Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Αυτός που χάνει συνέχεια στο τάβλι και απ' όλους.

- Έλα ρε πελάτη να σε παίξω άλλη μια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κλασικός τύπος που παρατηρούμε όλοι στα προποτζίδικα που κάθεται με τις ώρες και πάιζει ΚΙΝΟ.

-Ρε μαλάκα πόσες ώρες έπεζες ΚΙΝΟ χτες;
-Πέντε.
-Πωπω ρε μαλάκα kinέζος κατήντησες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Σύνθεση των λέξεων play + παίξε. Έχει τη σημασία του «παίξε».

(Δύο φίλοι παίζουν σκάκι)

-Φίλε,αυτή η κίνηση θέλει πολλή σκέψη...
-Έλα μην αργείς. Πλέξε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω γκάφα, πιάνω κάτι και μου ξεφεύγει ή περπατάω και σαβουρώνομαι.

Προέρχεται από τα RPG όπου botch είναι η κακιά ζαριά (ασσόδυο) που φέρνει ζημιές.

  1. Και εκεί που μας την πέφτει ο Drow, ρίχνω μια ζαριά με το two handed sword, αλλά μπότσαρα και κατά λάθος χτύπησα τον μάγο που ήταν δίπλα μου!

  2. Μην του δώσεις να πάει αυτός τα ποτήρια, όλο μποτσάρει και θα τα κάνει θρύψαλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνικός χαρτοπαικτικός όρος στην Ξερή. Ο διενεργών το καμάντσο κρατάει στο χέρι του βαλέ και άλλο χαρτί. Ο αντίπαλος έχει το ίδιο χαρτί διπλό. Αντί ο μάγκας να κόψει με το ίδιο χαρτί και να κρατήσει τον βαλέ για να κόψει ξανά, κόβει με τον βαλέ αρχικά, ώστε να δημιουργήσει την εντύπωση στον αντίπαλο ότι είναι ασφαλές να παίξει πάλι το ίδιο χαρτί, στην οποία περίπτωση γίνεται κατά πάσα πιθανότητα ξερή. Ωραία πράματα...

Ετυμολογικά το θέμα τελεί υπό διερεύνηση, όμως μια εκδοχή υποστηρίζει ότι είναι παράφραση του αγγλικού come on, το οποίο εκφυλίσθηκε σε καμάν και τελικά σε καμάντσο, υπονοώντας ότι ο διενεργών προτρέπει τον αντίπαλο να πέσει στη λούμπα.

- Εφτά κούπα Αβράμη.
- Βαλές, να τα πάρω αυτά.
- Κι άλλο εφτά Αβράμη.
- Βρε, βρε, βρε. Κι άλλο εφταράκι βρε παιδάκι μου; Να κι εγώ άλλο ένα. Ξερή! Για διε!
- Ω, τον κωλόφαρδο. (σ.σ. ο αδαής δεν την έχει πάρει πρέφα τη δουλειά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνικός χαρτοπαικτικός όρος στο Μπουρλότο (το επονομαζόμενο και Μπούρλο), το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στη Β. Ελλάδα και δη στη Θεσσαλονίκη. Η φράση είναι γαλλική και σημαίνει χωρίς ατού. Εκφέρεται όταν περάσει και το όγδοο (τελευταίο) ατού, κυρίως στα εκτός καφενείου καρέ (διότι εκεί δέρνουν άμα μιλάς πολύ), έχοντας προηγηθεί η φράση τα ατού είναι εφτά και φωνάζουν δυνατά. Ενίοτε και ως ένδειξη μαγκιάς και χαρτοπαικτικής δεινότητας εκφέρεται και ως σάνζα, έτσι νά 'χαμε να λέγαμε.

Σημειώνεται ότι ο πλούτος εκφράσεων στο μπουρλότο και γενικά στα χαρτιά είναι μοναδικός και ικανός να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερου σάιτ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το πασόκ, άσσος καρώ, σπίτι καθαρό, έχω κάτι μεγάλο, πού την έχεις; Άστο, η δικιά μου είναι μεγαλύτερη, Ιερά σύνοδος κλπ.

- Ρήγας. (εφτά τ' ατού)
- Ν' ανέβω: Δεκάρι. - Μάλιστα. Σανζ ατού δηλαδή.
- Έλα, πολύ μιλάτε, λίγο παίζετε.
- Τσου ρε Λάκη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχή των απανταχού της επικρατείας χρηματιστών και επενδυτών/τζογαδόρων/αλογομούρηδων. Παρά την σαφή αναφορά σε ισπανόφωνο άνδρα, η έκφραση ΔΕΝ έχει καμιά απολύτως σχέση με την Ιβηρική ή τη Λατινική/Νότια Αμερική. Προέρχεται από το ελληνικό ρήμα χώνω (προστακτική χώσε) το οποίο παραπέμπει στην πώληση μετοχών, το κοινώς λεγόμενο χώσιμο στην αγορά. Το γιατί η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ είναι προφανές: αν προλάβεις να ρευστοποιήσεις μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου μετοχών πριν από την πτώση της αγοράς, δεν έχεις λόγο να κλαις ούτε εσύ (ο Χοσέ) ούτε βέβαια και η μάνα σου, αφού έχεις παντελονιάσει τα κέρδη. Το είδος αυτό του επενδυτή-τζογαδόρου-αλογομούρη ΔΕΝ υπήρχε κατά την περίοδο του 1999-2000, οπότε πολλές μάνες έκλαψαν με μαύρο δάκρυ.

- Ντίνο, σκέφτομαι να δώσω εκείνα τα Χαλυβδόφυλλα και τα Κλωνάρια (σ.σ. εξαιρετικές μετοχές αμφότερες), πώς το βλέπεις;
- Τι να σου πω αγόρι μου; Ξέρεις τι λένε: η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ. Να τα χώσω;
- Χώστα να παν στο διάολο να γλιτώσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο στάνταρ βόλος, ο βόλος αναφοράς.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Οι νορμάλ μεγέθους μπίλιες ήταν αυτές που έστηνες, κυνηγούσες, χτυπούσες. Έμπαιναν, π.χ. στις κορυφές και μέσα στο τρίγωνο στο παιχνίδι το γνωστό ως δελτάκι ή τριγωνάκι ή στήνονταν στη γραμμή στο μπαζ-παραμπάζ. Τις έβαζες στόχο, τις χτυπούσες, τις έπαιρνες, τις έβαζες στην τσέπη. Ήταν, με αυτή την έννοια, και το βασικό νόμισμα του παιχνιδιού.

Η λέξη, βέβαια, χρησιμοποιείται και για τους βόλους γενικά.

Τα παιδιά τοποθετούσαν τις μπίλιες σε σχήμα Δέλτα. Ο κάθε παίκτης έπαιρνε από μια μπίλια και βαρούσε το Δέλτα, προσπαθώντας να βγάλει έξω όσο το δυνατόν περισσότερες μπίλιες. Όταν κάποιος έσπαγε το Δέλτα κέρδιζε. Αν όμως δεν το έσπαγε και η μπίλια του έμενε μέσα, την άφηνε εκεί και βαρούσε ο επόμενος. Αυτός που θα χτυπούσε τη μπίλια του προηγούμενου, έπαιρνε όλες τις μπίλιες. (Από το διαδίκτυο)

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βόλος-όπλο. Η μπίλια-εργαλείο.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Τη γκαζά την ακουμπούσες στο λυγισμένο δείκτη ή μεταξύ δείκτη και μέσου, την εκφενδόνιζες με το τίναγμα του αντίχειρα και χτυπούσες τις στημένες μπίλιες - και ενίοτε και τη γκαζά του αντιπάλου, αν είχε ξεμείνει εκεί που δεν έπρεπε. Το χτύπημα, η κρούση του βόλου-στόχου λεγόταν τσάφκο(ς) ή κάφκο(ς). Ορισμένοι έλεγαν τη γκαζά τους και αμάδα, που παραπέμπει, βέβαια, σε άλλο, αρχαίο παιχνίδι και φωτίζει και την καταγωγή των βόλων.

Οι γκαζές ήταν κατά τι μεγαλύτερες από τις στάνταρ μπίλιες και πιο βαριές. Ήταν δε πιθανότερο να είναι από πηλό - οι μπίλιες, γενικά, ήταν γυάλινες. Παλιά, οι γκαζές ήταν οι μπίλιες που βούλωναν τα μπουκάλια της γκαζόζας - και επειδή αυτή είναι η ετυμολογία είναι, νομίζω, πιο σωστό να λέμε γκαζά παρά γκαζ-ι που λένε ορισμένοι.

Η λέξη χρησιμοποιείται πολλές φορές για να δηλώσει τους βόλους, τις μπίλιες γενικά.

Υπήρχαν και οι κοινές γκαζές που τις βγάζαμε από τα πώματα της γκαζόζας. Από αυτές είχαμε πολλές, γιατί στο Κορδελιό υπήρχε εργοστάσιο γκαζόζας. (Από το διαδίκτυο).

(από poniroskylo, 16/04/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μικρότερος σε μέγεθος βόλος.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Τα τζιτζιλόνια -άλλως και τζιτιζιλονάκια- ήταν πολύ μικρά για νά' χουν πρακτική αξία στο παιχνίδι - τι βάρος είχαν και τι να χτυπήσεις μ' αυτά και να πάει έστω και μια πιθαμή παραπέρα; Αλλά ήταν πολύ όμορφα, συχνά με φωτεινά νερά μονόχρωμα μέσα στο γυαλί. Είχαν και συναισθηματική αξία και γιατί συνήθως είχαμε λιγότερα από δαύτα και διότι η άγραφη σύμβαση ήταν ότι τα τζιτζιλόνια τα έδινες τελευταία σ' αυτόν που κέρδιζε - έπρεπε, δηλαδή, νά' χεις χάσει σχεδόν όλους τους άλλους βόλους σου για να σου πάρουν και τα τζιτζιλονάκια.

Απαντάται και ως η τζιτζιλόνα και σημαίνει γενικώς την αγοραστή γυάλινη μπίλια.

- Το κίτρινο το τζιτζιλονάκι, το αλλάζεις; Πέντε μπίλιες θα σου δώσω.
- Το πουλάω. Πενήντα λεπτά. Κι άμα θες.

(από poniroskylo, 16/04/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία