Επιπλέον ετικέτες

  1. Η αιμορροΐδα (στα πελοποννησιακά ιδιώματα), άλλως ζοχάδα.

  2. Η τσαντίλα, ο μεγάλος εκνευρισμός.

Παράγωγα: τζοχαδιάζομαι, τζοχάδας /-α, τζοχαδιακός /-ιά

  1. Πάλι τζοχαδιάστηκες με το τίποτα, ρε ηλίθιε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  • Εργαλείο για να βιδώνεις και ξεβιδώνεις μεταλλικά αντικείμενα, του οποίου η λαβίδα θυμίζει δαγκάνα κάβουρα, εξ ου και το όνομα.

  • Καβούρι είναι και το Crab louse, η γνωστή καβουρογαμόψειρα.

  • Ο κολλητσίδας, αυτός που σε πιάνει στις δαγκάνες του και δεν σε αφήνει να φύγεις. Όχι μόνο η γκόμενα καβουρογαμόψειρα, αλλά και ο φίλος /-η.

  • Ασφαλώς και ο καβουροσλανγκόσαυρος.

Ανακεφαλαιώνοντας, το εξαιρετικά σλανγκενεργό αυτό οστρακόδερμο μας δίνει τουλάστιχον 8 σημασίες, εκ των οποίων οι 5 βασικές (ο μποντιμπιλντεράς, ο κάγκουρας, ο τσιγκούνης, το εργαλείο και ο κολλητσίδας) συν μία αγγλιά, μία αυτοαναφορική και μία πραγματολογική σημασία.

Ακόμη μας δίνει τις εκφράσεις:

Ο λαός μας έχει ακόμη τις εκφράσεις:

  • να καβούρους, δώσε μου αλεύρι, για άδικες ανταλλαγές,
  • τι είναι ο κάβουρας, τι το ζουμί του, για κάτι που δεν επαρκεί, διότι είναι λίγο σε ποσότητα,
  • πάω σαν τον κάβουρα βαδίζω πλάγια, κινούμαι αργά και νωθρά.

    Δες τη Βικούλα.

Πάσα: ΑυτοχτοΝούλης.

  1. - Μπα, δεν γίνεται με το κλειδί, για φέρ' τον κάβουρα ρε μάστορα.

  2. - Πρόσεχε Χάνκυ μη κολλήσεις καβουρογαμόψειρες, γιατί πλησιάζει και η 27η Φεβρουαρίου (Παγκόσμια Ημέρα Frappernité)!
    (Ο σλανγκομπαμπάς Vrastaman δίνει την πατρική του συμβουλή εδώ).

  3. Εἶπεν οὖν ὁ διδάσκαλος:
    - Οὐκ ἔστιν καλὸν λαβεῖν τὸ λῆμμα τῶν Σλάνγκων καὶ βαλεῖν τοῖς καβουρίοις.
    - Ναὶ, κύριε, πλὴν καὶ οἱ καβουροσλανγκόσαυροι ἐσθίουσι ἀπὸ τῆς λημματολάσπης τῆς πιπτούσης ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν Σλάνγκων καὶ εὐφραίνονται.
    - Ὦ τέκνον κάβουρα, μεγάλη σου ἡ δαγκάνα!
    (Από την παραβολή του κάβουρα).

(από Khan, 20/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι αυτή η κρουστίτσα (ίου) που σχηματίζεται από αίμα και πλάσμα πάνω σε μια πληγή κατά και μετά την επούλωσή της. Η ετυμολογία της μάλλον προέρχεται από το «καπάκι», αφού «καπακώνει» τις πληγές. Πιο σωστά στη βιολογία το λέμε «ινώδες». Παρότι με μια πρώτη ματιά το θεωρούμε αποκρουστικό και θέλουμε να το βγάλουμε από πάνω μας, δεν πρέπει! Επίσης όταν κάποιος χτυπήσει, περιμένει να βγάλει ένα ξερό, σκληρό κάπαλο για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει το μέρος που χτύπησε.

  1. - Κοίτα μια γκόμενα! Ουάου!
    - ΑΑΑΑΑ! Κοίτα το πόδι της! Έχει ένα πρασινωπό κάπαλο! ΜΠΛΙΑΧ!

  2. - Έκοψα το δάχτυλό μου και δε μπορώ να παίξω κιθάρα ρε πστ!
    - Περίμενε να βγάλεις κάπαλο και μετά από κανά δυο μέρες θα παίξεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρυσή αποκαλούνταν παλιά από τον κόσμο και τους πρακτικούς γιατρούς ο ίκτερος, μια ασθένεια του ήπατος. Το όνομα αυτό δόθηκε εξαιτίας του χρώματος που είχε ο ασθενής όταν νοσούσε από την ασθένεια.

Τι έπαθε ο Νικολάκης;
Άσε, έβγαλε τη χρυσή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανθεί η σλανγκ γύρω από τα εξανθήματα! (pun intended ο πούστης!).

Όπως κατεδείχθη πρόσφατα, υπάρχει η έκφραση βγάζω σπιθουράκια με, που μπορεί να ειπωθεί και ως: βγάζω μπιμπίκια, βγάζω σπυριά, βγάζω σπυράκια, βγάζω φλύκταινες, παθαίνω αναφυλαξία. Έχουν ενδιαφέρον οι ετυμολογίες όλων αυτών των σιχαμερώνε πραγμάτωνε. Ετυμολογίες:

σπυράκι < σπυρί < σπυρίον, υποκοριστικό του αρχαίου < σπυρός, με ανάπτυξη προθεματικού σίγμα (όπως σβώλος- βώλος) από < πυρός = κόκκος σιταριού.

φλύκταινα < φλύω = είμαι χυμώδης, ανθηρός/ βράζω, κοχλάζω/ κάνω εμετό/ φλυαρώ. Ομόρριζα τα φλοίσβος, φλοιός, φλούδι, λατινικό fluere αγγλικό fluently κ.ά.

αναφυλαξία, αντιδάνειο από το αγγλικό < anaphylaxis < αρχαίο ελληνικό φύλαξις.

σπιθουράκι < σπιθούρι < σπίθα + ούρι (πρβλ μνήμα- μνημούρι).

μπιμπίκι, υποκοριστικό του < μπίμπικας < αρχαίο ελληνικό βέμβιξ = σβούρα, ρόμβος. Ή < ιταλικό bimbo = μωρό. Πρβλ. bimbo.

Και ερχόμαστε στο θέμα, όπου η σλανγκολογία σηκώνει τα πόδια ψηλά! Υπάρχει λέξη μπισμπίκι; Και αν ναι, από που προέρχεται; Ο Μπάμπης δεν έχει λήμμα μπισμπίκι στο Λεξικό του, αλλά ως γνωστόν, λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ. Αποφάσισα αντ' αυτού να ζητήσω την βοήθεια του Πονηρόσκυλου και αφού έδωσε τα φώτα του καταλήξαμε στα εξής.

Αφενός, υπάρχει το μπιμπίκι, για το οποίο ο Μπάμπης δίνει το βέμβιξ = σβούρα, αλλά κρατάει και μια πισινή με το ιταλικό bimbo. Αφετέρου, υπάρχει ο γερομπισμπίκης, δηλαδή ο πορνόγερος που θυμίζει πατέρα Καραμάζοφ, και στον οποίο ενδέχεται το λαγνογλοιώδες βλέμμα να συνδυάζεται με πολλά γέρικα μπιμπίκια και παραμορφώσεις του δέρματος λόγω του γήρατος μάλλον ή της εφηβείας.

Μπισμπίκι σκέτο υπάρχει, όθεν το γερομπισμπίκης;

Το Πονηρόσκυλο μου επέστησε την προσοχή σε ετυμολογία του γερομπισμπίκη από το τούρκικο beşbıyik, το οποίο σημαίνει μούσμουλο. «Φαίνεται να υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στο beşbıyık και το μπισμπίκι - με μια δόση υπερβολής, μπορεί να φανταστεί κανείς ένα μεγάλο, σάπιο μούσμουλο, μαυρισμένο να παρομοιάζεται με μπιμπίκι - ή, έστω, με μπισμπίκι, αν έτσι το πούμε» οσφράνθηκε το Πονηρόσκυλο. Προσωπικά, έχω ακούσει πολλές φορές την λέξη μπισμπίκι και μου φαίνεται πιθανή η ετυμολόγηση αυτή. Στο κάτω κάτω τι καλύτερο έχουν από τα μούσμουλα οι σβούρες, οι κόκκοι σιταριού, οι σπίθες, τα μωρά και οι φλοίσβοι;

Τατιάνα, η γνωστή (αν μιλούσε σλανγκ): Ήταν πραγματικά φρικτό! Ήρθε ένας γερομπισμπίκης, γεμάτος μπισμπίκια, φλύκταινες, μπιμπίκια, αναφυλαξίες, σπυριά, σπιθουράκια, και ήθελε και φραπέ ο απεόφοβος! Είχε δει τη μούρη του στο facebook; Και το χειρότερο: Δεν είχε άνεση στις τετάρτες- πέμπτες και βγάλανε μπισμπίκια τα χέρια και τα πόδια μου ως να τον παρηγορήσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κολλημένος με κάποιο συγκεκριμένο σήριαλ. Ελαφριά μορφή της ασθένειας η οποία μπορεί με τον καιρό να εξελιχτεί σε χρόνια και βαριά (έως θανατηφόρα για τον εγκέφαλο).

Η γυναίκα μου είναι τηλετζάνκι. Όταν παίζει τις «Νοικοκυρές σε απόγνωση» μπορώ να πηδάω άφοβα την μπέιμπι-σίττερ στο διπλανό δωμάτιο.

Το μπουγαδοκόφινο δεν βλέπω πουθενά (από Marco De Sade, 25/03/09)Πάντα υπάρχουν και χειρότερα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάποιος αρρωσταίνει μυστηριωδώς όταν φυλακίζεται ή πρόκειται να φυλακιστεί...

- Τι έγινε τελικά με το Μητσάρα;
- Άσε! Έπαθε φυλακίτιδα και την γλύτωσε μέχρι νεοτέρας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρενέργειες από ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών οφειλόμενες είτε σε νοθευμένη ποσότητα, είτε σε ελλιπή μέτρα υγιεινής κατά τη χρήση. Περιλαμβάνονται: τρέμουλο, εφίδρωση, έμετοι, σπασμοί κ.α.

- Τί έχει ο χοντρός κι είναι έτσι;
- Άσε. Μάλλον ήτανε βρώμικο το σέο κι έπαθε ντέρτι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.

Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.

Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.

  1. - Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!

  2. - Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διακρίνεται σε 3 μορφές:

- Περιστασιακή (μόνο ό,τι ακούσουμε στο ραδιόφωνο)
- Κατινοειδής (όταν κουτσομπολεύουμε αυτά που ακούμε )
- Οξεία (όταν έχουμε τάσεις αυτοκτονίας)

Ουδέν σχόλιον...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία