Ντράβαλα με γκόμενες ή αλλιώς δουλειές με φούντες (από την αντίστροφη).Ο περί ου ο λόγος τζόβενος μοντελοπνίχτης και βάλε στην καθισιά του [άμα λάχει] να 'ουμ'4 είναι το αγενές αλλά ταυτόχρονα συμπαθές δίποδο που δημιουργεί ή/και εμπλέκεται σε δίπορτες, τρίπορτες, πολύπορτες φαρσοκωμωδίες ερωτοσεξουαλικού περιεχομένου που μόνο και να τον πάρουνε χαμπάρι πέφτει ξύλο μετά μουσικής και γέλιο και των γονέων - από τους πιο σκατόψυχους εκ του μακρόθεν παρατηρητές της ιστορίας του. Κι επειδή "σπίτι χωρίς κέρατο - δάσος δίχως έλατο" έχει γίνει πονοκέφαλος και στόχος πολλών αγανακτισμένων κερατάδων ο γκομενοδουλευταράς γιατί κάποια στιγμή το απόθεμα σε λεύτερες εξαντλείται και επεκτείνεται το δαιμόνιο των δραστηριοτήτων του και στις παντρεμένες. Αμανάτι του γκομενοδουλευταρά είναι ασθένειες και παιδιά πολλές φορές όταν δεν τηρούνται οι απαραίτητες προφυλάξεις. Πλέον και οι γυναίκες επιδίδονται στο σπορ με γκόμενους ή γκόμενες, όπως και οι άντρες, χωρίς επίφαση μπουρδέλου, στην απελευθερωμένη και καλά κοινωνία που ζούμε του 21ου.


- Κοίτα φίλε, τη Σούλα... Λέει έτσι;
- Από που τη βλέπεις ρε; Αυτή έχει πιο πολλούς κώλους στο προφίλ της παρά πρόσωπο! Να αυτός εδώ είναι τριχωτός!... Στάσου να δω... Α, είναι σπόιλερ, άκυρο.
- Να, κοίτα και τη Λούνα...
- Ποια Λούνα, τη Λούνα Παρκ; Έλα ρε μαλάκα, μη μου πεις ότι σ'αρέσει αυτή η χοντρή τώρα... Συγκεντρώσου! Σα καρουζέλ είναι με τόσες περιφέρειες... Όνομα και πράγμα!
- Ναι, αλλά κάνει ένα κρεβάτι, φίλε...
- Την έχεις πάρει; Νόμιζα ότι "φάτε μάτια ψάρια" ήταν η φάση... Τέλος πάντων, εγώ προτιμώ την άλλη τη μικρή...
- Καλή είναι αλλά άπειρη... Ενώ η παντρεμένη...
- Η χοντρή είναι παντρεμένη;
- Κι έχει και τρία παιδιά. Είναι άλλο πράγμα σου λέω.
- Κι ο άντρας της;
- Ναυτικός.
- Κατάλαβα, δεν υπάρχει στο χάρτη... Τουλάχιστον, είναι τα παιδιά δικά του;
- ...
- Δε φοβάσαι μη της σπείρεις κι εσύ κανένα;
- Πάψε μαλάκα, έρχεται το χαζό!
- Γεια! Αδελφούλη, θα με πας βόλτα με τη μηχανή;
- Όχι τώρα. Έχω δουλειά.
- Τι βλέπετε εκεί, να δω κι εγώ...
- Όχι, φύγε σου λέω, δεν είναι για σένα!...
- Α, κατάλαβα. Γκομενοδουλειές πάλι συζητάτε. Αυτή που έχεις εκεί φωτογραφία σε πήρε τηλέφωνο και σε ζητούσε. Λέει θέλει το "μαρουλάκι" της...
- Μαρουλάκι την έχεις ρε μπάμια;! Αχαχα...
- Όχι ρε, αλλά επειδή είμαι τρυφερούδι...Κι εσύ μικρό ΦΥΓΕ ΤΩΡΑ!
- Έλα γκομενοδουλευταρά, ρισπεκτ! Μην την κάνεις να βάλει τα κλάματα, κρίμα είναι... Κοίτα πως τρέχει στη μάνα σου.
- Δεν είναι μέσα. Έχει δικές της γκομενοδουλειές να κοιτάξει κι αυτή...
- Προσοχή γιατί κυκλοφορούν κι ασθένειες. Επικίνδυνο σπορ έχετε ξεκινήσει. Ξένη είναι;
- Μεξικανή.
- Μάνα μου!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κατάσταση όταν θέλεις να διαμαρτυρηθείς τόσο έντονα για κάτι που επιλέγεις να το κάνεις με τον πλέον θεαματικό αυτοκαταστροφικό τρόπο. Ο υπερθετικός βαθμός του «είναι για να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο».

Από τον μπασκετμπολίστα του Πανιωνίου που διαμαρτυρόμενος για σφύριγμα του διαιτητού χτύπησε το κεφάλι του με φόρα στη μπασκέτα, με αποτέλεσμα να μείνει μόνιμα παράλυτος.

- Άσε, ψηλέ, πέτυχα το Λίλιαν να φασώνεται με τον οννεδίτη ειδικευόμενο και έπαθα νταμπλά. Στιγμές Μπόμπαν Γιάνκοβιτς σε λέω...
- Άστα ρε φίλε, ζωή είναι, θα περάσει.

Εξώφυλλο της εποχής. (από Dr. Steve Brule, 23/11/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψυχιατρική αργκό.

Ορισμός από ΛΚΝ: «ρυθμίζω (-ομαι): κάνω κάτι να λειτουργεί ή να κινείται με έναν ορισμένο ρυθμό, κανονικό ή αναγκαίο, π.χ. ρυθμίζω τη μηχανή.

Είναι φορές που κάποιος χάνει το ρυθμό του, δεν μπορεί να συμβαδίσει με τους αναγκαίους χρόνους της κανονικότητας που όλοι οι άλλοι γύρω του αναγνωρίζουν σαν σωστούς. Είτε καθυστερεί ανεπίτρεπτα, όταν χάνεται και περιπλανιέται σε δικές του διαδρομές, είτε τρέχει ιλιγγιωδώς, όταν προλαβαίνει να ανακαλύψει πράγματα και σχέσεις, εκεί που όλοι οι άλλοι δεν βλέπουν απολύτως τίποτα.

Με άλλα λόγια, είναι φορές που οποιοσδήποτε μπορεί να τα παίξει, που δεν την παλεύει, που δεν μπορεί ή δεν θέλει να κουβαλήσει άλλο το φορτίο της καθημερινότητάς του σαν καλό παιδάκι, μαζί με τα άλλα παιδάκια.

Τότε, αν υπάρχουν στην εικόνα εκείνοι που νοιάζονται γι' αυτόν, θα τον πάνε για ρύθμιση. Θα τον πάνε κάπου που θα τον φροντίσουν, θα του παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες, θα του δώσουν τα κατάλληλα φάρμακα, ώστε να ξαναπάρει μπροστά, να συμβαδίσει πάλι με τους υπόλοιπους, να πάψει να δημιουργεί προβλήματα και να ξαναρχίσει να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, χωρίς απρόβλεπτες καθυστερήσεις ή επιταχύνσεις που δημιουργούν δυσλειτουργίες και όσο να ΄ναι δυσάρεστη ατμόσφαιρα στον ίδιο και τους γύρω του.

  1. - Πάλι τα' παιξε ο γείτονας. Κυλιότανε κάτω και φώναζε τη μάνα του την πεθαμένη να τόνε σώσει γιατί λέει έρχονται οι κακοί να τον πάρουν. - Μη μασάς, συνηθισμένο φαινόμενο. Θα' ρθει ο αδερφός του να τον πάει στην κλινική να τον ρυθμίσουνε και φτου κι απ΄ την αρχή.

  2. Οι κοινωνικοί λειτουργοί της οργάνωσης έψαξαν και βρήκαν όσα μπόρεσαν. Ότι έχει ψυχωσική συνδρομή. Ότι έχασε τον πατέρα της νωρίς. Μεγάλωσε με τη μητέρα της, επίσης με ψυχωσικό σύνδρομο, κι έναν αδελφό με χρόνιο πρόβλημα εξάρτησης. Δουλειά πουθενά. Βγήκε στο πεζοδρόμιο, στην πιο λούμπεν εκδοχή που μπορεί να φανταστεί κανείς. Γέννησε τρία παιδιά και τα άφησε σε ιδρύματα. Πέρσι, με τη βοήθεια μιας θείας της, του μόνου συγγενή χωρίς σοβαρά προβλήματα, μπήκε στο Δρομοκαΐτειο. Έμεινε ένα μήνα, βγήκε. Τον Σεπτέμβριο ξαναμπήκε για άλλους τέσσερις. «Ρυθμίστηκε», όπως λένε οι γιατροί. Άκουσε συμβουλές, πήρε φάρμακα, έλεγξε την ασθένεια. Όταν βγήκε, σταμάτησε τα φάρμακα και απορρυθμίστηκε. Γνώρισε στον δρόμο κάποιον και ζουν μαζί, με τα χρήματα που βγάζει αυτή από το πεζοδρόμιο, έγκυος γυναίκα. Του έχει εμπιστοσύνη, δεν της φέρεται άσχημα. Αλλά φτάνει; (από εφημερίδα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Ναυτικό): Έκφραση που απαντά στην ερώτηση «πώς σε παίζει [η τάδε Υπηρεσία];», προκειμένου ο ερωτών να σχηματίσει άποψη για το ποιόν της θητείας σου και δηλώνει την συχνότητα / αναλογία βαρδιών (δηλ. «ένδον» / μέσα στο στρατόπεδο) ανά έξοδο (δηλ. πούλος), η οποία μετριέται σε νούμερα που αντιστοιχούν σε ημέρες της εβδομάδας.

Όσο μεγαλύτερο το δεύτερο νούμερο, τόσο καλύτερη θεωρείται η θητεία κατά τεκμήριο (γιατί μπορεί και να παίζουν άλλα αθέατα ζόρια π.χ. λίγες βάρδιες αλλά στου διαόλου το ξεσταύρι, δυσανάλογα μεγάλη ευθύνη, μαύρη μονάδα, πολλές κλάρες / καμπάνες κλπ-κλπ ή να είναι τσατσοπαγίδα, π.χ. λίγες βάρδιες ,αλλά εσύ κάνεις τις χειρότερες, αφού όπως λέγεται «το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό», κυριλέ Υπηρεσία όπου οι άλλοι δεν είναι απ’ αυτούς που ξέρουν κάποιον αλλά απ’ αυτούς που τους ξέρουν, οπότε θα τα φας όλα μόνος σου, καθημερινή εξόδου μεν, αλλά είτε σ’ αφήνουν να φύγεις στις εφτά το βράδυ ή ως οδηγός του Αρχιπιστολέρο μεν, αλλά τραβιέσαι κάθε μέρα από το σπίτι σου στις 3:00 το πρωί για να παραλάβεις το όχημα στην κοντινότερη Υπηρεσία στις 4:00, για να είσαι στο σπίτι του Ναυαρχούκου στις 5:00 και να φτάσεις Σαλαμύκονο στις 7:00 και πάλι πίσω το ίδιο όταν τελειώσεις, τον συνοδεύεις στις δεξιώσεις ή στα γκομενικά του, σε στέλνει για ψώνια και δωράκια για την κυρία ή/και το αίσθημα, κάθεσαι μέχρι αργά το βράδυ να τελειώσει με τα επιτελεία του κλπ-κλπ, οπότε δώρον άδωρον) η Υπηρεσία που βρίσκεται ο ναύτης, λόγω περισσοτέρων εξόδων.

Έτσι, π.χ. Με παίζει τρεις/μία = τρεις ημέρες μέσα / μία έξω, ενώ, μία/τρεις σημαίνει το αντίστροφο.

Βασικά οι κληρωτοί ναύτες (καθώς και όλοι οι στρατιώτες), παρουσιάζουν μια σταθερή ροπή να θέλουν να είναι όσο το δυνατόν έξω απ’ το στρατόπεδο. Σ’ αυτό ταυτίζονται με τους βαθμοφόρους, με την διαφορά ότι των τελευταίων είναι η δουλειά τους.

Γι’ αυτό, πάντοτε συμπληρώνεται η έκφραση από διευκρίνιση ως προς το (ιερό) Σαββατοκύριακο (Σού-Κού), π.χ. λες δύο/μια και Σου/Κου οφφ (δηλ. ελεύθερος) ή δύο/μια σκέτο, που σημαίνει ότι το Σαββατοκύριακό σου θα τεμαχιστεί αναλόγως στο πώς θα κάτσουν οι μέρες (γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό πότε θα οριστεί η πρώτη σου βάρδια και εννοείται ότι το οπλονομόπαιδο θα εξασφαλίσει στον εαυτό του και στους κολλητούς του τις βάρδιες που έχουν το Σου-Κου οφφ και θα αλλάξει το βαρδιολόγιο, όταν έρθει η σειρά σου). Ο βαθμοφόρος οπλονόμος, θα περιοριστεί να πει «μην τσακώνεστε» ή «βρείτε τα μόνοι σας παιδιά»...

Ειδικότερη ορολογία υφίσταται για την συνηθέστερη αναλογία του ναυτικού (είτε σε υπηρεσία ξηράς είτε όταν το πλοίο είναι «εν όρμω») μία/μία, η οποία διευκρινίζεται ως:
α) Με παίζει μια/μια σκέτη (δηλ. π.χ. Δευτέρα μέσα, Τρίτη έξω, Τετάρτη μέσα, Πέμπτη έξω, Παρασκευή μέσα και Σου-Κου όφφ).
β) Με παίζει μια/μια καραβίσια (δηλ. π.χ. Δευτέρα μέσα, Τρίτη έξω, Τετάρτη μέσα, Πέμπτη έξω, Παρασκευή μέσα, Σάββατο έξω και Κυριακή πάλι μέσα – και δε σε χάλασε καθόλου.

Η μία/μία είναι μαλακία (και ιδιαίτερα η καραβίσια που σου γαμεί το Σαββατοκύριακο – και την διάθεση), γιατί ουσιαστικά έχεις μισή μέρα ελεύθερη (μετά τις 15:00) για κάθε δύο μέσα, χώρια που πηγαινοέρχεσαι συνέχεια στη μονάδα και ταλαιπωρείσαι (κάνεις ωτοστόπ ή παίρνεις 3-4 μέσα συγκοινωνίας ή πληρώνεις βενζίνες, διόδια, ταξί κλπ).

Έτσι, υπάρχουν και ναύτες που είτε δεν έχουν πού να πάνε (είναι από άλλο μέρος) είτε βαριούνται το πήγαιν-έλα και προτιμούν να μένουν μέσα στην έξοδό τους.


Σημείωση: Το σύστημα βαρδιών / εξόδων-αδειών του Ναυτικού, γίνεται ελάχιστα κατανοητό ή αποδεκτό από όσους υπηρετούν σε άλλα Όπλα, θεωρώντας το «βυσματικό» λόγω των λιγότερα σκληρών συνθηκών (ευγενέστεροι βαθμοφόροι και συστρατιώτες, λιγότερες ασκήσεις και φυλακές, καθόλου σκηνάκια, χαλαρότερη πειθαρχία, καλύτερες συνθήκες και μεταθέσεις, πιο φλου εμφάνιση κλπ) και περισσότερων εξόδων και αδειών (π.χ. στον Στρατό Ξηράς μπορεί να κάνεις και 30-60 μέρες χωρίς καν έξοδο, πόσο μάλλον διανυκτέρευση και «όφφ»).

Βέβαια, αυτό δεν είναι απόλυτο, διότι υφίστανται και υπηρεσίες των άλλων Όπλων βυσματικές (π.χ. υπηρεσίες Υλικού Πολέμου για τραγουδιάρηδες και κλωτσομπάληδες, κουφές ειδικότητες –π.χ. «σιτιστής ωδικών πτηνών» ή «χειριστής φωτοαντιγραφικού» στην Αεροπορία, δουλειές γραφείου κλπ), ενώ και στο Ναυτικό μπορεί να βρεθείς π.χ. σε μεικτή υπηρεσία (και να’ χεις από πάνω σου καναν καραβανά τέθωρα και να στενάξεις) ή σε ΝΑΤΟϊκή βάση (και να κάνεις στην ουσία θητεία αμερικάνων πεζοναυτών υπό τις έμμεσες διαταγές τους) ή σε υπηρεσία που έχει πάρε-δώσε με τα ΟΥΚ (και να κάνεις την καρπαζά προσφάι) ή οδηγός ασθενοφόρου (και να μαζεύεις διαμελισμένα πτώματα από ατυχήματα) κλπ-κλπ. [Όλα αυτά έχουν γίνει].

Κάπου λοιπόν έχουν δίκιο και κάπου έχουν άδικο. Ωστόσο, υπάρχουν ιστορικές και δομικές διαφορές του Ναυτικού και των άλλων Όπλων:

i. Το Ναυτικό έγινε «βυσματικό» μόλις πρόσφατα (πριν καμιά δεκαριά χρόνια), όταν καταργήθηκε η θητεία σε πολεμικά πλοία και εξισώθηκε ο χρόνος της με τα άλλα Όπλα (παλιότερα ήταν 4-6 μήνες μεγαλύτερη από την ελάχιστη διάρκεια, δηλαδή 21-24 μήνες, κάποτε έφτασε και τους 38 !) και τούτο διότι η ναυσιπλοΐα και τα οπλικά συστήματα έχουν πλέον ηλεκτρονικές λειτουργίες και ο μοντέρνος πόλεμος γίνεται περισσότερο από ειδικευμένους χειριστές (επαγγελματίες με γνώσεις ναυτοσύνης και απαραίτητα Η/Υ) παρά από ναφτόπουλα, που ψευτο-εκπαιδεύονται 2-3 μήνες και που ούτε η δουλειά τους είναι αυτή, ούτε και θέλουν να την κάνουν. Δηλαδή είναι cost ineffective να κρατάς ειδικά ναύτες κληρωτούς, παρά μόνο για αγγαρείες συντήρησης / καθαρισμού κι ο μόνος λόγος που συνεχίζουν να υπάρχουν, είναι ότι «δεν υπάρχουν χρήματα» για να δοθούν οι δουλειές αυτές έξω (περί ων κατωτέρω).

ii. Μέχρι τότε όμως, η θητεία σε πολεμικό καράβι από πολλές απόψεις ήταν εξ ίσου άσχημη (αν όχι χειρότερη) με τις ειδικές δυνάμεις (συνέχεια γυμνάσια και ασκήσεις, μακριά ταξίδια διάρκειας μέχρι και 6 μηνών το καθένα – πόρτο μια φορά το μήνα και σε άθλια μέρη που δεν τολμούσες καν να βγεις για βόλτα, κακοκαιρίες, ατελείωτες εργασίες, δεδομένου ότι το πλοίο θέλει συνέχεια συντήρηση, συχνά ασθένειες και ατυχήματα, μηχανικοί θόρυβοι παντού, στενάχωρα ενδιαιτήματα – ξεσπούσαν καβγάδες με ακροσωλήνια για το παραμικρό, άθλιο φαγητό, σπάνη πόσιμου νερού, απουσία υγιεινής – κατσαρίδες και αρουραίοι παντού και καθαριότητας – μέσα στη μουτζούρα και στα λάδια, καμπάνες βροχή, πειθαρχία άτεγκτη κλπ-κλπ) και όλα αυτά σε καιρό ειρήνης (και δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε ακόμα παλιότερες εποχές όπου οι ναύτες έπιναν τα ούρα τους ελλείψει νερού, γαμούσαν ο ένας τον άλλο σε βαρέλια – βλ. ιταλ. αργκό uomo di botte, ναυαγούσαν και καννιβάλιζαν, μπεκρούλιαζαν ολημερίς, μαχαιρώνονταν και τους μαστίγωναν για ψύλλου πήδημα – βλ. αγγλ. έκφραση rum sodomy and the lash, τους κρεμούσαν απ’ τα κατάρτια, τους λείπαν μέλη από ατυχήματα, καβγάδες και ρεσάλτα και ψοφολογούσαν απ’ τις αρρώστιες). Σε καιρό πολέμου το πλοίο είναι το πιο εκτεθειμένο όπλο: βάλλεται από τον καιρό, από ξηρά, από αέρα, από επιφάνεια και από βυθό θάλασσας και δεν έχεις από πουθενά διαφυγή, δηλαδή είναι το σπίτι και ο τάφος του ναύτη (!)

iii. Έτσι, η ειρωνική έκφραση των άλλων Όπλων ότι δήθεν «Η Αεροπορία βομβαρδίζει, ο Στρατός καταλαμβάνει τα εδάφη και το Ναυτικό οργανώνει την επινίκια δεξίωση» [πράγμα που αναφέρει εμμέσως και ο Jack Nicholson ως σκληροτράχηλος πεζοναύτης Colonel Jessup στην ταινία A Few Good Men με απαξίωση προς το νεαρό αξιωματικό του Ναυτικού Tom Cruise «No, I like all you Navy boys. Every time we 've gotta go someplace to fight, you fellas always give us a ride...», προφανώς αναφερόμενος στα αποβατικά ή αρματαγωγά ως «ταξί» που μεταφέρουν αμφίβιες δυνάμεις], είναι εντελώς λάθος. Σ’ έναν πόλεμο (γιατί η θητεία για τέτοιο πράγμα προετοιμάζει), ο καθένας έχει τον ρόλο του (και το ζόρι του), oπότε ας μην παραπονιούνται οι φαντάροι κι οι σμηνίτες. Worse things happen at sea…

iv. Η πειθαρχία (και η εμπιστοσύνη) στον Κυβερνήτη και τον Ύπαρχο ήταν και είναι δεδομένη (βέβαια, για μικροπαραπτώματα, οι καμπάνες πέφτουν αβέρτα από το μαντρόσκυλο, τον οπλονόμο). Δεν χρειάζεται επίδειξη δύναμης κάθε τόσο, γιατί έχουν μια πραγματική δουλειά στα χέρια τους οι άνθρωποι. Οι δε υποβρυχιάδες δεν φορούν καν στολάρες, οχτάρες και ταρατατζούμ, παρά μόνο φόρμα ντόκ. Αν παραιτηθούν ή αποταχθούν, ξέρουν τι να κάνουν. Αυτό δεν συμβαίνει με τους αξιωματικούς των άλλων Όπλων (με εξαίρεση τους μηχανικούς και τους ιπτάμενους πιλότους). Είναι ναυτικοί και είναι οι μόνοι που ξέρουν πού, πώς και γιατί θα σε πάνε όπου σε πάνε και η σωτηρία σου είναι αποκλειστικά στα χέρια τους, δεδομένου ότι ούτε γνώσεις ναυσιπλοΐας έχεις ούτε και έχεις διαφυγή από πουθενά. Η μόνη εξαίρεση είναι όταν οι συνθήκες γίνουν αφόρητες (π.χ. κούραση + παράσιτα + κυρίως χάλια φαγητό = στάση) και γι’ αυτό το λόγο το Βασιλικό Βρεταννικό Ναυτικό έχει ένα μότο ότι «The Royal Navy Sails on its Stomach» (!)

v. Κάθε πολεμικό πλοίο είναι μια Μονάδα, στην οποίαν ο Κυβερνήτης απολαμβάνει μιαν ιδιαίτερα ευρεία αυτονομία (εν πλω). Είναι έξω στην θάλασσα, στ’ ανοιχτά και φιλτράρει τις κεντρικές διαταγές, κατά το δοκούν.

vi. Είναι παραδοσιακά το «δημοκρατικότερο» Όπλο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων (βλ. Α/Τ Βέλος κλπ), οι δε σκληρές συνθήκες διαβίωσης στο στενάχωρο πλοίο σφυρηλατούν ιδιαίτερα στενούς δεσμούς (innuendo unintended) μεταξύ του προσωπικού αλλά και καθενός με το πλοίο «του».

vii. Οι μάχιμοι αξιωματικοί κατάγονται συνήθως από αστικές οικογένειες με ναυτική παράδοση και εκπαιδεύονται στην Σχολή τους με ένα ιδιότυπο αριστοκρατικό σύστημα (εγγλέζικης προέλευσης), το οποίο τους απωθεί να ασχοληθούν με το αν ο τάδε ή δείνα ναύτης φοράει σωστά τη μπελαμάνα του ή αν καπνίζει εν ώρα υπηρεσίας. Το θεωρούν μπανάλ, όπως και τους κατώτερους αξιωματικούς (καραβόσκυλα – συνήθως Πειραιώτες ή Μπακαούκες), οπότε δεν σκαλώνουν σε μαλακίες.

viii. Τα πιλάφια κατάγονται κατά συντριπτική πλειοψηφία από ή διαμένουν στην Αττική, διότι η έδρα του Ναυτικού είναι (κατά 80 % των υπηρεσιών) στην Αττική, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό (από τη μία δεν έχεις τις μαλακίες της Επαρχίας, από την άλλη σχεδόν όλες οι μεταθέσεις είναι σε ακτίνα το πολύ 20 χλμ από το σπίτι τους και γνωρίζονται όλοι – κλίκα, κουτσομπολιά, ξενοπηδήματα ο ένας τη γυναίκα τ’ αλλουνού, διαφθορά, ρεμούλες, συγκαλύψεις κλπ). Η λεγόμενη «Μεγάλη Ναυτική Οικογένεια» έχει και σκατένιες πτυχές (σκατόπτυχη)...

ix. Οι ναύτες κατά συντριπτική πλειοψηφία, κατάγονται / επιλέγονται (;) από την Αθήνα (30 % τοπικά λόγω πληθυσμού και 10 % κοινωνικά λόγω βύσματος) και τον Πειραιά (40 % συνήθως λόγω ειδικοτήτων) και ό,τι περισσεύει (20 %) από τα μεγάλα λιμάνια της Ελλάδας (π.χ. Πάτρα και Θεσσαλονίκη, που έχουν δικές τους διοικήσεις και διάφορα νησιά π.χ. Κρήτη που έχει ναύσταθμο και βάση, Χίος, Κέρκυρα κ.α.) κι έτσι δεν συναντά κανείς ούτε σοβαρά προβλήματα μεταθέσεων, ούτε σημαντικές πληθυσμιακές αναμοχλεύσεις, ούτε και μεγάλες αποκλίσεις στην συμπεριφορά του προσωπικού.

x. Ο ναύτης δεν είναι στρατιώτης, είναι εργάτης (εξ ου και η στολή αγγαρείας του, που είναι σαν αυτή που φορούν στα συνεργεία). Συνεπώς, πιο πολύ επαφή έχει με στουπιά και μηχανές, παρά με κουμπούρια. Η ίδια η φύση της ναυτικής εργασίας παρουσιάζει σοβαρές διαφορές με την κοινή εργασία στην ξηρά ακόμα και στο ιδιωτικό δίκαιο.

xi. Το καράβι γεννάει δουλειές αφ’ εαυτού ως ζων οργανισμός κι έτσι δεν είναι ανάγκη ντε και σώνει να σε χώσουν να κάνεις κάτι που δεν χρειάζεται, μόνο και μόνο για να πήξεις. Αυτό το καταλαβαίνεις και μόνος σου ότι είναι δουλειά που πρέπει να γίνει (πρώτα-πρώτα μένεις εκεί μέσα και ανησυχείς για την ασφάλειά σου).

Αντιθέτως, στα άλλα Όπλα, η βασική αρχή είναι να βάζουν οι βαθμοφόροι τον στρατιώτη να τρέχει έστω και χωρίς λόγο, προκειμένου να μην χαλαρώνει το ηθικό και η ετοιμότητά του, διαφορετικά καταλήγει σε νοοτροπία χαρακωμάτων του ΒΒ Ι (και τι θέλουμε εμείς εδώ σ’ έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και δώστου ψιλοκουβεντούλες και γκρίνιες για το φαγητό και τους αρουραίους και άντε ποίηση και αναπολήσεις και όταν με το καλό τελειώσει η μάχη του Ύπρ, θα παντρευτώ την Γκγουέντολιν στο Τραλή και τι έχουν να χωρίσουνε Τόμμυ και Μπόςς εργάτες κλπ-κλπ), η οποία [για πόλεμο], δεν ενδείκνυται.

Είναι λογικό λοιπόν να διαφέρει τόσο σε νοοτροπία όσο και σε ποιότητα θητείας από τα άλλα Όπλα.

Όμως, πολλά προνόμια ή παραδόσεις του Ναυτικού (π.χ. δικαιολογείται να μην ξυρίζεσαι λόγω έλλειψης νερού ή να αφήνεις μακριά μαλλιά για να σε βουτήξουν από ’κεί αν πέσεις στη θάλασσα ή να είναι σε μαύρο χάλι η στολή σου λόγω συνεχών αγγαρειών σε μηχανήματα, ειδική περίθαλψη «Οίκος Ναύτου» ή «Κατ’ Οίκον Νοσηλεία»«οίκο νοσηλείας» όπως τον λένε, που δεν γράφεται στο αδειολόγιο λόγω συχνών ασθενειών-ατυχημάτων, κούτες με γάλα κονσέρβα εβαπορέ για να μην πάθουν τα κόκαλα από την θάλασσα και την λαμαρίνα, άγραφες άδειες άκοπα «από τον Κυβερνήτη» χωρίς έλεγχο στα φυλάκια, χαλαρά πειθαρχικά μέτρα, βελτιωμένο -πλέον- φαγητό κλπ-κλπ), που προέρχονται (έχοντας κερδηθεί) από την σκληρή θητεία στα πλοία, πλέον έχουν κατοχυρωθεί και στις υπηρεσίες ξηράς, μάλλον αδικαιολόγητα, αρχής γενομένης βέβαια από τα ίδια τα πιλάφια του ντόκου, που βυσματώνονται για να φύγουν απ’ τα πλοία για να κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα στα γραφεία και μετά επιδιώκουν να λάβουν επιδόματα, αποζημιώσεις και άδειες των πλευσίμων και τσακώνονται ποιος θα πρωτοπάρει τις καλύτερες ημέρες άδειας και τις περισσότερες κούτες γάλα (που δικαιούνται οι πλεύσιμοι και λύσσαξαν να εξισωθούν και οι άστολοι), για να τα πουλήσουν μετά έξω...

Σήμερα, το Ναυτικό είναι μια μετέωρη κατάσταση. Ενώ στην πραγματικότητα ο κύριος ρόλος του είναι στα πολεμικά πλοία, από τη μία δεν χρειάζεται κληρωτούς ναύτες για καράβια, από την άλλη (λέει ότι) δεν έχει λεφτά για ιδιωτικές υπηρεσίες καθαρισμού, συντήρησης, φύλαξης, σίτισης κλπ. Είναι καθαρά θέμα πολιτικού προγραμματισμού. Κάθε τόσο εξαγγέλλεται ότι θα καταργηθεί η θητεία στο Ναυτικό (και στην Αεροπορία), λόγω της ολοένα και περισσότερο τεχνικής φύσης των Όπλων αυτών και κάθε τόσο παίρνει και από μια «τελευταία» ΕΣΣΟ, άλλοτε μεγάλη άλλοτε μικρή.

Αποτέλεσμα: Η «τελευταία» μικρή ΕΣΣΟ ξεκωλιάζεται στις αγγαρείες, διότι δεν στέλνουν καινούρια ενώ (τελικά αποδεικνύεται ότι) χρειάζεται (π.χ. απρόβλεπτες ανάγκες, δεν πέρασαν εξετάσεις ή δεν προσήλθαν ή παραιτήθηκαν αρκετοί επαγγελματίες ή δεν υπάρχουν λεφτά για πρόσληψη άλλων ή η επόμενη προκήρυξη είναι σ’ ένα χρόνο κλπ) και μετά όταν αυτό γίνει αντιληπτό, στέλνουν σωρηδόν 2-3 μεγάλες ΕΣΣΟ (από 1.000 άτομα η καθεμία), να ξεμπουκώσει το σύστημα και μετά δεν φτάνουν τα ενδιαιτήματα (ή και η σίτιση και ο ιματισμός) για όλους, πληρώνει το Κράτος ένα σκασμό λεφτά για την συντήρησή τους (ίσως και παραπάνω απ’ όσα «δεν είχε» για να προσλάβει επαγγελματίες), δεν ξέρει τι να τους κάνει και πού να τους βάλει και δίνει αβέρτα άδειες και εξόδους...

Έτσι, με την κατάργηση της θητείας σε πολεμικά πλοία και την εξίσωση του χρόνου διαρκείας της με τα άλλα Όπλα, ο ναύτης πλέον απολαμβάνει μόνο τα προνόμια και όχι τα ζόρια του ναυτικού, στη σαπίλα του ντόκου (μαζί με χοντροκώληδες κι αργόμισθους πιλάφες) και για ούτε μέρα παραπάνω απ’ όσο τραβιούνται τα φαντάρια στα άλλα Όπλα που έχουν πραγματική χρεία εργατικών χεριών, με καμπάνες, καψόνια, ασκήσεις και μαλακίες (και χωρίς αυτές) και πολλές φορές υπεράριθμος ως προς τις πραγματικές ανάγκες του Ναυτικού (που τον ταΐζει και τον ποτίζει χωρίς να τον χρειάζεται και χωρίς να κάνει και πολλά-πολλά και τον πληρώνει ο μαλάκας ο φορολογούμενος), οπότε παίρνει συχνές και μεγάλες άδειες και εξόδους.

Είναι λογικό λοιπόν, το Ναυτικό να τραβάει τα πιο εξέχοντα μέλη της κοινωνίας...

- Εσένα πού σε στείλανε;
- ΝΑΣΣΚΥ (Ναυτικός Σταθμός Σκύρου) σε φυλάκιο μόνος μου.
- Ε, ρε φίλο πακέτο...
- Εσένα;
- Σαλαμύκονο ΔΚ (Διεύθυνση Καυσίμων)
- Πώς σε παίζει;
- 1/1 καραβίσια, γάματα! Εσένα;
- 15 μέσα/15 όφφ, πώς σου φάνηκε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευφημισμός που χρησιμοποιούν Καθολικοί για να αιτιολογήσουν περιστασιακούς «ανεξήγητους» θανάτους στα σκληροπυρηνικά μοναστήρια τους.

Τα θύματα της μοναστηριακής αλλεργίας είναι άτομα τα οποία είτε πάσχουν από κάποιο θανατηφόρο αφροδίσιο νόσημα, είτε είναι χρήστες ναρκωτικών και καταφεύγουν στο μοναστήρι για να αποφύγουν την κατακραυγή της θρησκόληπτης Καθολικής κοινωνίας. Όταν τελικά αποβιώσουν, τα αίτια θανάτου προσδιορίζονται ως μοναστηριακή αλλεργία, καθώς είναι αδύνατον τέτοιες αμαρτωλές και κολάσιμες συμπεριφορές να συνδέονται με το όνομα του Κυρίου.

- Fabio, θυμάσαι την Laura;
- Φυσικά Giuseppe. Είχαμε επιδοθεί με πάθος και πολλές φορές στην αμαρτωλή πράξη, πριν φύγει για να μονάσει στην Santa Croce.
- Λυπάμαι που στο λέω φίλε, άλλα έμαθα ότι πέθανε από μοναστηριακή αλλεργία, οπότε, για καλό και για κακό, πήγαινε να κάνεις εξετάσεις για αφροδίσια.
- Oh, merda!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ενεστώτας του «έφαγα φρίκη».

Η έκφραση «Έφαγα φρίκη», όπως και σχεδόν όλα τα τρώω (πακέτο, φλας κλπ) έχει τις ρίζες της στη χρήση ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα στα βρώσιμα ναρκωτικά - χάπια. Προκύπτει από το γεγονός ότι πολλά χάπια τύπου έκσταση δεν έχουν πάντα τις ίδιες παρενέργειες στον οργανισμό και ειδικότερα στον εγκέφαλο και στα συναισθήματα. Έτσι όταν κάποιος χρήστης «τρώει« ένα χάπι που στη συνέχεια του δημιούργησε δυσάρεστα συναισθήματα, τρόμο, ταραχή, δυσάρεστες παραισθήσεις κ.λ.π., έλεγε χαρακτηριστικά ότι »έφαγε φρίκη«.

Αντίστοιχης λογικής είναι και το »έφαγα φλας« που αναφέρεται στην αναλαμπή το »έφαγα πακέτο« που περιέχει όλο το πακέτο (φρίκη, φλας) κ.λ.π.

Σταδιακά η έκφραση έφυγε από τον κύκλο των χρηστών και υιοθετήθηκε από τους νέους για να αποδώσει καταστάσεις κατά τις οποίες τα πράγματα πήραν δυσάρεστη τροπή, η για να δείξουν ότι συνειδητοποιήθηκε κάτι απότομα.

  1. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που άκουσα από χρήστη πολύ πριν γίνει της μόδας η έκφραση είναι το εξής:

- Είχα κάνει ένα τατού και είχα πιει πρέζα. Έφαγα φρίκη ότι σάπιζε το χέρι μου και έξυνα το τατου συνέχεια, με αποτέλεσμα να το καταστρέψω.

  1. Χτες εκεί που οδηγούσα πετάχτηκε μια γάτα. Έφαγα τρελή φρίκη.

  2. Τι φρίκη έφαγες ξαφνικά και άρχισες να μαλώνεις με τον Γιάννη;

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση-κατάρα που 'λεγαν οι παπούδες μας. Υπονοεί ότι αυτός που την εξακοντίζει επιθυμεί τον θάνατο και μαζί ασθένεια που προκαλεί την τριχόπτωση του υποκειμένου.

Παραλλαγή του μόρα και κασίδα που χρησιμοποιείται ως ανταπάντηση στο «μωρή» και στο «μωρέ». Το νέκρα και κασίδα αντίστοιχα σε «ναι» που σπάει τα νεύρα, ακόμη καλύτερα και σε επαναλαμβανόμενα «ναι» που σπαν' τα νεύρα.

Στη βουλή ψηφίζεται το ειδικό τέλος στα ακίνητα.
Η τηλεόραση μεταδίδει απ' ευθείας:

- Τσουρνόπουλος.
- Ναι.
- Λαμογιόπουλος.
- Ναι.
- Κλεφτοκοτόπουλος.
- Ναι.

Και η γιαγιά μου απ' τον καναπέ:
- Νέκρα και κασίδα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξενέρωτη καὶ γελοία αμερικλανιά, συνιστῶσα παρ' ἡμῖν ἰατρονοσηλευτικὸ slang.

Σημαίνει ὅτι κάποιος ἀσθενὴς ἀτυχεῖ βαρέως καὶ πρέπει νὰ σπεύσῃ ἐπὶ τόπου ἡ ἤδη προκαθωρισμένη ἰατρονοσηλευτικὴ ὁμάδα CPR, δλδ Καρδιο-αναπνευστικῆς ἀνανήψεως. Ὅλα παγώνουν ἐκείνη τὴν ὥρα. Παγώνουν καὶ ὅσοι γνωρίζουν τί σημαίνει ἡ ἐκφώνησι ἀπὸ τὰ μεγάφωνα «Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α» (μὲ ἐπανάληψι).

Ἀποτελεῖ κατὰ λέξιν μετάφρασι τῆς ἐκφράσεως «Code blue», δῆθεν γιὰ νὰ μὴν καταλαβαίνουν καὶ ἀνησυχοῦν οἱ «ἄσχετοι» (lay persons). Ἀρκετά παλαιότερα θυμᾶμαι ὅτι στὴν Ἀμερική λεγόταν «Code red», τὸ ἄλλαξαν ὅμως, προφανῶς για ξεκάρφωμα, ἴσως καὶ γιὰ νὰ μή μπερδεύονται μὲ τὴν ἔκφρασι «Red tape», ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐκεῖ γραφειοκρατικὴ καθυστέρησι.

Σὲ περίπτωσι ποὺ ὁ κωδικὸς μπλὲ ἀποδειχθῇ πούτσες μπλέ, ὑπάρχει σαφὴς διοικητικὴ ἀπαγόρευσι γιὰ ἐρωτήσεις ποὺ θὰ φέρουν σὲ δύσκολη θέσι αὐτὸν ποὺ τὸν «χτύπησε» (= σήμανε). Παρὰ ταῦτα οἱ καλοὶ συνάδελφοι τοῦ ρίχνουν τὸ σχετικὸ «κωλοδάχτυλο», μὲ ὅλη τους τὴ συμπάθεια κι εγώ σ' αγαπώ.

Ἀπὸ τὰ μεγάγωνα τοῦ νοσοκομείου:
«Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α. Ἐπαναλαμβάνω: Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι μια μέθοδος (και καλά) καθησυχασμού ενός ατόμου το οποίο (και καλά ασθενεί) αλλα στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα το ανησυχητικό ούτε το αξιοσυζήτητο. Συνήθως το ατομάκι αυτό έχει τίποτα εξανθήματα απο μια αλλεργία, μια μικροπληγή και γενικά κάτι ασήμαντο, παρ' όλα αυτά μας το αναφέρει. Τότε εμείς οι επίδοξοι καθησυχαστές επεμβαίνουμε και λέμε με έκπληξη για ένα τάχα γνωστό μας, φίλο-φίλη, που είχε πάθει κάτι παρόμοιο και πέθανε.

- Πω πω, έχω βγάλει μια παρανυχίδα άστα να πάνε.
- Για να την δω. Αμάν, και μια φίλη μου είχε μια τέτοια και πέθανε.
- Φάε την γλώσσα σου ρε!
- Σιγά ρε χαζούλα, πως κάνεις τουλάχιστον ξέρεις από τι θα πας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε για τον υπερβολικά τσιγκούνη άνθρωπο, τον σφιχτοχέρη, με τις τσέπες τίγκα στα καβούρια.

- Ρε συ, πώς θα τη βγάλω το ΣΚ; Ξέμεινα πάλι από φράγκα και το μωρό περιμένει έξοδο...
- Γιατί δε ζητάς κανά δανεικό απ' το Μανώλη, χτες πληρώθηκε... του τα δίνεις μες τη βδομάδα...
- Πλάκα κάνεις μεγάλε, απ' το σπαγγόραμα;;; Αυτός πυρετό να 'χει, δεν σου δίνει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία