Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το Ελληναριό, αγλάισμα λεξιπλασίας μίας πλειάδας λέξεων παρεμφερούς κατηγοριοποίησης (αληταριό, πουσταριό, πουταναριό, καραπουτσαριό, κτλ) περιγράφει ένα σύνολο ετερόκλητων στοιχείων, τα οποία εν προκειμένω αυτοπροσδιορίζονται ως γνήσιοι Έλληνες, πατριώτες και σωτήρες του έθνους. Η ανωτερότητα του έθνους και η αδικία που αντιμετωπίζει είναι τα βασικά σπέρματα στην ιδεολογία του Ελληναριού.

Το Ελληναριό υιοθετεί μία επιλεκτική και ψευδοεπιστημονική προσέγγιση, αποκλειστικά για θέματα εθνικού ενδιαφέροντος, με στόχο να αποδείξει την ανωτερότητα της φυλής και του έθνους. Διαβάζει βιβλία που πωλούνται σε συσκευασία ντουζίνας τηλεοπτικά σε εκπομπές που ο τηλεπατριώτης αλυχτάει και ωρύεται και μπορεί να έχει άποψη περί παντός επιστητού.

Αποφασιστική στιγμή στην εξέλιξη του Ελληναριού ήταν η δεκαετία του '80. Χαρακτηριστική στιγμή ήταν το γεύμα στο εστιατόριο νησιού ή παραθαλάσσιου θέρετρου, όπου παρατηρώντας την αλλοδαπή οικογένεια βορειοευρωπαίων που έτρωγε σαλάτα σχολίαζε την τσιγκουνιά τους, προσθέτοντας στους συμπαριστάμενους ότι «όταν αυτοί ήταν στα δέντρα, εμείς χτίζαμε Παρθενώνες ».

  1. Σχόλιο σε προσωπικό blog:
    Αθάνατο ελληναριό
    Κι εκεί που νομίζεις ότι τα έχεις ακούσει όλα, αγαπητοί αναγνώστες, προσγειώνεται με τεράστια ταχύτητα στην κεφάλα σου, κεραμίδα μεγατόνων!

  2. Σχόλιο σε ιστοσελίδα με θέμα τους Ολυμπιακούς του 2004:
    Τι δουλειά έχει το καφρο-Ελληναριό στο Ολυμπιακό Στάδιο;
    Κάναμε τελικά (παρά τις αρκετές μαλακίες, σε γενικό σύνολο) ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΟΥΣ (οργανωτικά) αγώνες και έρχονται οι «μέχρι-χτες-καμία-σχέση-με-το-άθλημα» (πού ξανάδαν στίβο οι κάφροι;;;) που πήγαν μόνο για να κάνουν «όλε» στον Κεντέρη και αμαυρώνουν την καλή συνολική εικόνα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ίσως η μοναδική παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα από τις βιντεοταινίες του Στάθη Ψάλτη κατά την ένδοξη δεκαετία των ογδόνταζ.

Εξεστομίζεται όταν πούμε χοντρή μαλακία θάβοντες διακριτικά, και καλά, κάποιους παρόντες όταν θέλουμε να τους τρίψουμε στη μάπα «ναι, ρε μαλάκα, εσένα λέω» και τους κοιτάζουμε, κατόπιν θαψίματος, με τα μάτια γουρλωμένα σαν τα πιατάκια του καφέ, ή όταν έχουμε μόλις θάψει κάποιον και αντιλαμβανόμαστε την παρουσία του κατόπιν αορτής.

Δεσμεύομαι για μήδι.

  1. - Έλα ρε Κούλα, παράτα τον το μαλάκα τον Κυριάκο, ουγκχχχ....

  2. Αφού σ' αγαπάω ρε Μαρινάκι, ουγκχχχχχ........

  3. Νίκος: Μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα...
    Τάσος (στον Πέτρο): Ρε συ, τι μαλακίες λέει αυτός ο Νίκος. (γυρίζοντας προς τον Νίκο:) Ούγκχχχχ....

  4. Έλα ρε μωρό μου, τι δουλειά έχει τώρα ο μαλακοκάβλης ο αδερφός σου, αφού τα δυο μας είμαστε, ουγκχχχχχχχχ.......

(από markar, 29/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ολόχρονη κλασική ατάκα που έλεγε σε εϊτίλα διαφήμιση ο Λαλάκης ο Εισαγόμενος, κατά κόσμον Ν. Παπαναστασίου.

Η διαφήμιση είχε ως εξής: Ο Λαλάκης εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Μέσα σ' όλα αυτά έλεγε με αμίμητο ύφος (βλ. μήδι):

- Τσιγάρο; Εισαγωγής! Παφ και τάληρο! Σκέτο Τέξας!

Και ταυτοχρόνως το τίναζε. Ως τάληρο εννοείτο το πεντοχίλιαρο, που εκείνη την εποχή ήταν μια ολόκληρη περιουσία. Να θυμήσω μόνο την ιστορική ατάκα που είχε πετάξει ένα καθίζημα στην εκπομπή του Λεβέντη: «Για να ρίξεις έναν πούτσο θες τρία χιλιάρικα!». Πεντοχίλιαρο = 15 Ευρώ, τίποτα δηλαδή σήμερα, σνιφ σνιφ.

Συμπερασμάτουσλυ, το λέμε όταν ένα προϊόν ή μια δραστηριότητα (κυρίως περιοδικά επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα, όπως το τίναγμα ενός τσιγάρου) είναι πολύ ακριβή, και κάθε φορά που την κάνεις σου φεύγει κι ένα σεβαστό ποσό. Εννοείται ευκώλως, ότι στο παφ μπορεί να λανθάνει σεξουαλικό υπονοούμενο. Και συνήθως η έμφαση πέφτει στο τάληρο, που χάνουμε, αλλά μπορεί να πέσει και στο παφ...

Επίσης το τάληρο μπορεί να αντικατασταθεί από κάτι πιο επίκαιρο.

Στο Δημόσιο Πρόχειρο υπό Bubis.

-Τι θα γίνει με αυτά τα πρόστιμα για το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους; Παφ και τάληρο το έχουμε καταντήσει!

- Πολύ φορτόγκας αυτός ο Αρίστος! Κάθε τσιμπούκι που κάνει η Καυλάουρα της δίνει και ένα δώρο! Παφ και μονόπετρο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το παρόν λήμμα δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης ειμή αυτόν της προσπάθειας καθορισμού της ηλικίας ορισμένων σλανγκικών εκφράσεων, πολλές από τις οποίες όχι μόνο χρησιμοποιούνται ευρύτατα και στις μέρες μας, αλλά δείχνουν να έχουν και λαμπρό μέλλον μπροστά τους καθώς συνεχίζουν ακάθεκτες από στόμα σε στόμα, κηπ γουόκιν ένα πράμα.

Η ηλικία των όποιων σλανγκισμών είναι, κττμγ, ένα στοιχείο που σε γενικές γραμμές (μη δαγκώνετε, το ξαναλέω: σε γενικές γραμμές) απουσιάζει από τα λήμματα του φιλότιμου σάητος. Κατανοώ βεβαίως τις τεράστιες αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει το εγχείρημα. Μιλάμε για προσπάθεια βασισμένη στην προσωπική μνήμη, σε μαρτυρίες παλιότερων, ή σε προσφυγή σε λογοτεχνικές κυρίως πηγές. Δεν μπορώ να γνωρίζω την έκταση της βιβλιοθήκης του καθενός, αλλά η καλή μνήμη, το ευαίσθητο αυτί, η εμμονή στη λεπτομέρεια και (εννοείται) η έντιμη καταγραφή είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Ανατρέχω στο κάτωθι κατονομαζόμενο πόνημα όχι ως βιβλιοκριτικός, αλλά ως δεινοσαυράκι στον ανθό της νιότης του κατά την ύπνε-που-παίρνεις-τα-παιδιά δεκαετία του '80, για να βεβαιώσω ότι, τις περισσότερες τουλάχιστον από τις εκφράσεις που κατέγραψε ο συγγραφέας, τις χρησιμοποιούσαμε όντως ευρύτατα, τουλάχιστον στα Δυτικά Προάστια.

Από την άλλη, μπορεί να παρατηρήσει ο οιοσδήποτε ότι η γονιμότατη και δημοφιλέστατη έκφραση «τα παίρνω στο κρανίο» απουσιάζει παντελώς από το λεξιλόγιο της εποχής, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ακόμα επινοηθεί / εκστομιστεί. Επί τω λόγω της δεινοσαυρικής μου τιμής βεβαιώνω από μνήμης το χριστεπώνυμον πλήρωμα του σλανγκρ ότι, πιθανότατα μέχρι και το τέλος των '80 αυτή η περιγραφή του θυμού δεν είχε ακόμα σκάσει μύτη στην πιάτσα. Θα ήθελα να γνωρίσω τον άνθρωπο που επινόησε αυτήν την σαρωτικής παραστατικότητας έκφραση.

Επί της ουσίας λοιπόν, το λήμμα αποτελεί αναίσχυντη (και σχολιασμένη) παράθεση στοιχείων από το βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη «Τα Ροκ Ημερολόγια», που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1984 και ανάγει την προέλευση / διάδοση των εν λόγω εκφράσεων στα μετά την ίσα-μωρή-Λουκία! Μεταπολίτευση χρόνια. Προς επίρρωσιν, να προσθέσω πως, ούτε από μεγαλύτερους σε ηλικία είχα ακούσει ποτέ αυτές τις εκφράσεις, ούτε έχω εντοπίσει καμιά τους στην προχουντική πχ λογοτεχνία.

Τέλος, να επισημάνω ότι κρατάω πάσα επιφύλαξη σχετικά με την περιοχή και την ευρύτητα του κύκλου ανθρώπων στον οποίο γινόταν χρήση αυτών των κακών λέξεων. Μιλάω για τα Νέα Λιόσια (το νυν Ίλιον καλούμενον), το κέντρο Αθήνας και για 15χρονα του 1980 (και αργότερα βεβαίως, αυτές οι λέξεις δεν έσκασαν μύτη όλες μαζί μια ωραία πρωία...).

[...] οι εκφράσεις αράζω, γουστάρω, την ψάχνω, τη βρίσκω, την κάνω, του την πέφτω, τον πάω, το παίζω, την έχω δει, με τρέχουν, φάση, κουφό κλπ [...] από άτομα περιθωριακά [...] πριν οκτώ χρόνια ήταν η γλώσσα ενός μικρού κύκλου ατόμων, απλώθηκαν σιγά σιγά [...] η γλώσσα των «αλητόβιων ροκάδων» πέρασε σιγά σιγά στους κυριλέδες [...]
(Σ.Σ. τουλάχιστον οι λέξεις «αράζω» και «γουστάρω» είναι πολύ παλιότερες).

[...]το πασίγνωστο να τη βρω, εξελίσσεται στο να τη δω, να την ακούσω (θες να σου δώσω κάτι να την ακούσεις ;).
Το έπαθα πλάκα έγινε σαλτάρισα, τάχω παίξει, μου 'φυγε η ψυχή, έπαθα μουνόπλακα ή μουνίλα, μουνόπαθα, κωλόπαθα.

[...]πέντε τουλάχιστον λέξεις επανέρχονται επίμονα: άτομο, κωλώνω, σωστός, ξενέρωτος και αντιδραστικός. Δε λένε «κάποιος πέρασε», αλλά «πέρασε ένα άτομο» [...] αντί «τον βλέπω», «βλέπω το άτομο» [...] υποδηλώνεται ένας σεβασμός για την προσωπικότητα [...] Όταν δεν κωλώνεις είσαι σωστός [...] είναι αυτός που δεν ξεπουλιέται και δεν ξεφτιλίζεται [...] ξενέρωτος [...] βρίσκεται σε πρόσκαιρη στέρηση [...] μεταφορικά ο άκεφος, άσχετος σε μιά παρέα ή σε μιά κατάσταση [...] συναισθηματικά αμέτοχος [...] Αντιδραστικός [...] έχει πάρει αντίθετη σημασία [...] προοδευτικός, επαναστάτης που αντιδρά [...]
(Σ.Σ. η λέξη «κωλώνω» είναι πολύ παλιότερη. Πρόχειρο παράδειγμα το κείμενο «Σκούρα» του Ιωάννη Κονδυλάκη. Τη λέξη «αντιδραστικός» με αυτή την έννοια ούτε την άκουσα στις παρέες μου, ούτε τη χρησιμοποίησα ποτέ).

[...]Το σκαπουλάρω έγινε την κάνω, την πουλεύω (τον πούλο! = δρόμο!, ενώ πήρα τον πούλο= με ρίξανε).
(Σ.Σ. Εν τούτοις, το ρήμα «πουλεύω» = πεθαίνω καταγράφεται από τον Χρόνη Μίσσιο ως έκφραση του υποκόσμου ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου. Όσο για το παλιό «σκαπουλάρω», θυμάμαι ότι το χρησιμοποιούσαμε αποκλειστικά με την γνωστή έννοια ξεφεύγω, διαφεύγω, την οποία έχει άλλωστε και το ταυτόσημο ιταλικό scapolare. Επικουρικώς, υπήρχε και ο τύπος τη γλύταρα, αντί του ορθού τη γλύτωσα).

[...]Το μπανίζω έγινε κοζάρω. Το με καμία κυβέρνηση έγινε ούτε με σφαίρες κλπ.

[...]Καλοκαίρι του '82: A: «Τι μουσική είναι αυτή ;» Β: «Μουσική τρόμπα, τι θες να 'ναι ;» Γ: «Είναι νιού γουέηβ. Ροκ». Β: «Το νιού γουέηβ δεν είναι ροκ, είναι τρόμπα ροκ!» [...]
(Σ.Σ. δες και διάφορα σχόλια εδώ).

[...] οπότε κάνει αυτός «επειδή μας πρήξατε, θα σας βαβουριάσουμε τώρα!» [...]
[...]To '76 πρωτάκουσα τη λέξη βαβούρα, που σήμαινε θόρυβο, φασαρία [...] υπάρχει ορχήστρα με αυτό το όνομα [...] είναι σήμερα όρος μουσικός [...] «το μεγάφωνο κατεβάζει πολλή βαβούρα» [...] «παλιά άκουγα βαβούρα» κι εννοούν heavy metal.
(Σ.Σ. θα ήταν ενδιαφέρουσα μια καταγραφή της διαδρομής της μεσαιωνικής, μη σλανγκικής λέξης «βαβούρα» από τα χρόνια του Βιτσέντζου Κορνάρου, ή και πιό πριν, μέχρι τη Μεταπολίτευση, από την οποία και μετά η λέξη έχει αποκλειστικά αργκοτική απόχρωση. Ίσως ο φερώνυμος Τζώνυ και το συγκρότημά του; Βδγ, ρήμα στον Ερωτόκριτο: βαβουρίζω. Ρήμα της τελευταίας 30ετίας: βαβουριάζω. Κατ' αναλογία προς το ήδη ρεμπέτικο «μανουριάζω»;).

[...] και κάναν όλοι μαζί ουά, ουά...κάτι σβομπίλοι εκεί πέρα[...]
(Σ.Σ. Την αγνώστου ετύμου, ξεχασμένη πλέον λέξη «σβομπίλος» τη χρησιμοποιούσαμε, τουλάχιστον μέχρι το '80-'81 με την σημασία: χαζός, μαλάκας. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλιαράκι την ανέσυρα από τα πλέον κονισαλέα ερμάρια της μνήμης μου, και ο παντεπόπτης γούγλης απέδωσε απίστευτα αποτελέσματα. Κατόπιν τούτου, τι να πω κι εγώ ο φτωχός ;. Η λέξη πάντως υπήρχε, και μάλιστα η κλητική της ήταν σε -ο: Άντε ρε σβομπίλο!)

[...]Ενδιαφέρον έχουν και οι παρακάτω φράσεις:
στανιάρησα = μαστούρωσα, χόρτασα (Σ.Σ. δεν θα χαρακτήριζα ακριβή την ερμηνεία)
ξενέρωσα = συχάθηκα, βαρέθηκα
είμαι νεκρός = δεν έχω λεφτά (Σ.Σ. χρησιμοποιούσαμε επίσης την έκφραση είμαι τσέτουλα= άφραγκος, η οποία είναι βεβαίως πολύ παλιότερη, όπως μας πληροφορεί ο Πονηρόσκυλος).
είμαι στην πείνα = μου λείπει κάτι για καιρό
κάνω κεφάλι = στανιάρω (Σ.Σ. πάλι κομματάκι φάλτσο)
κολλητά = τώρα αμέσως
τανζανιάρης = άτακτος (Σ.Σ. με προβληματίζει το -ν-, αν δεν πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους. Αποκαλούσαμε ταρζανιά την ριψοκίνδυνη και επιδεικτική συμπεριφορά. Για τους βιρτουόζους επιδειξίες σε μπιλιάρδο, μπάλα κλπ χρησιμοποιούσαμε, λίγο, το προφανούς ετυμό ρήμα ζιγκολάρω και, πολύ λιγότερο, την έκφραση ζογκλερικές ενέργειες).
λινάτσα, λέζος, λινός = κωλόπαιδο, κουφάλα (Σ.Σ. αν θυμάμαι καλά, είχε περισσότερο την έννοια του φλώρου. Τη λέξη «λέζος» την αγνοώ).
ρύζι = κορόιδο (Σ.Σ. αγνοώ την έκφραση)
ποίημα = ψέμα (Σ.Σ. έχει να κάνει περισσότερο με το χαφιεδιλίκι και δη εντός φυλακής, όπως μας διαβεβαιώνει ο Πετρόπουλος).
παραμύθα = ηρωίνη
γαμιστερός = ωραίος.

[...]γι αυτούς που πηγαίνουν στις ντίσκο [...] λέγαμε βουτυρόπαιδο, σοκολατόπαιδο (Σ.Σ. λέξη που εμφανίζεται σε τραγούδι του Σαββόπουλου στο μεταπολιτευτικό «Δέκα χρόνια κομμάτια»). Μετά έγινε καρεκλάς. Μετά έγινε κυρίζι (Σ.Σ. βλέπε σχόλια ΜΧΣ και Χότζα εδώ) , κυριλές, κυριλόβιος, ξενέρωτος, ξενέρι, φλώρος, ντισκάς, ντισκόβιος, γκίραπας ή γκιράπης, τυρί, φλούφλης, και τσινάρι (ειδικά στη Θεσσαλονίκη). Οι ντισκάδες λέγανε τους ροκάδες αλήτες, λεχάρια, φρικιά [...] Η λέξη αυτή (φρικιό) έχει [...] πέντε καταλήξεις: φρικιό, φρικιάρης, φρίκος, φρικάς, φρίκουλος.
[...]με τις καταλήξεις θα δημιουργούσαμε [...] φρικιά, χιπιά, πανκιά, φλώρια, τσόλια, φρικάς, ροκάς, ντισκάς, σοουλάς, μπλιτσάς, χεβυμεταλάς, σκυλάς [...] κλεφτρόνι, πρεζόνι, πουστρόνι, γυφτρόνι, παιχτρόνι. Ενώ κατά το παλιό καφενόβιος: μηχανόβιος, αλητόβιος, κυριλόβιος, λαϊκόβιος, ντισκόβιος, πανκόβιος, στρατόβιος, φυλακόβιος, μπλακσαβατόβιος...
(Σ.Σ. στη λέξη «τυρί» δίναμε την έννοια: πλαδαρός, αγύμναστος φλώρος. Ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το ψωμί, που επίσης χρησιμοποιούσαμε).
........................................................................................................
Αυτά (ουφ!). Τι με κάνατε και θυμήθηκα ρε μπαγάσηδες... και πόσα λίνκια... (δ)ράκος έγινα... Αιτούμαι πενθαήμερος αγροτική άδεια για να μαζέψω τα κομμάτια μου. Όσο θα λείπω, εσείς δείτε εϊτίλα και ογδόνταζ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περπάτημα προς τα πίσω, ελληνιστί φεγγαροπερπάτημα (δεν το λέει σχεδόν κανείς πια έτσι). Είναι η πιο γνωστή χορευτική κίνηση του Μάικλ Τζάκσον που όμως έχει μεγάλη προϊστορία.

● μια εισοδος με μουνγουοκινγκ στην επομενη συναντηση με τους βαρετους ευρωπαιους θα ανεβαζε κι αλλο τη δημοφιλια του γιανη
● Στις σχέσεις δεν κανω ποτε πισωγύρισματα. ...Ισως μερικές φορές λιγο μουνγουοκινγκ••
● Σύμφωνα με πρόχειρο υπολογισμό, όλοι καπχοια στιγμή δοκιμάσαμε να κάνουμε μουνγουοκινγκ σαν τον Μιχάλη τον παοκτζή a. k. a Jackson
● Φοβαμαι μη βρω γκομενο κ δεν μπορω να πηγαινω για κατουρημα με μουνγουοκινγκ.

THE BEST MOONWALK EVER !! IN SLOW MOTION - MICHAEL JACKSON  (από soulto, 13/03/15)(από soulto, 15/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση υπάρχει από την δεκαετία του '80, τότε που η πλατεία την Εξαρχείων στην Αθήνα ήταν μέρος που δεν σύχναζε ο οποιοσδήποτε...

- Ρε Νίκο τι θα κάνουμε σήμερα:
- Ξέρω γω;... πάμε πλατεία; (εννοώντας την πλατεία Εξαρχείων...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γιατί γουστάρουμε τα ’80′s, λατερμένε (από το λατέρνα, διότι μια δόση λατερνατζή την έχουμε, αμέ;) αναγνωσταράκη μου;

Διότι τα έιτις αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη γενιά. Προσωπικά μεγάλωσα στην εϊτίλα.

Τα ’80′s έχουν μια δική τους φόρμα. Τα μακριά μαλλιά, που όμως είναι κοντοκουρεμένα μπροστά, τα σηκωμένα και διπλωμένα μανίκια στο σακάκι, το ουίσκι με πάγο και κοκα-κόλα (ζήτω ο εμφιαλωμένος ιμπεριαλισμός!). Οι καλτ ταινίες σε VHS, Κώστας Τσάκωνας, Βουτσάς, ο Στάθης Ψάλτης και η Καίτη Φίνου. Κρατική τηλεόραση μόνο και τηλέφωνο είκοσι χρόνια μετά την αίτηση. Μαγκάιβερ και αμερικάνικη προπαγάνδα, Ρόκι Μπαλμπόα και αμερικάνικη προπαγάνδα, Ράμπο και αμερικάνικη προπαγάνδα, στις ταινίες οι Ρώσοι, οι Κινέζοι, οι Κουβανοί, οι Βιετναμέζοι, οι Βορειοκορεάτες, οι Ανατολικογερμανοί και άλλοι τυχαία επιλεγμένοι λαοί ήταν οι κακοί.

Παπούτσια Ζίτα, Strike (φοράει Στράικ και καρφώνει), ιστορικές διαφημίσεις. Χάρυ Κλυν σε κασέτα, Παπακωνσταντίνου στα φόρτε του, Νταλάρας με μαλλιά, έξω η ΕΟΚ-έξω το ΝΑΤΟ.

Στα τρία κόρνερ πέναλτι, οι σπόντες δεν μετράνε, μπακότερμα(ν), Στρουμφάκια, Μαμούθ Κόμιξ, Κάντι-Κάντι, Χάιντι, Νιλς Χόλγκερσον, Άμπρα-Κατάμπρα, αλάνες με χώματα, ματωμένα γόνατα, του Κουτιού τα Παραμύθια, Σάγκμα, Οδύσσεια του Διαστήματος και Νονό…

Ανδρέας Παπανδρέου, Κουτσόγιωργας, Κοσκωτάς, σκάνδαλα, Μιμή, Τόμπρας, κάθαρση, οικουμενική.

Το τείχος υπήρχε, το Πολυτεχνείο ήταν ζωντανό, η Πρωτομαγιά ήταν πραγματικά ταξική γιορτή. Στους Αμερικανούς έσκασε το Τσάλεντζερ και στους Σοβιετικούς έσκασε το Τσέρνομπιλ. Γιαννάκης, Γκάλης, Φάνης Χριστοδούλου-μπέμπης και Αργύρης Καμπούρης-οικοδόμος και Εθνική Ελλάδος να παίρνει το κύπελλο κόντρα στην ΕΣΣΔ!

Ντίσκο, lead organs σε 16-bit, συνθεσάιζερ και drum machines. Apple Macintosh, Amiga, Amstrad, μονόχρωμες οθόνες και γραμμές εντολών.

Στο τέλος το τείχος το ρίξανε και τέλειωσαν και τα έιτις, ήρθε η Τέκνο και τα κλαμπ, οι Πάουερ Ρέιντζερ, η ιδιωτική τηλεόραση κι ο εκσυγχρονισμός.


Κοπιπέιστ από εδώ.

- Πάμε το Σάββατο στον Σεφερλή;
- Σε ποιοοοοόν; Ο τύπος ειναι στην καλύτερη περίπτωση ο Στάθης Ψάλτης του 2010. Εϊτίλα με 30 χρόνια καθυστέρηση...

βλ. και ογδόνταζ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που δηλώνει επιδοκιμασία για κάποια πράξη ή αντίδραση ενός ατόμου σε κάποια κατάσταση.

- Χριστός Ανέστη...
- Μαγκιά του!

Στο 1:51. (από patsis, 30/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο που γουστάρει τα ταξίδια.

Κάποιος που έχει σκουλήκια ο κώλος του, της περιπλάνησης, που δεν τον χωράει κανένας τόπος για πολύ καιρό, και που όταν ακούει τον Χριστιανόπουλο να λέει για «δέντρα που ριζώνουν κι' ομορφαίνουνε το μέρος όπου φύτρωσαν», γελάει με τον ποιητή που περιφρονεί τις μέλισσες.

Στην απλούστερη περίπτωση, άτομο που δεν στεναχωριέται ανάμεσα σ' ανατολή και δύση, αλλά χρησιμοποιεί συχνά το διαβατήριό του, ή τουλάχιστον ξεκολλάει απ' την πόλη ή το χωριό αρκετά για να μη γελάει πλέον με αστεία τύπου «σουβλάκι-καλαμάκι».

Αν όχι παρμένο, οπωσδήποτε διαδεδομένο από το ομώνυμο τραγούδι από Τρύπες (1985) και μετά.

  1. Αν είσαι ταξιδιάρα ψυχή δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθησυχάσεις το πνεύμα σου, πέραν του ταξιδιού, είναι κάτι σαν ναρκωτικό της ψυχής... Εγώ είμαι έτσι... Δεν έχω την κάρδια ενός μεγάλου ποντοπόρου, μάλλον όχι, αν και θα δεχόμουν με μεγάλη χαρά την πρόσκληση σε μια εξερεύνηση του διαστήματος... Πάραυτα θεωρώ ότι αποζητώ το ταξίδι για δικούς μου προσωπικούς λόγους... (από εδώ)

  2. Αν δε σε κραταει τιποτα πισω κ εισαι ταξιδιαρα ψυχη η καλυτερη συμβαση ειναι αυτη του ΕΛΓΑ. Μιλαμε για πολλα λεφτα!!! Υπαρχουν καποια κεντρα στην ελλαδα του ελγα και κανοντας την αιτηση σου σε κατατασσουν αναλογα με τα μορια σου σε καποιο κεντρο, στην αιτηση δε δηλωνεις περιοχη, σε οποιο κεντρο θελουν σε πανε. (από εδώ)

  3. καλά ταξίδια σε όλες τις ταξιδιάρες ψυχές.... Χαίρομαι, που σήμερα μπήκα σε αυτήν την οικογένεια των ταξιδιάριδων....Ισως το μόνο που μας έχει απομείνει να μας δίνει ακόμα χαρά είναι τα ταξίδια μας........μπροστα σ' αυτήν την ολοσχερή κρίση της Ελλάδας μας.... Αύριο φεύγω για Ρώμη... (από εδώ)

Τρύπες, «Ταξιδιάρα ψυχή» (1985) (από vikar, 26/07/11)"But a village is not a town, just couldn\'t tie me down..." (Μπλάκ Κίζ) (από vikar, 26/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης και Ριντζ Φόρεστερ: Ο ωραιοπαθής και συνάμα λιγδιάρης τύπος, ο οποίος δε χάνει ευκαιρία να διαφημίσει το πέσιμο του, θεωρώντας ότι έτσι θα ανέβει στην εκτίμηση της παρέας του, εξασφαλίζοντας έτσι το αντίθετο αποτέλεσμα. Συντ.: Ριτζ / Ριντζ.

Από το γνωστό χαρακτήρα της σειράς «Τόλμη και γοητεία»

- Δε σας είπα, χθες το βράδυ που βγήκα, την έπεσα σε τρία γκομενάκια και τσίμπησα τηλεφωνάκι από όλες.
- Ποιος είσαι, ρε μεγάλε, ο Ριτζ Φόρεστερ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία