Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Συνδυασμός κινήσεων πλήκτρων και μοχλού προ της χορηγίας κερμάτων στο παίγνιο μπούμπλε-μπούμπλε, με σκοπό την απόκτηση βελτιωμένων ιδιοτήτων (παπουτσάκι, μαστιχούλα), τα οποία ανακτώνται αυτομάτως, ασχέτως του εάν χάσεις μπαρμπαδάκι.

Εάν ενθυμούμαι καλώς το power up για το παπουτσάκι ήταν:
αριστερός μοχλός αριστερά και επάνω (τρις) + άλμα!
για τη δε μαστιχούλα:
δεξιός μοχλός δεξιά-αριστερά (δις) και φούσκα!

Μεταφορικά εχρησιμοποιήτο και ως ερμηνευτικό εργαλείο για απρόσμενες επιδόσεις κάποιου.

Αρχικά:
- Έλα γρήγορα να κάνουμε power up πριν μας δει ο Μάριος και μας την λέει πάλι.

Μεταφορικά:
- Ρε συ, τι κάνει το πουλί; το ένα χλατςμετά το άλλο!
- Έκανε power up και έγινε χεράς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως έχουμε δει στο ήδη υπάρχoν λήμμα, το κόζι είναι χαρτοπαικτικός όρος και σημαίνει ατού, το «χρώμα» δηλαδή που έχει οριστεί να είναι ανώτερο των υπολοίπων, σε ένα παιχνίδι.

Η φράση λέγεται όταν θέλουμε να πούμε ότι άλλαξε η κατάσταση, υπό την έννοια όμως ότι κάποιος ή κάποιοι είχαν το πάνω χέρι και καρπώνονταν κάποια πράγματα, και τώρα η δύναμη αυτή έχει μεταβιβαστεί σε διαφορετικά χέρια.

Σαν να λέμε ότι γύρισε ο τροχός.

  1. - Από βδομάδα θα δεις τι έχει να γίνει!
    - Από βδομάδα θα μου κλάσεις, άλλαξαν τα κόζια μεγάλε.

  2. - Τι έγινε εδώ ρε καρντάσια; Θα φάμε τσαμπουκά από τον λίγδα μέσα στο μαχαλά μας; - Άλλαξαν τα κόζια όσο ήσουν μέσα, Τάκαρε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρτοπαικτική έκφραση που σημαίνει ότι δεν «σηκώνουμε» φύλλο, ότι έχουμε τα χειρότερα φύλλα απ' όλους.

  1. - Τι κώλος είμαι, σήκωσα δυο άσους.
    - Άλλος φύλλα κι άλλος μήλα…

  2. - Έχω ένα φύλλο σήμερα, ρε παιδιά. Τι σηκώνω!
    - Εγώ σκατά! Τι περιμένεις; Άλλος φύλλα κι άλλος μήλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που δηλώνει ότι τα πράγματα ήταν σκατά αλλά έγιναν χειρότερα.

Παίζουμε μπουρλότο, έχουμε αγοράσει σπαθιά, μας έχουν τσακίσει τον ξερό μας άσο και, μόλις συνειδητοποιήσαμε ότι ο αντίπαλος παίζει τέσσερα σπαθιά. Δηλώνουμε, δικαίως, στο συμπαίκτη μας:

-Αμάν μας γαμάν!

(από panos1962, 28/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το αμορτί, κυριολεκτικά, είναι ένα μικρό, αμελητέο κέρδος στο λαχείο. Συγκεκριμένα, αν το τελευταίο νούμερο του λαχείου που κρατάμε συμπίπτει με το τελευταίο νούμερο του πρώτου αριθμού, του αριθμού που κερδίζει το τζάκποτ, τότε κι εμείς κερδίζουμε δυο φορές την αξία του λαχείου μας –την σήμερον ημέρα, ας πούμε, θα πάρουμε 20 ευρώ. Κι αν συμπέσουν τα δυο τελευταία νούμερα, τότε παίρνουμε 40 ευρώ –δες και το μήδι 1. Βγάζουμε, δηλαδή, την επένδυση μας –την αποσβένουμε– και κάτι παραπάνω. Αυτό τα μικρά κέρδη από τα αμορτί είναι που νομιμοποιούν την Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων να μας πλασάρει χρόνια τώρα το κατ' εξοχήν παραπλανητικό και μούφα σλόγκαν «Ο Ένας στους Δύο Κερδίζει» –δες το μήδι 2.

Εννοείται ότι αυτοί που παίζουν τακτικά λαχεία τα κέρδη του αμορτί δεν τα παίρνουν ποτέ σε ρευστό αλλά πάντα σε λαχεία για την επόμενη κλήρωση.

Μεταφορικά, την έκφραση αμορτί (το πιάσαμε, το πήραμε ή ήρθε) την χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι:

  • μπορεί να μην ήρθαν τα πράματα όπως ιδανικά θα θέλαμε και να μην κερδίσαμε τον πρώτο αριθμό αλλά δεν φάγαμε και την απόλυτη ήττα και κάπου έχουμε συμβιβαστεί και πάλι καλά είμαστε λέμε –έτσι το μεταχειρίζεται ο Μητροπάνος στο μήδι 3– ή, ότι
  • στο τσακ του τσακός ήτανε να κάνουμε την καλή αλλά –γαμώ την ατυχία μου μέσα– κάτι δεν έκατσε πάλι και πάλι μείναμε στα ψιλολόγια.

    Η τέλεια πανωλεθρία, βεβαίως, συνοψίζεται στην έκφραση ούτε αμορτί. Ρε πστ μου!

Από τη γαλλική λέξη amortir, που σημαίνει ακριβώς κάνω απόσβεση. Είναι η ίδια λέξη από την οποία προκύπτει και το αμορτισέρ (amortisseur) που, στη λόγια γλώσσα, λέγεται αποσβεστήρας κραδασμών.

  1. Νταξναούμ, τα πολλά τα φράγκα η γριά τάφησε στο Σύλλογο Προστασίας Απόρων Κορασίδων «Η Παρθενοπιπίτσα» και ξύσ' τ' αρχίδια σου με τον γκασμά αλλά πιάσαμε κι εμείς το αμορτί... τη γκαρσονιέρα στην Τούμπα την είχε γράψει στη Μαιρούλα...

  2. – Κι έχει πάει 90+1 και κρατάει το 1-0 η Χετάφε μέσα στο Μπερναμπέου και λέω, αγόρι μου, πάμε ταμείο και από το τίποτα γίνεται μια φάση κουλή και... αυτογκόλ...
    – Και πήγε στον κουβά η ιστορία;
    – Όχι ακριβώς... γιατί είχα σμπρώξει και δέκα γιούρια στο Χ... αλλά, τι τα θες, μια ζωή αμορτί... που θα πάει, όμως... θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε μία απρόοπτη κατάσταση που μας αναιρεί όλα όσα μέχρι πρότινος σχεδιάζαμε. Ιδιαίτερη εφαρμογή βρίσκει στην πόκα όταν ανοίγει φύλλο στο «νεκροταφείο» ή στον «πούστη», το οποίο αλλάζει τα δεδομένα του τραπεζιού.

(Η φράση πρωτοαναφέρθηκε από τον Παράσχο σε πρόσφατο τραπέζι - Δεκ 08)

Έχεις 2 άσσους και 2 ρηγάδες ενώ παίζετε νεκροταφείο. Έχει ανοίξει ήδη ένας που δεν καίγεται και πας για φουλ χάουζ. Κι ενώ δεν έχεις κάψει τίποτα, ανοίγει το τελευταίο φύλλο από αυτά που καίγονται και είναι άσσους...

- Μάγκες... ανάστροφο εμπόδιο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λες όταν κάποιος κάνει (ή λέει) ξανά ένα πράγμα, ενώ έχεις την εντύπωση πως δεν θα το ξανάκανε.

Επίσης όταν κάποιος επιμένει σε κάτι και προσπαθεί για δεύτερη (ή και για πολλοστή) φορά.

  1. Της είπα χίλιες φορές να κλείνει την πόρτα γιατί βγαίνει το σκυλί έξω. Ατού ο Γαβρίλης! Αυτή εκεί! Δεν καταλαβαίνει! Να πάει να το βρει μόνη της τώρα.

  2. Ό,τι και να κάνει δεν θα ρίξει την Ελένη. Αφού την ξέρω. Αυτή είναι ψωνάρα. Τον έχει φτύσει τρεις φορές μπροστά σε κόσμο, κι αυτός ακόμα προσπαθεί. Ατού ο Γαβρίλης...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο τάβλι υφίσταται μια εθιμοτυπία. Δεν είναι ούτε μπριτζ ούτε σκάκι, να παίζεται στα μουγκά.
Δεν είναι γνωστό αν ο Θεός παίζει ζάρια, αλλά είναι σίγουρο ότι ο Μακιαβέλι θα ήταν τρανός ταβλομάχος.

Η εν λόγω, είναι μια από τις πολλές ειρωνικές και ψευδο-αφελείς εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται όταν η ενδεικνυόμενη κίνηση είναι ηλίου φαεινότερη και η νίκη βέβαιη. Ο έχων το πάνω χέρι χαζο-διερωτάται, πώς να παίξει την οφθαλμοφανώς ευνοϊκή ζαριά, πράγμα που κρύβει σαδισμό, αφού καλείται (δήθεν) ο γαμούμενος αντίπαλος να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον θα πουτσισθή...

Η έκφραση μπορεί να λεχθεί αφού ο παίκτης φέρει την ευνοϊκή ζαριά (π.χ. εξάρες), αλλά και (υποθετικά) πριν ακόμα ρίξει, δηλαδή μόλις τελειώσει το παίξιμό του ο αντίπαλος, που έχει αφήσει ανοικτούς λογαριασμούς στο ενδεχόμενο να φέρει στην συνέχεια ο παίκτης μια συγκεκριμένη ζαριά, με την οποίαν π.χ. θα πλακώσει πούλι του αντιπάλου, θα κάνει εξάπορτο κλπ. Έτσι, λέει ο παίχτης π.χ.: (Αν φέρω) «τα πεντάρια μου, πώς θα τα παίξω;» Πολλές φορές, ο εκνευρισμένος αντίπαλος θα αναγκασθεί να πει: «Βρέ, παίξε εκεί τώρα»...

Σημειωτέον η επικαλούμενη ευνοϊκή ζαριά (π.χ. ντόρτια, έξι-πέντε κλπ αναλόγως), πάντοτε συνοδεύεται από την κτητική αντωνυμία «μου», δηλαδή δικαιωματικά μου ανήκει-αξίζει να φέρω αυτό το συγκεκριμένο ζάρι, γεγονός το οποίον παραπέμπει αφ’ ενός στην δεισιδαιμονία των τζογαδόρων πριν να κάτσει η ζαριά, αφ’ ετέρου αφού κάτσει, επιρρωνύει το ταβλαδόρικο, αυτο-εξιλεωτικό της κωλοφαρδίας θέσφατο: «Ο καλός ο παίκτης έχει και καλό ζάρι-δεν συμβαίνει όμως απαραίτητα και το αντίστροφο».

Αν δεν έρθει η καλή ζαριά, τότε ο αντίπαλος λέει: «Έχει και τέτοια μέσα!» και τραβάει (κρυφά) μια βαθιά αναπνοή...

Στη συνέχεια, ο παίκτης σε περίπτωση που κάθεται η ευνοϊκή (γι’ αυτόν) ζαριά, συνήθως καμώνεται ότι παραπονιέται, π.χ. λέει «πάλι;», «όχι ρε γαμώτο!» κλπ και χτυπά τον αντίπαλο δήθεν δύσθυμος, για να μην διαπράξει ύβρι τρόπον τινά, ενώ ταυτόχρονα σπάει τ’ αρχίδια του αντιπάλου κωλυσιεργώντας, αφού τον γαμεί και τον φουμάρει κι από πάνω.

Αντίθετα, αν ο αντίπαλος αφού τελειώσει το παίξιμό του, μένει εκτεθειμένος σε ενδεχόμενη ψωλιά, είτε ένεκα αβλεψίας, είτε γιατί δε γίνεται αλλιώς (φορσέ), τότε ο παίκτης του δείχνει το έκθετο πούλι και ταυτόχρονα λέει πριν τραβήξει: «Τούτο;» ή «Τούτο νυφούλαμ’;» ή «Τούτο μαρ’ νύφ’;» (Ρούμελη), δηλαδή δήθεν διερωτάται με συμπόνοια τί θ’ απογίνει το έρημο το πούλι σε περίπτωση που το τσακώσει, φέρνοντας ένα συγκεκριμένο συνδυασμό.

Αν όμως ο αντίπαλος έχει στην πραγματικότητα πενταετές πλάνο υπ’ όψη του και αποκοιμίζει τον παίκτη, περί δήθεν μαλακισμένης κινήσεώς του, τότε απαντά απαθώς: «Εγώ θα το παίξω κι αυτό» ή «για πάρτη μου», (το τελευταίο λέγεται και στο μπαρμπούτι).

Παρά ταύτα, όσο στο τάβλι το βάθρο του νικητή θα έχει θέση μόνο για έναν, τόσο η αφελώς εύστοχη ερώτηση του Νάντο (αδελφού της Μαφάλντα) «τότε ο άλλος γιατί παίζει;» θα παραμένει επίκαιρη...

(Πλακωτό):
- Έτσι παίζεις; Μου αφήνεις το πεντάρι ανοιχτό;
- Για δούλευε ζάρι, να βλέπω!
- Και τα εξάρια μου, πώς θα τα παίξω;
- Καλά, φέρ' τα πρώτα και μετά βλέπουμε...
- Εξάρια! Πελάααααατες μουουου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλλιώς, είμαι σε απελπιστική κατάσταση και δεν αντέχω άλλο, βαράω μπιέλα, τα παίζω. Η λέξη «τιλτ», προέρχεται από τα παλιά φλιπεράκια, τα οποία, εάν κουνούσες για πάνω από 2-3 δευτερόλεπτα, μπλόκαραν σκόπιμα και έχανες τη μπάλα, ενώ σε εμφανές σημείο αναβόσβηνε η ένδειξη «tilt» («κλίση»).

- Ρε φίλε δεν αντέχω άλλο με αυτή τη δουλειά, κάθε μέρα με πάει γαμιώντας. Όπου να 'ναι θα βαρέσω τιλτ μου φαίνεται...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάποιος βραχυκυκλώνει κι αδυνατεί να λειτουργήσει.

Ο όρος προέρχεται από τα φλιπεράκια τα οποία όταν τα κλωτσάς ή τα μετακινείς απότομα τίθενται εκτός λειτουργίας αναγράφοντας στην οθόνη «τιλτ».

- Καλά μιλάμε το άτομο δεν έγραψε τίποτα στο διαγώνισμα! Με το που είδε τα θέματα βάρεσε τιλτ!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία