Συνήθως προηγείται ρήμα κίνησης, π.χ. πηγαίνω στα τυφλά, βαδίζω στα τυφλά, ακολουθώ κάποιον στα τυφλά, κτλ.

Κυριολεκτικά σημαίνει ότι κινούμαι σε σκοτεινό χώρο και δεν βλέπω πού πάω, ενώ μεταφορικά ότι κάνω κάτι χωρίς να είμαι σίγουρος ότι το κάνω σωστά ή όπως πρέπει, χωρίς να έχω στοιχεία ή αποδείξεις, στην τύχη, μόνο και μόνο επειδή ακολουθώ το ένστικτό μου ή επειδή δεν έχω άλλη λύση.

  1. Η λάμπα είχε καεί και στο πυκνό σκοτάδι δεν έβλεπα τίποτα. Πήγαινα στα τυφλά, τοίχο τοίχο, μέχρι να βρω την πόρτα για να βγω έξω.

  2. Δεν έχω ξαναπάει στην Τρίπολη και δεν ξέρω τους δρόμους. Αφού δεν έχουμε και χάρτη, πάμε στα τυφλά κι όπου μας βγάλει...

  3. Υποψιάζομαι ότι αυτό το τηλεφώνημα είναι δουλειά του παρανοϊκού εμπρηστή. Αλλά πως να το αποδείξω; Βαδίζω τελείως στα τυφλά! Παναγιά μου, εσύ που είσαι μάνα κι αγαπάς όλες τις μάνες του κόσμου, ρίξε μου ένα σημάδι για να καταλάβω ότι είμαι στο σωστό το δρόμο! (μονόλογος της Ελένης Ράντου στο σήριαλ «Σαββατογεννημένες», δείτε το βίντεο παρακάτω)

Ελένη Ράντου - Σαββατογεννημένες (από elias-jelay, 30/12/09)Τρωκτικό στα τυφλά (από Vrastaman, 30/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν είναι σλανγκ, δεν είναι ιδίωμα, είναι ελληνικότατο επίρρημα, που σημαίνει ευθύ βλέμμα, χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, δηλαδή ατενώς. Έλα όμως που χρησιμοποιείται πολλάκις από τον Ανδρέα Εμπειρίκο στον Μεγάλο Ανατολικό και έτσι, ως φόρο τιμής σε αυτόν τον φοβερό λεξιπλάστη, πρέπει να γίνει αναφορά και σε αυτό το λήμμα.

  1. Τον κοίταξε ασκαρδαμυκτί και χωρίς δισταγμό του βρόντηξε το όχι μέσα στην μάπα.
  2. ...... ο καυλωµένος φύλαξ, κοιτάζων ασκαρδαµυκτί την Φλώσσυ εις τά µάτια, µε ευγένειαν και καλωσύνην, ...(η συνέχεια στις σελίδες του Μεγάλου Ανατολικού - μέρες που είναι μην κολλαστούμε κιόλας)

Κλασική χρήση του "ασκαρδαμυκτί" από Χάρρυ Κλυνν στα πρώτα δευτερόλεπτα (από Hank, 11/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία