός και το χταπόδι, όταν απειλούνται, χώνονται ολοένα και βαθύτερα στο θαλάμι τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να την πατάνε και να γίνεται ο τάφος τους. Ίσως όμως και να προέρχεται από την παροιμία «ο θάνατος της αλεπούς είναι της κότας ζήση».Ποιος μύτη;

Λέγεται και «θάνατος της αρκούδας», αλλά μάλλον πρόκειται για σύμφυρση με την αργκοτική έκφραση – ομπρέλα της αρκούδας = πάρα πολύ (π.χ. ξύλο, χώσιμο, γαμήσι, κρύο, ύπνος κλπ / βλ. και ιταλ. di brutto).

Έτσι και κάτσει όμως καμιά γκέλα στον εξάπορτο και αναγκαστεί να «τσακίσει» (δηλ. να χαλάσει το φρούριό του – έκφραση δανεική απ’ το βορειολλαδίτικο χαρτοπαίγνιο «μπουρλότ») και ν’ αφήσει δίοδο στον αντίπαλο, τότε ο τελευταίος την πουλεύει ψέλνοντας με χαρά το «Αναστάς ο Ιησούς» κλπ (μέρες που είναι)...

- Τώρα θα φέρω τις εξαιρετικές (Σ.Σ. εξάρες) μου, να την κάνω από δωμέσα!
- Ασσόδυο σου κάνει;
- Ωωωωχχχ! Δε με βλέπω καλάααα!
- Ώπα της, διόδια (Σ.Σ. διπλές)! Δυο στο πεντάρι και δυο στο εξαράκι σου. Ετοιμάσου τώρα για τον θάνατο της αλεπούς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τότε που μπήκε το ποδοσφαιρικό στοίχημα στη ζωή μας, ένα πλήθος εκφράσεων το ακολουθεί. Ίσως η πιο πολυχρησιμοποιημένη είναι η συγκεκριμένη, η οποία έχει να κάνει και με το «πόσο ειδήμονας» το παίζει ένας τζογαδόρος.

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει τη σιγουριά κάποιου παίχτη για την έκβαση ενός αγώνα.

Ολόκληρη η έκφραση συναντιέται ως εξής:
Αυτό το παιχνίδι είναι άσος (ή διπλό, κάποιες φορές και Χι), από εδώ μέχρι το (είτε την χώρα είτε την πόλη που γίνεται ο εν λόγω αγώνας).

  1. -Μαλάκα, παίζει στο Μονπελιέ η Μπορντό με την τοπική ομάδα. Και μιλάμε ότι η Μονπελιέ άλλαξε προπονητή. Και ξέρεις τι γίνεται όταν μια ομάδα αλλάζει προπονητή...
    -Ρε, μπούρδες μας λες. Η Μπορντό είναι η πιο φορμαρισμένη ομάδα αυτή την περίοδο, στη Γαλλία. Αυτό είναι καραδιπλό, από εδώ μέχρι το Μονπελιέ....

  2. -Ανκαρασπορ με Μπουρσασπόρ.... Δύσκολα τα πράγματα. Ο άσος είναι ψηλά.
    -Έχω διαβάσει ότι έχουν καλές σχέσεις οι δύο ομάδες. Μάλλον για Χί το βλέπω..
    (Πετάγεται τύπος από διπλανό τραπέζι, έξαλλος)
    -Τι λέτε ρε; Αυτό είναι διπλό από εδώ μέχρι την Μπούρσα, η άνκαρασπόρ πάει για φούντο. Σέρνεται σου λέω, είδα το προηγούμενο παιχνίδι της. Έτοιμος είμαι να πάω να πάρω δάνειο και να τα κάτσω πάνω ρεεεε....

  3. ....λοιπόν έχω κάτι παιχνιδάκια, φοβερά, θα πάμε ταμείο. Ξεκινάω με διπλό της Σταντάρ μέσα στη Μαλίν, συνεχίζω με τον άσο της Χερέθ που φιλοξενεί την Καντίθ, τσοντάρω και διπλό τη Νασιονάλ με την Πάσος Φερέϊρα, και κλείνω Κυριακή βράδυ με την ασάρα από δω μέχρι το Μόναχο, της Μπάγερν κόντρα στην Κολωνία.

(από Μάγιστρος, 29/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χιουμοριστική έκφραση (κυρίως στο τάβλι), όπου ο λέγων περιπαίζει την απίστευτη κωλοφαρδία του αντιπάλου του, ο οποίος αν και βρισκόταν προ ολίγου σε δυσμενέστατη κατάσταση, βγήκε και «καβάλα» με το ζάρι που έφερε.

Η έκφραση ακολουθεί το σχήμα λιτότητας, δηλαδή πλήρως σημαίνει «είσαι τόσο τυχερός, σα να πέφτεις από το ύψος της Ακρόπολης – σαν το Μιμίκο και τη Μαίρη – και όχι μόνο να μην παθαίνεις τίποτα, αλλά να βρίσκεις και παρατημένο πορτοφόλι γεμάτο λεφτά»!

(Πλακωτό):
-Το αφήνεις διπλό;
-Όχι, άμα φέρω τις εξαιρετικές (εξάρες) μου, πώς θα τις παίξω;
-Κοίτα, σου ‘χω κλείσει με πόρτες όλο το σπίτι, έχεις δυο πούλια στη μαμά, τα’ χεις μαζέψει όλα στον άσσο, εξάρι δεν έχεις, σου το ‘χω αφήσει ανοιχτό να φέρεις εξάρι μονόβολο να πιάσω μάνα, έχεις φέρει πενήντα ζαριές κι ούτε ένα έξι, τι περιμένεις; Ούτε ο Ρωχάμης με το Σεχίδη δεν το παίζουνε!
-Εξάρια!!! Αλεού μπόιλερ! Θα μαζέψω και πρώτος που ‘μαι και ψημένος!
-Αγόρι μου, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι! Ρε, με ποιους παίζουμε και χάνουμε...

Ταβλαδόρικα και παραταβλαδόρικα: άνοιξε το τριώδιο, απλώνω τραχανά, ασσόδυο, αυτό πώς θα το παίξω;, γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα, γκέλα, γκιουλ, δίνει πλάτη για τάβλι, δυόδυα, έλα στον θείο τον Ηλία πο' χει όλα τα εργαλεία, εξαίσιο, εξάπαντος, έξι δύο τα αλλότρια, έχω φέρει σήμερα;, θα σου βγάλω νεραντζάκι, θα σου πάρω την πίεση, και κουλούρι και τυρί, και σκατά, κατσίκι, κι ένας δάσκαλος αγάπησε μια φτωχιά και την πήρε, κοκορέτσι, μακαρόνι, μάνα, με ασσόδυο δε γάμησε κανείς, μπαρμπούτι, μπαρμπουτιέρα, ξίδι, ούτε στο Γεντί Κουλέ δεν το παίζουν / δεν το παίζει ούτε ο Ρωχάμης, παιδί, πάλι ντόρτια ήφερα, παραμάνα, παραπάνω από διπλό δεν πάει, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι, πλακωτό, ποδήλατο ξέρεις;, ποιος Θανάσης;, πολύ τα κουνάς, ρίχνω παχιές, ροντέο, σα δάσκαλος, σαν να τον χτύπησε η Παναγία με το τάβλι, σκακαδόρος, σουβλάκι, σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα, σώγαμπρος, τα ζάρια στον μάστορα, ταβλαδόροι, ταβλαριέμαι, ταβλιάρης, ταβλομάχος, τέντζερης, τετράδυο, τις έχεις, τούρκοι, τριήρεις / τριήρης, τσολιάς, φουνταριστός / μπάτσος / βατσιμάνης, χασσόδυο, χατζηπετρής, χύνομαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία