Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

  1. Το στερημένο την αίσθηση της ακοής.
  2. Το ζώο ποντίκι για να μην αναφέρεται με το όνομά του από προληπτικούς.
  3. Το παράδοξο, το ευφυολόγημα, το παλαβό - βλέπε και κουφαίνω.
  1. Όσο και να φωνάζεις δεν θα σε ακούσει γιατί είναι κουφό.

  2. Μόνο αν ρίξουμε δηλητήριο και βάλουμε φάκες θα σωθούμε απ' τα κουφά που γέμισαν το υπόγειο.

  3. - Σε ένα συνέδριο κουβεντιάζουν στο διάλειμμα τέσσερις γιατροί: τρεις πλαστικοί και ένας νάιλον! - Καλά ρε φίλε πιο κουφό ανέκδοτο δεν είχες να μας πεις;

Σχετικό: you koufed us!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξενέρωτη καὶ γελοία αμερικλανιά, συνιστῶσα παρ' ἡμῖν ἰατρονοσηλευτικὸ slang.

Σημαίνει ὅτι κάποιος ἀσθενὴς ἀτυχεῖ βαρέως καὶ πρέπει νὰ σπεύσῃ ἐπὶ τόπου ἡ ἤδη προκαθωρισμένη ἰατρονοσηλευτικὴ ὁμάδα CPR, δλδ Καρδιο-αναπνευστικῆς ἀνανήψεως. Ὅλα παγώνουν ἐκείνη τὴν ὥρα. Παγώνουν καὶ ὅσοι γνωρίζουν τί σημαίνει ἡ ἐκφώνησι ἀπὸ τὰ μεγάφωνα «Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α» (μὲ ἐπανάληψι).

Ἀποτελεῖ κατὰ λέξιν μετάφρασι τῆς ἐκφράσεως «Code blue», δῆθεν γιὰ νὰ μὴν καταλαβαίνουν καὶ ἀνησυχοῦν οἱ «ἄσχετοι» (lay persons). Ἀρκετά παλαιότερα θυμᾶμαι ὅτι στὴν Ἀμερική λεγόταν «Code red», τὸ ἄλλαξαν ὅμως, προφανῶς για ξεκάρφωμα, ἴσως καὶ γιὰ νὰ μή μπερδεύονται μὲ τὴν ἔκφρασι «Red tape», ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐκεῖ γραφειοκρατικὴ καθυστέρησι.

Σὲ περίπτωσι ποὺ ὁ κωδικὸς μπλὲ ἀποδειχθῇ πούτσες μπλέ, ὑπάρχει σαφὴς διοικητικὴ ἀπαγόρευσι γιὰ ἐρωτήσεις ποὺ θὰ φέρουν σὲ δύσκολη θέσι αὐτὸν ποὺ τὸν «χτύπησε» (= σήμανε). Παρὰ ταῦτα οἱ καλοὶ συνάδελφοι τοῦ ρίχνουν τὸ σχετικὸ «κωλοδάχτυλο», μὲ ὅλη τους τὴ συμπάθεια κι εγώ σ' αγαπώ.

Ἀπὸ τὰ μεγάγωνα τοῦ νοσοκομείου:
«Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α. Ἐπαναλαμβάνω: Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διάρροια.

Μην κάθεσαι στο πάτωμα, θα σε πιάσει κωλοπετούρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μορφή κατάθλιψης των ναυτικών, κατά την οποία ο πάσχων αρνείται να βγει στο λιμάνι, παρόλο που έρχεται από μεγάλο ταξίδι, μακροχρόνια ράδα κλπ., αλλά προτιμά να παραμείνει μέσα στο βαπόρι. Ελαφρότερη μορφή ήταν να βγαίνεις μόνο για τηλέφωνο (τότε που δεν είχαν δορυφορικά στα βαπόρια) και μετά πάλι μέσα σαν κυνηγημένος.

Εμφανίζεται μετα από παραμονή στο πλοίο πάνω από 6μηνο, μετά από μεγάλα ταξίδια (30-40 μέρες) και δεν έχει να κάνει με οικονομικούς λόγους γιατί οι μη πάσχοντες μπορούν απλώς να βγουν και να περιφέρονται χωρίς να ξοδεύουν, έτσι για να «ξεσκάσουν», ενώ οι πάχοντες δεν κατεβαίνουν τη σκάλα αλλά κοιτούν τη στεριά από τα ρέλια.

Αυτοδιάγνωση: Το πρώτο σύμπτωμα είναι αίσθηση έστω και ελαφρού άγχους, στην προοπτική της εξόδου (κάτι σαν να κάνεις κοπάνα, σαν πρώτο ραντεβού).
Πρακτική θεραπεία: Έξοδος έστω και με το ζόρι και με κέρασμα, για βόλτα, για βοήθεια στα ψώνια, για ψώνια, για οτιδήποτε. Αν ο πάσχων πεισθεί να ψωνίσει (shopping therapy), να πάει για ποτό (drinking-boozing therapy) ακόμα καλύτερα άμα γαμήσει κιόλας (fucking therapy) έγινε καλά και το διαπιστώνει κι ο ίδιος στην επιστροφή στο βαπόρι.

Παρόμοιο φαινόμενο συντάται στην αποφυλάκιση.

Οι γνωρίζοντες ψυχολογία ας συμπληρώσουν επί το ορθότερον.

  1. - Καπτα-Γιώργη, ο Μήτσος ο λαδάς έχει τρία λιμάνια τώρα να βγει. Τελειώνει, κάνει μπάνιο, αλλάζει και κάθεται στο καπνιστήριο και βλέπει τηλεόραση. - Λαμαρινίαση έπαθε. Θα πω του πρώτου αύριο που θα βγει να ψάξει για κάτι σπέαρ* με τον ατζέντη** να τον πάρει μαζί του για να τα κουβαλήσει, γιατί στο τέλος θα τονε ξεμπαρκάρομε από το πέλαγος***.

  2. «Θα βγω άλλη μέρα» Ν. Καββαδίας


  • σπέαρ (spare parts) = αμοιβά, ανταλλακτικά εν γένει

** ατζέντης= ναυτιλιακός πράκτορας που αναλαμβάνει τις συναλλαγές, προμήθειες, επαφές κλπ του πλοίου στο κάθε λιμάνι, συμβεβλημένος με τη ναυτιλιακή εταιρεία.

*** Σε κατεπείγοντα περιστατικά (πχ σοβαρός τραυματισμός, κρίση σκωληκοειδίτιδας) όπου η προσέγγιση σε λιμάνι έστω και εκτός πορείας είναι χρονικά ανέφικτη, καλείται ελικόπτερο και παίρνει τον ασθενή από τη θάλασσα (άμα είναι το πλοίο σε απόσταση από την ξηρά που να είναι κι αυτό εφικτό γιατί στη μέση του ωκεανού, ό,τι προλάβει ο Αη-Νικόλας).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Eκ του αγγλικού mask= μάσκα και του κορεατικού sagikkun= απάτη). Η τάση στις εφαρμογές γνωριμιών να εμφανίζεσαι στη φωτογραφία του προφίλ σου με χειρουργική μάσκα. Προφανώς, όχι γιατί κινδύνευες να κολλήσεις το οτιδήποτε, αλλά γιατί το μασκοφορεμένο πρόσωπο είχε φτάσει να φαντάζει πιο ελκυστικό από το ακάλυπτο. Μία από τις λέξεις και τις τάσεις του 2022.

Με το μάγκικαν προφίλ δεν μπορείς να καταλάβεις τα κιλά του. Κάνας μπουχέσας θα είναι. Από μένα είναι όχι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Συμπτώματα στέρησης από ουσίες, παράνομες, οπιούχα κυρίως, από αλκοόλ, αλλά και, κατ' εξοχήν, από ορισμένα ψυχοφάρμακα. Απαντά κυρίως στη φράση έχει μαμούνι, και περιγράφει την ψυχολογική διάσταση της στέρησης που εκδηλώνεται ως αναζήτηση τέτοιων ουσιών από τους χρήστες μετά τη θελημένη ή αθέλητη διακοπή, ή κατά τις προσπάθειες διακοπής της ουσίας.

Η στέρηση λένε αυτοί που ξέρουνε εμφανίζει δυο στάδια, το οξύ σύνδρομο, και το παρατεταμένο σύνδρομο (prolonged ή post - acute withdrawal syndrome). Το οξύ που κρατάει λιγότερο έχει περισσότερο σωματικά συμπτώματα. Το παρατεταμένο είναι η δεύτερη φάση χαρμάνας που κι αυτή είναι γάματα, κατά την οποία κυριαρχούν συμπτώματα όπως ψυχοκοινωνική δυσλειτουργία, ανηδονία, ευερεθιστότητα, έλλειψη συγκέντρωσης και διαύγειας, προβλήματα ύπνου, μνήμης, κινητικού συντονισμού, πανικούς, να είσαι δηλαδή σα γαμώ τη μαύρη καταδίκη σου, γαμώ, ΓΑΜΩ! κλπ - you get the picture.

Το μαμούνι, λοιπόν, στη , επιχειρεί να περιγράψει την αναζήτηση του ναρκωτικού, του οποίου η λήψη ως αστραπή, ως σπίθα και κατά κύματα (έτσι το περιγράφουν και επιστημονικά μοντέλα) περνά από το νου του πρώην χρήστη, φαντάζοντας ως ο τρόπος να απαλλαγεί από όλα αυτά τα ψυχολογικά και παρατεταμένης διάρκειας, "ανθεκτικά" συμπτώματα.

(Πολλάπλά ενδιαφέρον, όπως μας πληροφορεί η βικούλα για το σύνδρομο αυτό, το παρατεταμένο, σε αντίθεση με το οξύ, είναι το ότι δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως στα διαγνωστικά εγχειρίδια. Φαντάζομαι έχει να κάνει με τα therapy/rehab politics: αφενός πόσο γάμησέ τα είναι να γνωρίζει αυτός που προσπαθεί να απεξαρτηθεί ότι έχει να περάσει κανονικά και με τη νόρμα έναν τέτοιο μακράς διάρκειας γολγοθά, αφού περάσει τα σωματικά συμπτώματα, αφεδύο πόσο μειωτικό για την ίδια την ψυχιατρική είναι το να παραδέχεται ότι η κατάσταση στην οποία προσηλώνεται - αποχή από την ουσία - μπορεί για πολύ καιρό να είναι βασανιστική. Αλλά ας μην γινόμαστε συμπερασματάκηδες...).

Τα παραπάνω - όλα - με επιφύλαξη ως προς τις λεπτομέρειες τουλάχιστο, γιατί είναι και ευαίσθητα θέματα τα οποία και δεν τα κατέχομε τόσο καλά.

Κλαψιάρικος διάλογος ανάμεσα σε - αντάρηδες χρήστες σε παγκάκια έξω από κέντρο απεξάρτησης.

- Γιατί ρε μαλάκα δεν ψουψουψου...;
- Γιατί ρε μαλάκα κι αυτό έχει μαμούνι και θα με φάει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σάρκινο εξόγκωμα που εμφανίζεται σε παχύσαρκους ανθρώπους στην περιοχή της μασχάλης και κρέμεται σαν βυζί. Μπορεί να είναι απλώς παρακολούθημα της συνολικής παχύσαρκης κατάστασης του σώματος ή να έχει πιο παθολογικό χαρακτήρα (λίπωμα) που εμφανίζεται και σε άτομα με κανονικότερο βάρος. Όπως και στη γυναικομαστία, ακριβής διαχωριστική γραμμή μεταξύ παθολογικής και νορμάλ μασχαλοβυζίας, οφειλόμενης σε παχυσαρκία, είναι δύσκολο να βρεθεί. Αλλά μπορεί και να λέω βλακείες αφού γιατρέσσα δεν είμαι.

Για πληροφορίες και φωτογραφίες εδώ.

- Πάχυνε πολύ η Καλλιόπη και κρέμασε μασχαλόβυζο. Με ξενερώνει..
- Άντε βρε βλάκα, σιγά το πράμα. Σβήσε το φως κι όλα καλά.

(από σφυρίζων, 03/11/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Ναυτικό): Έκφραση που απαντά στην ερώτηση «πώς σε παίζει [η τάδε Υπηρεσία];», προκειμένου ο ερωτών να σχηματίσει άποψη για το ποιόν της θητείας σου και δηλώνει την συχνότητα / αναλογία βαρδιών (δηλ. «ένδον» / μέσα στο στρατόπεδο) ανά έξοδο (δηλ. πούλος), η οποία μετριέται σε νούμερα που αντιστοιχούν σε ημέρες της εβδομάδας.

Όσο μεγαλύτερο το δεύτερο νούμερο, τόσο καλύτερη θεωρείται η θητεία κατά τεκμήριο (γιατί μπορεί και να παίζουν άλλα αθέατα ζόρια π.χ. λίγες βάρδιες αλλά στου διαόλου το ξεσταύρι, δυσανάλογα μεγάλη ευθύνη, μαύρη μονάδα, πολλές κλάρες / καμπάνες κλπ-κλπ ή να είναι τσατσοπαγίδα, π.χ. λίγες βάρδιες ,αλλά εσύ κάνεις τις χειρότερες, αφού όπως λέγεται «το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό», κυριλέ Υπηρεσία όπου οι άλλοι δεν είναι απ’ αυτούς που ξέρουν κάποιον αλλά απ’ αυτούς που τους ξέρουν, οπότε θα τα φας όλα μόνος σου, καθημερινή εξόδου μεν, αλλά είτε σ’ αφήνουν να φύγεις στις εφτά το βράδυ ή ως οδηγός του Αρχιπιστολέρο μεν, αλλά τραβιέσαι κάθε μέρα από το σπίτι σου στις 3:00 το πρωί για να παραλάβεις το όχημα στην κοντινότερη Υπηρεσία στις 4:00, για να είσαι στο σπίτι του Ναυαρχούκου στις 5:00 και να φτάσεις Σαλαμύκονο στις 7:00 και πάλι πίσω το ίδιο όταν τελειώσεις, τον συνοδεύεις στις δεξιώσεις ή στα γκομενικά του, σε στέλνει για ψώνια και δωράκια για την κυρία ή/και το αίσθημα, κάθεσαι μέχρι αργά το βράδυ να τελειώσει με τα επιτελεία του κλπ-κλπ, οπότε δώρον άδωρον) η Υπηρεσία που βρίσκεται ο ναύτης, λόγω περισσοτέρων εξόδων.

Έτσι, π.χ. Με παίζει τρεις/μία = τρεις ημέρες μέσα / μία έξω, ενώ, μία/τρεις σημαίνει το αντίστροφο.

Βασικά οι κληρωτοί ναύτες (καθώς και όλοι οι στρατιώτες), παρουσιάζουν μια σταθερή ροπή να θέλουν να είναι όσο το δυνατόν έξω απ’ το στρατόπεδο. Σ’ αυτό ταυτίζονται με τους βαθμοφόρους, με την διαφορά ότι των τελευταίων είναι η δουλειά τους.

Γι’ αυτό, πάντοτε συμπληρώνεται η έκφραση από διευκρίνιση ως προς το (ιερό) Σαββατοκύριακο (Σού-Κού), π.χ. λες δύο/μια και Σου/Κου οφφ (δηλ. ελεύθερος) ή δύο/μια σκέτο, που σημαίνει ότι το Σαββατοκύριακό σου θα τεμαχιστεί αναλόγως στο πώς θα κάτσουν οι μέρες (γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό πότε θα οριστεί η πρώτη σου βάρδια και εννοείται ότι το οπλονομόπαιδο θα εξασφαλίσει στον εαυτό του και στους κολλητούς του τις βάρδιες που έχουν το Σου-Κου οφφ και θα αλλάξει το βαρδιολόγιο, όταν έρθει η σειρά σου). Ο βαθμοφόρος οπλονόμος, θα περιοριστεί να πει «μην τσακώνεστε» ή «βρείτε τα μόνοι σας παιδιά»...

Ειδικότερη ορολογία υφίσταται για την συνηθέστερη αναλογία του ναυτικού (είτε σε υπηρεσία ξηράς είτε όταν το πλοίο είναι «εν όρμω») μία/μία, η οποία διευκρινίζεται ως:
α) Με παίζει μια/μια σκέτη (δηλ. π.χ. Δευτέρα μέσα, Τρίτη έξω, Τετάρτη μέσα, Πέμπτη έξω, Παρασκευή μέσα και Σου-Κου όφφ).
β) Με παίζει μια/μια καραβίσια (δηλ. π.χ. Δευτέρα μέσα, Τρίτη έξω, Τετάρτη μέσα, Πέμπτη έξω, Παρασκευή μέσα, Σάββατο έξω και Κυριακή πάλι μέσα – και δε σε χάλασε καθόλου.

Η μία/μία είναι μαλακία (και ιδιαίτερα η καραβίσια που σου γαμεί το Σαββατοκύριακο – και την διάθεση), γιατί ουσιαστικά έχεις μισή μέρα ελεύθερη (μετά τις 15:00) για κάθε δύο μέσα, χώρια που πηγαινοέρχεσαι συνέχεια στη μονάδα και ταλαιπωρείσαι (κάνεις ωτοστόπ ή παίρνεις 3-4 μέσα συγκοινωνίας ή πληρώνεις βενζίνες, διόδια, ταξί κλπ).

Έτσι, υπάρχουν και ναύτες που είτε δεν έχουν πού να πάνε (είναι από άλλο μέρος) είτε βαριούνται το πήγαιν-έλα και προτιμούν να μένουν μέσα στην έξοδό τους.


Σημείωση: Το σύστημα βαρδιών / εξόδων-αδειών του Ναυτικού, γίνεται ελάχιστα κατανοητό ή αποδεκτό από όσους υπηρετούν σε άλλα Όπλα, θεωρώντας το «βυσματικό» λόγω των λιγότερα σκληρών συνθηκών (ευγενέστεροι βαθμοφόροι και συστρατιώτες, λιγότερες ασκήσεις και φυλακές, καθόλου σκηνάκια, χαλαρότερη πειθαρχία, καλύτερες συνθήκες και μεταθέσεις, πιο φλου εμφάνιση κλπ) και περισσότερων εξόδων και αδειών (π.χ. στον Στρατό Ξηράς μπορεί να κάνεις και 30-60 μέρες χωρίς καν έξοδο, πόσο μάλλον διανυκτέρευση και «όφφ»).

Βέβαια, αυτό δεν είναι απόλυτο, διότι υφίστανται και υπηρεσίες των άλλων Όπλων βυσματικές (π.χ. υπηρεσίες Υλικού Πολέμου για τραγουδιάρηδες και κλωτσομπάληδες, κουφές ειδικότητες –π.χ. «σιτιστής ωδικών πτηνών» ή «χειριστής φωτοαντιγραφικού» στην Αεροπορία, δουλειές γραφείου κλπ), ενώ και στο Ναυτικό μπορεί να βρεθείς π.χ. σε μεικτή υπηρεσία (και να’ χεις από πάνω σου καναν καραβανά τέθωρα και να στενάξεις) ή σε ΝΑΤΟϊκή βάση (και να κάνεις στην ουσία θητεία αμερικάνων πεζοναυτών υπό τις έμμεσες διαταγές τους) ή σε υπηρεσία που έχει πάρε-δώσε με τα ΟΥΚ (και να κάνεις την καρπαζά προσφάι) ή οδηγός ασθενοφόρου (και να μαζεύεις διαμελισμένα πτώματα από ατυχήματα) κλπ-κλπ. [Όλα αυτά έχουν γίνει].

Κάπου λοιπόν έχουν δίκιο και κάπου έχουν άδικο. Ωστόσο, υπάρχουν ιστορικές και δομικές διαφορές του Ναυτικού και των άλλων Όπλων:

i. Το Ναυτικό έγινε «βυσματικό» μόλις πρόσφατα (πριν καμιά δεκαριά χρόνια), όταν καταργήθηκε η θητεία σε πολεμικά πλοία και εξισώθηκε ο χρόνος της με τα άλλα Όπλα (παλιότερα ήταν 4-6 μήνες μεγαλύτερη από την ελάχιστη διάρκεια, δηλαδή 21-24 μήνες, κάποτε έφτασε και τους 38 !) και τούτο διότι η ναυσιπλοΐα και τα οπλικά συστήματα έχουν πλέον ηλεκτρονικές λειτουργίες και ο μοντέρνος πόλεμος γίνεται περισσότερο από ειδικευμένους χειριστές (επαγγελματίες με γνώσεις ναυτοσύνης και απαραίτητα Η/Υ) παρά από ναφτόπουλα, που ψευτο-εκπαιδεύονται 2-3 μήνες και που ούτε η δουλειά τους είναι αυτή, ούτε και θέλουν να την κάνουν. Δηλαδή είναι cost ineffective να κρατάς ειδικά ναύτες κληρωτούς, παρά μόνο για αγγαρείες συντήρησης / καθαρισμού κι ο μόνος λόγος που συνεχίζουν να υπάρχουν, είναι ότι «δεν υπάρχουν χρήματα» για να δοθούν οι δουλειές αυτές έξω (περί ων κατωτέρω).

ii. Μέχρι τότε όμως, η θητεία σε πολεμικό καράβι από πολλές απόψεις ήταν εξ ίσου άσχημη (αν όχι χειρότερη) με τις ειδικές δυνάμεις (συνέχεια γυμνάσια και ασκήσεις, μακριά ταξίδια διάρκειας μέχρι και 6 μηνών το καθένα – πόρτο μια φορά το μήνα και σε άθλια μέρη που δεν τολμούσες καν να βγεις για βόλτα, κακοκαιρίες, ατελείωτες εργασίες, δεδομένου ότι το πλοίο θέλει συνέχεια συντήρηση, συχνά ασθένειες και ατυχήματα, μηχανικοί θόρυβοι παντού, στενάχωρα ενδιαιτήματα – ξεσπούσαν καβγάδες με ακροσωλήνια για το παραμικρό, άθλιο φαγητό, σπάνη πόσιμου νερού, απουσία υγιεινής – κατσαρίδες και αρουραίοι παντού και καθαριότητας – μέσα στη μουτζούρα και στα λάδια, καμπάνες βροχή, πειθαρχία άτεγκτη κλπ-κλπ) και όλα αυτά σε καιρό ειρήνης (και δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε ακόμα παλιότερες εποχές όπου οι ναύτες έπιναν τα ούρα τους ελλείψει νερού, γαμούσαν ο ένας τον άλλο σε βαρέλια – βλ. ιταλ. αργκό uomo di botte, ναυαγούσαν και καννιβάλιζαν, μπεκρούλιαζαν ολημερίς, μαχαιρώνονταν και τους μαστίγωναν για ψύλλου πήδημα – βλ. αγγλ. έκφραση rum sodomy and the lash, τους κρεμούσαν απ’ τα κατάρτια, τους λείπαν μέλη από ατυχήματα, καβγάδες και ρεσάλτα και ψοφολογούσαν απ’ τις αρρώστιες). Σε καιρό πολέμου το πλοίο είναι το πιο εκτεθειμένο όπλο: βάλλεται από τον καιρό, από ξηρά, από αέρα, από επιφάνεια και από βυθό θάλασσας και δεν έχεις από πουθενά διαφυγή, δηλαδή είναι το σπίτι και ο τάφος του ναύτη (!)

iii. Έτσι, η ειρωνική έκφραση των άλλων Όπλων ότι δήθεν «Η Αεροπορία βομβαρδίζει, ο Στρατός καταλαμβάνει τα εδάφη και το Ναυτικό οργανώνει την επινίκια δεξίωση» [πράγμα που αναφέρει εμμέσως και ο Jack Nicholson ως σκληροτράχηλος πεζοναύτης Colonel Jessup στην ταινία A Few Good Men με απαξίωση προς το νεαρό αξιωματικό του Ναυτικού Tom Cruise «No, I like all you Navy boys. Every time we 've gotta go someplace to fight, you fellas always give us a ride...», προφανώς αναφερόμενος στα αποβατικά ή αρματαγωγά ως «ταξί» που μεταφέρουν αμφίβιες δυνάμεις], είναι εντελώς λάθος. Σ’ έναν πόλεμο (γιατί η θητεία για τέτοιο πράγμα προετοιμάζει), ο καθένας έχει τον ρόλο του (και το ζόρι του), oπότε ας μην παραπονιούνται οι φαντάροι κι οι σμηνίτες. Worse things happen at sea…

iv. Η πειθαρχία (και η εμπιστοσύνη) στον Κυβερνήτη και τον Ύπαρχο ήταν και είναι δεδομένη (βέβαια, για μικροπαραπτώματα, οι καμπάνες πέφτουν αβέρτα από το μαντρόσκυλο, τον οπλονόμο). Δεν χρειάζεται επίδειξη δύναμης κάθε τόσο, γιατί έχουν μια πραγματική δουλειά στα χέρια τους οι άνθρωποι. Οι δε υποβρυχιάδες δεν φορούν καν στολάρες, οχτάρες και ταρατατζούμ, παρά μόνο φόρμα ντόκ. Αν παραιτηθούν ή αποταχθούν, ξέρουν τι να κάνουν. Αυτό δεν συμβαίνει με τους αξιωματικούς των άλλων Όπλων (με εξαίρεση τους μηχανικούς και τους ιπτάμενους πιλότους). Είναι ναυτικοί και είναι οι μόνοι που ξέρουν πού, πώς και γιατί θα σε πάνε όπου σε πάνε και η σωτηρία σου είναι αποκλειστικά στα χέρια τους, δεδομένου ότι ούτε γνώσεις ναυσιπλοΐας έχεις ούτε και έχεις διαφυγή από πουθενά. Η μόνη εξαίρεση είναι όταν οι συνθήκες γίνουν αφόρητες (π.χ. κούραση + παράσιτα + κυρίως χάλια φαγητό = στάση) και γι’ αυτό το λόγο το Βασιλικό Βρεταννικό Ναυτικό έχει ένα μότο ότι «The Royal Navy Sails on its Stomach» (!)

v. Κάθε πολεμικό πλοίο είναι μια Μονάδα, στην οποίαν ο Κυβερνήτης απολαμβάνει μιαν ιδιαίτερα ευρεία αυτονομία (εν πλω). Είναι έξω στην θάλασσα, στ’ ανοιχτά και φιλτράρει τις κεντρικές διαταγές, κατά το δοκούν.

vi. Είναι παραδοσιακά το «δημοκρατικότερο» Όπλο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων (βλ. Α/Τ Βέλος κλπ), οι δε σκληρές συνθήκες διαβίωσης στο στενάχωρο πλοίο σφυρηλατούν ιδιαίτερα στενούς δεσμούς (innuendo unintended) μεταξύ του προσωπικού αλλά και καθενός με το πλοίο «του».

vii. Οι μάχιμοι αξιωματικοί κατάγονται συνήθως από αστικές οικογένειες με ναυτική παράδοση και εκπαιδεύονται στην Σχολή τους με ένα ιδιότυπο αριστοκρατικό σύστημα (εγγλέζικης προέλευσης), το οποίο τους απωθεί να ασχοληθούν με το αν ο τάδε ή δείνα ναύτης φοράει σωστά τη μπελαμάνα του ή αν καπνίζει εν ώρα υπηρεσίας. Το θεωρούν μπανάλ, όπως και τους κατώτερους αξιωματικούς (καραβόσκυλα – συνήθως Πειραιώτες ή Μπακαούκες), οπότε δεν σκαλώνουν σε μαλακίες.

viii. Τα πιλάφια κατάγονται κατά συντριπτική πλειοψηφία από ή διαμένουν στην Αττική, διότι η έδρα του Ναυτικού είναι (κατά 80 % των υπηρεσιών) στην Αττική, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό (από τη μία δεν έχεις τις μαλακίες της Επαρχίας, από την άλλη σχεδόν όλες οι μεταθέσεις είναι σε ακτίνα το πολύ 20 χλμ από το σπίτι τους και γνωρίζονται όλοι – κλίκα, κουτσομπολιά, ξενοπηδήματα ο ένας τη γυναίκα τ’ αλλουνού, διαφθορά, ρεμούλες, συγκαλύψεις κλπ). Η λεγόμενη «Μεγάλη Ναυτική Οικογένεια» έχει και σκατένιες πτυχές (σκατόπτυχη)...

ix. Οι ναύτες κατά συντριπτική πλειοψηφία, κατάγονται / επιλέγονται (;) από την Αθήνα (30 % τοπικά λόγω πληθυσμού και 10 % κοινωνικά λόγω βύσματος) και τον Πειραιά (40 % συνήθως λόγω ειδικοτήτων) και ό,τι περισσεύει (20 %) από τα μεγάλα λιμάνια της Ελλάδας (π.χ. Πάτρα και Θεσσαλονίκη, που έχουν δικές τους διοικήσεις και διάφορα νησιά π.χ. Κρήτη που έχει ναύσταθμο και βάση, Χίος, Κέρκυρα κ.α.) κι έτσι δεν συναντά κανείς ούτε σοβαρά προβλήματα μεταθέσεων, ούτε σημαντικές πληθυσμιακές αναμοχλεύσεις, ούτε και μεγάλες αποκλίσεις στην συμπεριφορά του προσωπικού.

x. Ο ναύτης δεν είναι στρατιώτης, είναι εργάτης (εξ ου και η στολή αγγαρείας του, που είναι σαν αυτή που φορούν στα συνεργεία). Συνεπώς, πιο πολύ επαφή έχει με στουπιά και μηχανές, παρά με κουμπούρια. Η ίδια η φύση της ναυτικής εργασίας παρουσιάζει σοβαρές διαφορές με την κοινή εργασία στην ξηρά ακόμα και στο ιδιωτικό δίκαιο.

xi. Το καράβι γεννάει δουλειές αφ’ εαυτού ως ζων οργανισμός κι έτσι δεν είναι ανάγκη ντε και σώνει να σε χώσουν να κάνεις κάτι που δεν χρειάζεται, μόνο και μόνο για να πήξεις. Αυτό το καταλαβαίνεις και μόνος σου ότι είναι δουλειά που πρέπει να γίνει (πρώτα-πρώτα μένεις εκεί μέσα και ανησυχείς για την ασφάλειά σου).

Αντιθέτως, στα άλλα Όπλα, η βασική αρχή είναι να βάζουν οι βαθμοφόροι τον στρατιώτη να τρέχει έστω και χωρίς λόγο, προκειμένου να μην χαλαρώνει το ηθικό και η ετοιμότητά του, διαφορετικά καταλήγει σε νοοτροπία χαρακωμάτων του ΒΒ Ι (και τι θέλουμε εμείς εδώ σ’ έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και δώστου ψιλοκουβεντούλες και γκρίνιες για το φαγητό και τους αρουραίους και άντε ποίηση και αναπολήσεις και όταν με το καλό τελειώσει η μάχη του Ύπρ, θα παντρευτώ την Γκγουέντολιν στο Τραλή και τι έχουν να χωρίσουνε Τόμμυ και Μπόςς εργάτες κλπ-κλπ), η οποία [για πόλεμο], δεν ενδείκνυται.

Είναι λογικό λοιπόν να διαφέρει τόσο σε νοοτροπία όσο και σε ποιότητα θητείας από τα άλλα Όπλα.

Όμως, πολλά προνόμια ή παραδόσεις του Ναυτικού (π.χ. δικαιολογείται να μην ξυρίζεσαι λόγω έλλειψης νερού ή να αφήνεις μακριά μαλλιά για να σε βουτήξουν από ’κεί αν πέσεις στη θάλασσα ή να είναι σε μαύρο χάλι η στολή σου λόγω συνεχών αγγαρειών σε μηχανήματα, ειδική περίθαλψη «Οίκος Ναύτου» ή «Κατ’ Οίκον Νοσηλεία»«οίκο νοσηλείας» όπως τον λένε, που δεν γράφεται στο αδειολόγιο λόγω συχνών ασθενειών-ατυχημάτων, κούτες με γάλα κονσέρβα εβαπορέ για να μην πάθουν τα κόκαλα από την θάλασσα και την λαμαρίνα, άγραφες άδειες άκοπα «από τον Κυβερνήτη» χωρίς έλεγχο στα φυλάκια, χαλαρά πειθαρχικά μέτρα, βελτιωμένο -πλέον- φαγητό κλπ-κλπ), που προέρχονται (έχοντας κερδηθεί) από την σκληρή θητεία στα πλοία, πλέον έχουν κατοχυρωθεί και στις υπηρεσίες ξηράς, μάλλον αδικαιολόγητα, αρχής γενομένης βέβαια από τα ίδια τα πιλάφια του ντόκου, που βυσματώνονται για να φύγουν απ’ τα πλοία για να κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα στα γραφεία και μετά επιδιώκουν να λάβουν επιδόματα, αποζημιώσεις και άδειες των πλευσίμων και τσακώνονται ποιος θα πρωτοπάρει τις καλύτερες ημέρες άδειας και τις περισσότερες κούτες γάλα (που δικαιούνται οι πλεύσιμοι και λύσσαξαν να εξισωθούν και οι άστολοι), για να τα πουλήσουν μετά έξω...

Σήμερα, το Ναυτικό είναι μια μετέωρη κατάσταση. Ενώ στην πραγματικότητα ο κύριος ρόλος του είναι στα πολεμικά πλοία, από τη μία δεν χρειάζεται κληρωτούς ναύτες για καράβια, από την άλλη (λέει ότι) δεν έχει λεφτά για ιδιωτικές υπηρεσίες καθαρισμού, συντήρησης, φύλαξης, σίτισης κλπ. Είναι καθαρά θέμα πολιτικού προγραμματισμού. Κάθε τόσο εξαγγέλλεται ότι θα καταργηθεί η θητεία στο Ναυτικό (και στην Αεροπορία), λόγω της ολοένα και περισσότερο τεχνικής φύσης των Όπλων αυτών και κάθε τόσο παίρνει και από μια «τελευταία» ΕΣΣΟ, άλλοτε μεγάλη άλλοτε μικρή.

Αποτέλεσμα: Η «τελευταία» μικρή ΕΣΣΟ ξεκωλιάζεται στις αγγαρείες, διότι δεν στέλνουν καινούρια ενώ (τελικά αποδεικνύεται ότι) χρειάζεται (π.χ. απρόβλεπτες ανάγκες, δεν πέρασαν εξετάσεις ή δεν προσήλθαν ή παραιτήθηκαν αρκετοί επαγγελματίες ή δεν υπάρχουν λεφτά για πρόσληψη άλλων ή η επόμενη προκήρυξη είναι σ’ ένα χρόνο κλπ) και μετά όταν αυτό γίνει αντιληπτό, στέλνουν σωρηδόν 2-3 μεγάλες ΕΣΣΟ (από 1.000 άτομα η καθεμία), να ξεμπουκώσει το σύστημα και μετά δεν φτάνουν τα ενδιαιτήματα (ή και η σίτιση και ο ιματισμός) για όλους, πληρώνει το Κράτος ένα σκασμό λεφτά για την συντήρησή τους (ίσως και παραπάνω απ’ όσα «δεν είχε» για να προσλάβει επαγγελματίες), δεν ξέρει τι να τους κάνει και πού να τους βάλει και δίνει αβέρτα άδειες και εξόδους...

Έτσι, με την κατάργηση της θητείας σε πολεμικά πλοία και την εξίσωση του χρόνου διαρκείας της με τα άλλα Όπλα, ο ναύτης πλέον απολαμβάνει μόνο τα προνόμια και όχι τα ζόρια του ναυτικού, στη σαπίλα του ντόκου (μαζί με χοντροκώληδες κι αργόμισθους πιλάφες) και για ούτε μέρα παραπάνω απ’ όσο τραβιούνται τα φαντάρια στα άλλα Όπλα που έχουν πραγματική χρεία εργατικών χεριών, με καμπάνες, καψόνια, ασκήσεις και μαλακίες (και χωρίς αυτές) και πολλές φορές υπεράριθμος ως προς τις πραγματικές ανάγκες του Ναυτικού (που τον ταΐζει και τον ποτίζει χωρίς να τον χρειάζεται και χωρίς να κάνει και πολλά-πολλά και τον πληρώνει ο μαλάκας ο φορολογούμενος), οπότε παίρνει συχνές και μεγάλες άδειες και εξόδους.

Είναι λογικό λοιπόν, το Ναυτικό να τραβάει τα πιο εξέχοντα μέλη της κοινωνίας...

- Εσένα πού σε στείλανε;
- ΝΑΣΣΚΥ (Ναυτικός Σταθμός Σκύρου) σε φυλάκιο μόνος μου.
- Ε, ρε φίλο πακέτο...
- Εσένα;
- Σαλαμύκονο ΔΚ (Διεύθυνση Καυσίμων)
- Πώς σε παίζει;
- 1/1 καραβίσια, γάματα! Εσένα;
- 15 μέσα/15 όφφ, πώς σου φάνηκε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευφημισμός που χρησιμοποιούν Καθολικοί για να αιτιολογήσουν περιστασιακούς «ανεξήγητους» θανάτους στα σκληροπυρηνικά μοναστήρια τους.

Τα θύματα της μοναστηριακής αλλεργίας είναι άτομα τα οποία είτε πάσχουν από κάποιο θανατηφόρο αφροδίσιο νόσημα, είτε είναι χρήστες ναρκωτικών και καταφεύγουν στο μοναστήρι για να αποφύγουν την κατακραυγή της θρησκόληπτης Καθολικής κοινωνίας. Όταν τελικά αποβιώσουν, τα αίτια θανάτου προσδιορίζονται ως μοναστηριακή αλλεργία, καθώς είναι αδύνατον τέτοιες αμαρτωλές και κολάσιμες συμπεριφορές να συνδέονται με το όνομα του Κυρίου.

- Fabio, θυμάσαι την Laura;
- Φυσικά Giuseppe. Είχαμε επιδοθεί με πάθος και πολλές φορές στην αμαρτωλή πράξη, πριν φύγει για να μονάσει στην Santa Croce.
- Λυπάμαι που στο λέω φίλε, άλλα έμαθα ότι πέθανε από μοναστηριακή αλλεργία, οπότε, για καλό και για κακό, πήγαινε να κάνεις εξετάσεις για αφροδίσια.
- Oh, merda!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανθεί η σλανγκ γύρω από τα εξανθήματα! (pun intended ο πούστης!).

Όπως κατεδείχθη πρόσφατα, υπάρχει η έκφραση βγάζω σπιθουράκια με, που μπορεί να ειπωθεί και ως: βγάζω μπιμπίκια, βγάζω σπυριά, βγάζω σπυράκια, βγάζω φλύκταινες, παθαίνω αναφυλαξία. Έχουν ενδιαφέρον οι ετυμολογίες όλων αυτών των σιχαμερώνε πραγμάτωνε. Ετυμολογίες:

σπυράκι < σπυρί < σπυρίον, υποκοριστικό του αρχαίου < σπυρός, με ανάπτυξη προθεματικού σίγμα (όπως σβώλος- βώλος) από < πυρός = κόκκος σιταριού.

φλύκταινα < φλύω = είμαι χυμώδης, ανθηρός/ βράζω, κοχλάζω/ κάνω εμετό/ φλυαρώ. Ομόρριζα τα φλοίσβος, φλοιός, φλούδι, λατινικό fluere αγγλικό fluently κ.ά.

αναφυλαξία, αντιδάνειο από το αγγλικό < anaphylaxis < αρχαίο ελληνικό φύλαξις.

σπιθουράκι < σπιθούρι < σπίθα + ούρι (πρβλ μνήμα- μνημούρι).

μπιμπίκι, υποκοριστικό του < μπίμπικας < αρχαίο ελληνικό βέμβιξ = σβούρα, ρόμβος. Ή < ιταλικό bimbo = μωρό. Πρβλ. bimbo.

Και ερχόμαστε στο θέμα, όπου η σλανγκολογία σηκώνει τα πόδια ψηλά! Υπάρχει λέξη μπισμπίκι; Και αν ναι, από που προέρχεται; Ο Μπάμπης δεν έχει λήμμα μπισμπίκι στο Λεξικό του, αλλά ως γνωστόν, λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ. Αποφάσισα αντ' αυτού να ζητήσω την βοήθεια του Πονηρόσκυλου και αφού έδωσε τα φώτα του καταλήξαμε στα εξής.

Αφενός, υπάρχει το μπιμπίκι, για το οποίο ο Μπάμπης δίνει το βέμβιξ = σβούρα, αλλά κρατάει και μια πισινή με το ιταλικό bimbo. Αφετέρου, υπάρχει ο γερομπισμπίκης, δηλαδή ο πορνόγερος που θυμίζει πατέρα Καραμάζοφ, και στον οποίο ενδέχεται το λαγνογλοιώδες βλέμμα να συνδυάζεται με πολλά γέρικα μπιμπίκια και παραμορφώσεις του δέρματος λόγω του γήρατος μάλλον ή της εφηβείας.

Μπισμπίκι σκέτο υπάρχει, όθεν το γερομπισμπίκης;

Το Πονηρόσκυλο μου επέστησε την προσοχή σε ετυμολογία του γερομπισμπίκη από το τούρκικο beşbıyik, το οποίο σημαίνει μούσμουλο. «Φαίνεται να υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στο beşbıyık και το μπισμπίκι - με μια δόση υπερβολής, μπορεί να φανταστεί κανείς ένα μεγάλο, σάπιο μούσμουλο, μαυρισμένο να παρομοιάζεται με μπιμπίκι - ή, έστω, με μπισμπίκι, αν έτσι το πούμε» οσφράνθηκε το Πονηρόσκυλο. Προσωπικά, έχω ακούσει πολλές φορές την λέξη μπισμπίκι και μου φαίνεται πιθανή η ετυμολόγηση αυτή. Στο κάτω κάτω τι καλύτερο έχουν από τα μούσμουλα οι σβούρες, οι κόκκοι σιταριού, οι σπίθες, τα μωρά και οι φλοίσβοι;

Τατιάνα, η γνωστή (αν μιλούσε σλανγκ): Ήταν πραγματικά φρικτό! Ήρθε ένας γερομπισμπίκης, γεμάτος μπισμπίκια, φλύκταινες, μπιμπίκια, αναφυλαξίες, σπυριά, σπιθουράκια, και ήθελε και φραπέ ο απεόφοβος! Είχε δει τη μούρη του στο facebook; Και το χειρότερο: Δεν είχε άνεση στις τετάρτες- πέμπτες και βγάλανε μπισμπίκια τα χέρια και τα πόδια μου ως να τον παρηγορήσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία