Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Φιλική συμμετοχή dryhammer

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

"Το «α βάρα» ήταν ένα φραγκολεβαντίνικο κοινό ναυτικό κέλευσμα. Είναι το αντίστοιχο του επίσημου κελεύσματος: «άπωσον!» (σημ. Δ.Μ. :σπρώξε μακριά)

Πρόκειται για δύο λέξεις “a vara”. Η λέξη βάρα σήμαινε ξύλο που, τιθέμενο πλαγίως, συγκρατεί το σκάφος. Κατ΄ επέκταση κάθε ξύλο που τίθεται πλαγίως.

Η σημασία του προστάγματος αβάρα ήταν: να πλεύσεις με τη βάρα, δηλ. σπρώχνοντας. Συνήθως το κέλευσμα «αβάρα!» δίνεται από τον λέμβαρχο προς τον πρόκωπο της λέμβου που προσπαθεί με τη βάρα να αποτρέψει τη συνέχεια της πλεύσης του σκάφους βάζοντας το κοντάρι (τη βάρα) ως αντέρεισμα (κόντρα) στο πλησιέστερο σταθερό έρεισμα (βράχο, προβλήτα, άλλο σκάφος ή και προς το βυθό όταν είναι ρηχά).Οταν επλεαν α βαρα τα αλλα μεσα προσωθησης ειναι αδρανη. Άρα τη βάρα χρησιμοποιούσαν και για να έλξουν το πλεούμενο. Για το σκοπό αυτό η βάρα είχε στην άκρη της μια μύτη σαν δόρυ αλλά και ένα γάντζο όπως και η πίκα.

ΣΥΝΩΝΥΜΑ (σημ. Δ.Μ. για τη βάρα): πίκα και στάλιξ ή σταλίκι

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

Από το Λατινικό ρήμα varare που σημαίνει διασχίζω, περνώ.

Φαίνεται να σχετίζεται με το αρχαίο βαρέω = πιέζω που ήταν εν χρήσει με μεταφορική σημασία. Το βαρώ με την σημασία του κτυπώ προέκυψε στο μεσαίωνα. Κατά τον Μπαμπινιώτη 171 από την βαρεία σφύρα την σημερινή βαριά." Από εδώ

Τα παραπάνω (από το Στουγιαννίδη) δείχνουν την εξέλιξη του όρου. Στις μέρες μας εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους της θάλασσας ως προστακτική του ρήματος αβαράρω που επίσης χρησιμοποιείται. Στα μικρά σκάφη γίνεται με τα χέρια, αν και είναι επικίνδυνο να πιαστούν αυτά ανάμεσα στο σκάφος μας και το "απωθούμενο" σκάφος ή την προκυμαία.

  1. ΑΒΑΡΑ ΜΑΛΑΚΑ! Πέσαμε απάνω στο ξένο καΐκι! Θες να πληρώνουμε κερατιάτικα πρωί-πρωί;

(Ένα πλεονέκτημα του προστάγματος αυτού είναι ότι είναι ευδιάκριτο και χάρη στα "α", προσφέρεται για πολύ δυνατές κραυγές. Αν συνδυαστεί δε με το "μαλάκα", το αποτέλεσμα είναι πιο εμφατικό).

Δεν έπιασε το "ανάποδα" κι όπως πήγα ν' αβαράρω μού 'πιασε το χέρι η κουπαστή. Ίσα που πρόλαβα να το τραβήξω με κάτι γρατζουνιές. Λίγο ήθελε να μου το κάνει λιώμα!

Επίσης χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια του "μακριά" (από κάποιον).

Ήρθε πάλι και μου τό' παιζε φίλος. Λες και δεν ξέρω τι κουφάλα είναι! Ρε αβάρα!

Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί (με την προηγούμενη έννοια) την έκφραση:

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη με σλανγκικό ενδιαφέρον, καθώς έτσι αποκαλούν οι θαλασσινοί (νάπται τε και καραβοκύρηδες) οποιονδήποτε ή οτιδήποτε ευδοκιμεί στην ξηρά και δεν έχει σχέση με τα την θάλασσα και τα ναυτικά.

Ο χαρακτηρισμός του στεριανού δεν υποκρύπτει ντε και καλά υπεροψία, μίσος ή ύβρη. Για αυτά υπάρχουν άλλα σχετικά κοσμητικά:

Υβριστικά θα αποκαλούσαν κάποιο ή "άναυτο" ως μη έχοντα ναυτοσύνη (seamanship -που είναι μεγάλη κουβέντα) ή στη χειρότερη "τσοπάνη" (ορεινό άρα παντελώς άσχετο). Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί έχουν κυρίως να κάνουν με τη νοοτροπία (εργασιακή, τρόπο αντίδρασης και αντιμετώπισης προβλημάτων, περί του πρακτέου εν γένει).

Ξηροσφύρης σε πιμική συζήτα

Θα έλεγα ότι για τους ναυτιλομένους το στεριανό εμπεριέχει περισσότερο το ζενεσεκουά του αλλότριου, του ξένου, αίσθημα πρόδηλο στην "Στεριανὴ Ζάλη" του Ν. Καββαδία:

Χαμηλὸς οὐρανὸς γιομάτος ἄστρα,
μὰ δὲ μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ σὲ γνωρίζει.
Ἡ μπαρκέτα γυρίζει; Δὲ γυρίζει.
Τὸ κορίτσι νυστάζει στὴν Καράστρα.

Πρόκειται δηλαδή για...

...αίσθημα που βαραίνει τον ναυτικό, όταν βρίσκεται στη στεριά. Πρόκειται για μια αίσθηση αστάθειας, ιλίγγου και αποπροσανατολισμού ανάλογη με τη ναυτία που προκαλεί στους στεριανούς η θάλασσα και που οφείλεται στο γεγονός ότι ο στεριανός νιώθει πως η στεριά είναι χώρος στον οποίο δεν ανήκει. (εδώ)

...λαμαρινίαση, ένα πράμα.

Συχνά παίζει αμφίδρομο δέος μεταξύ θαλασσινών και στεριανών.

johnblack: - H καραβίσια μακαρονάδα είναι απλούστατα η πεντανόστιμη, εν πλω παρεσκευασμένη, μακαρονάδα με ολόφρεσκα θαλασσινά καλούδια (γαρίδες, μύδια, αστακόνια και τα ρέστα). Οι ναυτικοί/ψαράδες διαθέτουν αμεσότερη πρωτογενή πρόσβαση σε αυτά τα καλούδια, ενώ αντίθετα εμείς για να τα δούμε στο στεριανό μας τραπέζι πρέπει να τα πληρώσουμε χρυσάφι...

HODJAS: - Όσο για την πχιότητα της καραβίσιας μακαρονάδας (μια φορά κι έναν καιρό πάμφθηνη και χορταστική στα πλοία για Κρήτη) ας μοι επιτραπεί να αμφιβάλλω. Ήδη ο Καββαδίας απο το ’50 έλεγε «παινεύουν οι στεριανοί τη μακαρονάδα του πλοίου και μπαίνει ο διάολος μέσα μου»...(εδώ)

Πέον τέλος να αναφερθεί ότι οι θαλασσινοί ενίοτε τα θαλασσώνουν στην στεριά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους εφοπλιστάδες. Σε αντίθεση με βορειοευρωπαίους, ασιάτες και αμερικλάνους εφοπλιστές, οι δικοί μας δεν βγάζουν λεφτά λειτουργώντας ή ναυλώνοντας τα παπόρια τους. Αντιθέτως βγάζουν τις κάλτσες τους εκμεταλλευόμενοι με μαεστρία της κυκλικές διακυμάνσεις στην αγορά ναυτιλίας, αγοράζοντας βαπόρια μπιρ παρά και μοχοπουλώντας την σωστή στιγμή εν είδει διαπραγματεύσιμου εμπορεύματος (tradeable commodity). Έτσι εξηγείται το φαινόμουνο πολλοί εφοπλιστές να μην έχουν καράβια για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Κάπιοι εφοπλιστές δοκίμασαν την τύχη τους και σε στεριανές επενδύσεις, τοποθετώντας τα κέρδη τους από αγοραπωλησίες καραβιώνε σε τράπεζες, ακίνητα, ΜΜΕ, ενέργεια, κλπ. Οι στεριανοί χρονισμοί είναι εντελώς διαφορετικοί, τα λεφτά στην στεριά απαιτούν περισσότερο χρόνο να αβγατίσουν. Συνηθισμένοι να γυρίζουν γρήγορα κέρδη στην θάλασσα, οι καραβοκύρηδες εκνευρίζονται, χάνουν την υπομονή τους, και συχνά κάνουν απονενοημένες κινήσεις με αποτέλεσμα να χάνουν ένα σκασμό λεφτά.

- Γιατί τόσα δανεικά σε επιχειρήσεις οι οποίες καίνε τα λεφτά, που βγάζουν τα βαπόρια του Ρέστη; Διότι είναι γνωστό σε όλους ότι, από τότε που ο "καπετάν Βίκτωρ" βγήκε στην στεριά, χάνει στις στεριανές δουλειές τα λεφτά, που του "γεννάνε" τα καράβια! (εδώ)

- πολλοί γνωστοί εφοπλιστές μπήκαν στη διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Marfin Investment Group με τιμή τα 6,7 ευρώ (...) Σήμερα η τιμή της βρίσκεται στα 0,2 ευρώ (...) Από τότε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, το MIG τώρα πια μεταφράζεται ως «Money Is Gone» (εκεί).

Σλανγκασίστ κι ευχαριστήρια στους συναυτεργάτες Δωνμήτσο (βλ. το ανύπαρκτο λολοπαίγνιό του "μήδι στεριανό", εδώ) και τον Ξηροσφύρη (βλ. τις μαραμπούστικες αναφορές του, εκεί).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι η λαϊκή τραγουδίστρια εκ των καημός και μπουρού (δηλαδή το όστρακο που αντηχεί και κάνει βουητό, εκ του τουρκικού boru). Είναι 'λαδή σαν να λέμε αυτή που βουίζει με καημό. Κατ' επέκταση και όποιος άλλος βουίζει ή βοά με καημό και οδύνη.

Αγαπημένες καλιαρντές φιλεναδίτσες, οι ντελεκτουέλ κατσικοπόδαρες και καημομπουρούδες, άσεφτες αβέλωτες κακομοίρες, σας αβέλω καλιαρντομπέναμα... Προσέξτε καλά... θα αρπάξω την ψωμοσάκουλα και θα αβέλω καλιαρντά χαλέματα... Προσέξτε θα πάτε ατζινάβωτες απ'το καλιαρντό ντούπ και απ'το τσουρνό... Θα σας αβέλω συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη μέχρι να τζάσουν τα παγκριά σας και να αφρίσουν τα μουτζά σας... Όσο για εσάς τις άλλες τις σαρμελοτζουσαριστές, θα σας βγάλω στο γυρωδιακονιάρισμα... Λούγκρες Έλλεεινες... Σας αβέλω κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες που μπενάβουν καλιαρντά. Θα σας αβέλω μπαξ και λατσή καλιαρντό τζαστικό μέχρι η πούλη σας να κροταλάει στον κατήφορο. Σας δικέλω να τζάτε τα τιραχά και να αδικοκουτιαζόσαστε. Αυτά λοιπόν καλιαρντές φιλενάδες μου ούψα και στο λατσοδίκελμα, μπλαντορούφες καλιαρντές. Σας ΑΓΑΠΩ. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

σλανγκασίστ από Βάνια (σχόλιο στο λήμμα σκουρδουλιάζω):

@don: διαβάζεις και τις τελείες. Βρήκες τους γουλόζους,τα τσατάλια όμως; Δώσε Κύθνο!

Ναυτική έκφραση αναφερόμενη σε ιστιοφόρα εμπορικά σκάφη (εν χρήσει μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τον οποίον όλα σχεδόν τα εμπορικά καΐκια έγιναν μηχανοκίνητα).

Καταμεσίς του μπουγαζιού πέσαμε σε καραντί. Σε λιγάκι κάτι έκανε να φυσήξει, μια μπαχαρία, ήτανε πρύμα ο καιρός, κάναμε τσατάλια τα πανιά και φτάσαμε σιγά-σιγά.

καραντί: άπνοια (με "βουβό" κύμα)

πρύμα (ο καιρός): ούριος άνεμος

Το είχα ακούσει από τον παππού μου τον καπτα-Μήτσο (1893-1974) πως "έκανε τα πανιά τσατάλια" όταν ταξίδευε "στα πρύμα", δηλαδή όταν ουριοδρομούσε. Έστρεφε το ένα πανί πλάγια προς τη μιά μεριά του σκάφους και το άλλο προς την αντίθετη, ώστε νά'ρθουν σχεδόν κάθετα ως προς τον άξονα του σκάφους. Κατ' αυτόν τον τρόπο "έπιαναν" περισσότερο αέρα (μιλάμε για δικάταρτα καϊκια με ιστιοφορία μπρατσέρας, όπου τα πανιά, κανονικά, ήταν διατεταγμένα παράλληλα με τον άξονα του σκάφους).

Σκαρίφημα 1

Αριστερά στο Σκαρίφημα 1 είναι μιά κανονική πλεύση (πλαγιοδρομία) με τά πανιά στην ίδια πλευρά του σκάφους και σχεδόν παράλληλα προς τον διαμήκη άξονα, ενώ δεξιά (ουριοδρομία) τα πανιά είναι σε αντίθετες πλευρές και σχεδόν κάθετα στον άξονα του σκάφους (τσατάλια).

Ετυμολογία από το τουρκικό çatal: πηρούνι.

(Πιθανή) εξήγηση του όρου: Αν έβλεπε κανείς τις αντένες των πανιών από την πρύμη του σκάφους, όπως ήταν τοποθετημένες από την μιά κι από την άλλη πλευρά των καταρτιών σχημάτιζαν (με τα κατάρτια) μια μεγάλη τρίαινα => πηρούνι => çatal.

Σκαρίφημα 2

Το σκαρίφημα 2 δείχνει πώς φαίνεται από την πλευρά της πρύμης ένα σκάφος που ουριοδρομεί με τα πανιά τσατάλια. Μπορεί κανείς να διακρίνει την "τρίαινα" που σχηματίζουν οι αντένες των πανιών με τα κατάρτια.

Μπρατσέρα

Η μπρατσέρα του καπτα-Μήτσου "Παναγία Περιβολή" ζωγραφισμένη από το λαϊκό θαλασσογράφο Γλύκα το 1924.

Η μπρατσέρα (ιταλικό brazzera) ήταν μικρό ιστιοφόρο σκάφος, με δύο κατάρτια, με πανιά τραπεζοειδούς σχήματος (ψάθες) και δυό φλόκους στον πρόβολο (μπαστούνι ή μπομπρέσο). Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν το πιό συνηθισμένο μεταφορικό μέσο για εμπορεύματα και επιβάτες, ιδιαίτερα στα μικρά νησιά της λεγόμενης "αγόνου γραμμής" για τα βαπόρια.

μπρατσέρα μου έλα γιαλό

Προσωπικά, το θεωρώ "ναυτικό όρο" και όχι μέρος της Θερμιώτικης ντοπιολαλιάς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βαπόρι, ή παπόρι < ιταλ, vapore (ατμός και ατμόπλοιο) είναι το ατμόπλοιο, γενικά το μηχανοκίνητο πλοίο, (όχι το ιστιοφόρο που είναι καράβι).

Αλουές (άγνωστου -για μένα- ετύμου . Εικασία: αγγλ. alley = δρομίσκος) ο διάδρομος του πλοίου μέσα στο κομοδέσιο αλλά και στα ξύλινα ο περιφερειακός του καταστρώματος.

Λαγουμάνος παραφθαρμένος τύπος του λαβομάνο (ιταλ. lavamano < lavare - πλένω + mano - χέρι )= νιπτήρας.

Κουραδόρος (Tween deck) ή Υπόφραγμα (από το corridor = διάδρομος;;) Είναι ένα «ενδιάμεσο κατάστρωμα» το οποίο μπορεί να είναι μόνιμο (ακίνητο) ή μετακινούμενο, σε κάποια συγκεκριμένη όμως θέση. Κουραδόροι υπάρχουν μέσα στα αμπάρια αρκετών φορτηγών πλοίων και είναι ένα δεύτερο (ενδιάμεσο) κατάστρωμα κάτω από το «κύριο» κατάστρωμα, χωρίζοντας έτσι το αμπάρι σε χωριστά τμήματα, κατά ύψος. Ο χώρος κάτω από το υπόφραγμα λέγεται κατάμπαρο (Lower Hold) και ο χώρος πάνω από το υπόφραγμα λέγεται απλά κουραδόρος (Tween deck). Είδος κουραδόρου βλέπομε στο γκαράζ των επιβατηγών όπου μια ράμπα κατεβαίνει για να φορτώσει ΙΧ αυτοκίνητα στον «πάνω όροφο».

λεζάντα εικόνας

Κουβούσι είναι το πλαίσιο γύρω από το άνοιγμα του αμπαριού, το οποίο είναι υπερυψωμένο για την αποφυγή εισροής υδάτων.

Όκια (άγνωστου -για μένα- ετύμου) είναι οι τρύπες στην δεξιά & αριστερή μάσκα της πλώρης, απ' όπου περνάνε οι καδένες από τις άγκυρες, επίσης όκια βρίσκονται και σε άλλα σημεία του πλοίου απ' όπου περνάνε οι κάβοι.

-Τονε βλέπεις το χοντρό με το μουσάκι; Είναι ένας κουραδόρος περιωπής…

- Κουραδόρος;; Άσχετε! Άναυτε!

- Μα τι είπα πάλι και φωνάζεις;

Ο θερμαστής - 1934

Στίχοι - Μουσική: Γιώργος Μπάτης

Μηχανικός στη μηχανή / και ναύτης στο τιμόνι / κι ο θερμαστής στο στόκολο / μ’ έξι φωτιές μαλώνει.

Αγάντα θερμαστάκι μου, / και ρίχνε τις φτυαριές σου / μέσα στο καζανάκι σου / να φτιάξουν οι φωτιές σου.

Να προσθέσω μια στροφή που έβαζαν ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη και δεν υπάρχει στην ηχογράφηση.

Τι να σου κάνω πρώτε μου / δεν είναι από τα μένα / που 'ναι τα κάρβουνα ψιλά / τα τούμπα βουλωμένα.

Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστό / το Μπέι να περάσω / και μες του Κάρντιφ τα νερά / εκεί να πάω ν’ αράξω.

Μα η φωτιά είναι φωτιά, / μα η φωτιά είναι λαύρα / κι η θάλασσα μου τα 'κανε / τα σωθικά μου μαύρα.

Ο Θερμαστής ανήκει στο κατώτερο ‘’πλήρωμα μηχανής’’ του πλοίου. Είναι ο επιφορτισμένος με το άναμμα του ατμολέβητα και τη παρακολούθησή του. Γενικά με τον αυτό όρο φέρονται και οι επιφορτισμένοι αντίστοιχα σε εργοστασιακούς χώρους, σιδηροδρόμους (παλαιότερα) κ.α.

Στόκολο (στα αγγλικά stokehold, ή fire-room, ή boiler-room) Λεβητοστάσιο πλοίου, είναι το ιδιαίτερο διαμέρισμα του πλοίου (τώρα τμήμα του μηχανοστάσιου) μέσα στο οποίο εγκαθίσταται ο ατμολέβητας με τα αναγκαία για τη λειτουργία του μηχανήματα και συσκευές. Στα πλοία με κινητήρες εξωτερικής καύσης (κάρβουνο), στόκολο είναι το διαμέρισμα του πλοίου με τα καζάνια και τους φούρνους.

Οι φωτιές είναι έξη, όσα και τα καζάνια των ατμόπλοιων. (κι όχι «με τσι φωτιές»)

Τα ψιλά κάρβουνα έπαιρναν αμέσως αλλά έβγαζαν κάπνα και σκόνη (άκαφτος άνθρακας και ιπτάμενες τέφρες) που έφραζαν τα τούμπα και δεν είχαν διάρκεια.

Τούμπο (το) (αγγλ. Tube) είναι ο σωλήνας μεταφοράς (αερίων, υγρών, τροφίμων κλπ).

Ρασκέτα, λοστός και φτυάρι είναι εργαλεία των θερμαστών.

Ρασκέτα (ισπαν. rasqueta, ιταλ raschietto= ξέστρο, εργαλείο ξυσίματος raschiettare = αποξέω) είναι η ξύστρα σαν τσουγκράνα που οι θερμαστές έξυναν και καθάριζαν τις σκάρες που τροφοδοτούσαν με κάρβουνο τα καζάνια στα ατμοκίνητα πλοία.

Το Μπέι - ο Μπέης (αγγ. bay = κόλπος) είναι ο Βισκαϊκός Κόλπος (bay of Biscay), που ορίζεται δυτικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό, νότια από Πορτογαλία και Ισπανία και ανατολικά και βόρεια από τη Γαλλία. Βγαίνοντας από τη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ και κατευθυνόμενος προς το Κάρντιφ της Ουαλλίας, περνάει το Βισκαϊκό Κόλπο (δεξιά του) ο οποίος έχει συχνά τρικυμία (από την πάντα) και χρειάζεται οι μηχανές να είναι στο φουλ.

Το ατμόπλοιο "Ιωνία" με το οποίο ταξίδευε ο Νίκος Καββαδίας στις αρχές της δεκαετίας του '50.

Πατά ένα φτέρνισμα-έκρηξη και ξεκολλά μια χλέπα πάνω στο χέρι του να κρέμεται πράσινη, πηχτή και απειλητική. Κι ενώ όλοι αποστρέφονταν με αηδία, αυτος με δακρυσμένη ικανοποίηση: « Εξεφράξανε τα τούμπα ». Φαντάσου να μην προλάβαινε να βάλει και το χέρι του…

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λήμμα είναι κυρίως τεχνικό κι άμα σ' τα πρήζει, προσπέρνα το.

Μπίγα (από το ιταλικό –λένε βενετσιάνικο- biga=γερανός, φορτωτήρας)

Α. Είδος φορτωτήρα (κυρίως των πλοίων) Β. γερανοφόρο όχημα (συνήθως πλωτό)

Α. Οι μπίγες (αγγλ, derricks)των βαποριών.

λεζάντα εικόνας

Υπάρχει ένα τμήμα κινητό (ο κορμός ή μπίγα ή μπούμαderrick post) {1} που στη βάση του είναι συνδεμένο έτσι ώστε να μπορεί να κινείται και πάνω-κάτω και δεξιά-αριστερά. Στην κορυφή του έχει μάπες για να στερεώνονται τα διάφορα εξαρτήματα. Εκεί στην κορυφή είναι συνδεμένο και ένα γερό συρματόσχοινο (ο ορθωτήρας ή ποδάρι της μπίγαςtopping lift) {2} που την συνδέει με το κατάρτι και επιτρέπει την κίνηση πάνω-κάτω για να δώσουμε στη μπούμα την επιθυμητή κλίση. Από την κορυφή ακόμα περνά μέσα από μια τροχαλία ένα άλλο συρματόσκοινο με γάντζο για τα φορτία (επάρτης ή ρόναρηςrunner) {4}. Η άλλη άκρη του ρόναρη ακολουθεί τη μπούμα και τελικά συνδέεται με βίντζι. Τέλος από την κορυφή και δεξια- αριστερά υπάρχουν συρματόσκοινα (ολκοί, γκάηδεςguys) {3} για να στρίψουν τη μπίγα δεξιά-αριστερά.

λεπτομερής και αγγλόφωνη

Στα κατάρτια των πλοίων μπορεί να υπάρχουν μία, δύο ή και τέσσερις μπίγες και το ανάλογο δάσος από συρματόσκοινα τα οποία όταν το πλοίο ταξιδεύει είναι βγαλμένα και τυλιγμένα σε ειδική αποθήκη και τοποθετούνται κατά τον κατάπλου για να χρησιμοποιηθεί η μπίγα (αρμάτωμα – ξαρμάτωμα).

λεζάντα εικόνας

άμα λέμε δάσος

Μπίγες υπάρχουν και στη στεριά φορητές και πάγιες.

λεζάντα εικόνας

Η φόρτωση-εκφόρτωση με μπίγες είναι αργή (με σταθερό το ποδάρι, σήκωσε-σταμάτα, στρίψε βιράροντας τον ένα γκάη και μαϊνάροντας τον άλλο- σταμάτα, κατέβασε) ακόμα και με δύο μπίγες μαζί (η μια σταθερή πάνω από το αμπάρι κι άλλη να κάνει το στρίψιμο) κι έτσι αντικαταστάθηκαν από κρένια (cranes γερανούς) πού μπορούν να σηκώνουν, να στρίβουν, να ανεβοκατεβάζουν τη μπούμα από το χειριστήριο και από γερανογέφυρες.

κρένια με χούφτες για χύμα φορτία (σιτηρά,ορυκτά κ.ά.)

Β. Οι μπίγες – βυθοκόροι (dredges) των λιμανιών

μπίγα --ξεσκατίζει-- εκβαθύνει το λιμάνι της Χίου

-Πότε θα νετάρει η μπίγα. Όλο το λιμάνι μυρίζει σκατίλα... -Έλα, αηδίες! Αφού και τα σκατά μας ειναι μυροβόλα.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

βατσιμάνης / ντεϊμάνης / ντοκουμάνης / ταλλυμάνης / μπόμαν

Πέντε βαπορίσιες λέξεις με κοινή την αγγλική καταγωγή και το β΄συνθ. -man που εξελληνίστηκε σε -μάνης (εκτός από τον μπόμαν)

Βατσιμάνης (από το αγγλ. watchman) είναι ο ναυτικός που παραμένει φύλακας σ' ένα πλοίο (στο λιμάνι, δεμένο ή παροπλισμένο). Στο πλοίο που είναι στο λιμάνι είναι ναύτης που κάνει νυχτερινή βάρδια, ελέγχει τους κάβους, τη σκάλα (τον γκάγκουε = gangway), την φορτοεκφόρτωση σαν βοηθός του ανθυποπλοίαρχου, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Η βάρδια του συνήθως είναι εβδομαδιαία εκτός αν το πλοίο δεν πιάνει συχνά λιμάνι οπότε μπορεί να αλλάζει κάθε μέρα, κάθε δύο μέρες (για να γράψουν όλοι υπερωρίες). Στα παροπλισμένα είναι γενικά φύλακας - security.

Ντεϊμάνης (από το αγγλ. day-man) είναι φύλακας με καθήκοντα όπως του βατσιμάνη αλλά η βάρδια του είναι ημερήσια.

Στην Αμβέρσα που φορτώναμε, το βατσιμανιλίκι ήτανε παράδεισος. Κλειστά τ΄αμπάρια τη νύχτα, μαρέα(1) δεν είχε, δημόσιος υπάλληλος. Μιά ματιά στο γκάγκουε κι έγραφες ώρες. Τις υπόλοιπες μέρες τις έκανα στην ξεφόρτωση, στο Κενάι στην Αλάσκα. Με 28 ποδ(άρ)ια μαρέα μέχρι ντεϊμάνηδες βάλαμε να γρασάρουν τους κάβους.

(1) μαρέα. Η άνοδος και η πτώση της στάθμης της θάλασσας σε 12ωρο κύκλο άμπωτης και πλημμυρίδας.

Ντοκουμάνης (από το αγγλ. Donkey man). Στα ατμόπλοια ήταν ο αρχιθερμαστής (από το steam donkey ή donkey engine πού ήταν το βίντζι με ατμό -με δική του ατμομηχανή ή όχι- το ιππάριο) και όταν ο ατμός απεβίωσε, ο λοστρόμος της μηχανής όπου χρειαζόταν και τέτοιος.

Ταλιμάνης και Ταλλυμάνης (από το αγγλ. tally man). Είναι ο καταμετρητής όταν το φορτίο δεν είναι χύμα αλλά σε τεμάχια (σακιά, κιβώτια). Μπορεί να είναι μέλος ή όχι του πληρώματος και μετρά πόσα κομμάτια μπήκαν ή βγήκαν ανά αμπάρι στη βάρδια του. Tally marks είναι οι χαρακιές, γραμμούλες, τετραγωνάκια κλπ που χρησιμοποιούνται στην καταμέτρηση.

Τέλος ο Μπόμαν (από το αγγλικό pump man που τη γλίτωσε και δεν έγινε -μάνης -αν και κάπου είδα το πομάνης) είναι ο αντλιωρός και τον βρίσκεις στα δεξαμενόπλοια όπου υπάρχει και αντλιοστάσιο (pump room) να ανοιγοκλείνει βάρδουλες.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φιλική συμμετοχή dryhammer

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Πλεύση ιστιοφόρου σε κατεύθυνση σχεδόν αντίθετη προς αυτήν του ανέμου. (Στην πραγματικότητα η ελάχιστη γωνία πλεύσης, ως προς την κατεύθυνση του ανέμου είναι γύρω στις 45 μοίρες, εξαρτώμενη από τον τύπο του σκάφους και το είδος της ιστιοφορίας του).

Ένα σκάφος ταξιδεύει όρτσα, όταν πλέει (ανεβαίνει), όσο πιο αντίθετα στον άνεμο μπορεί. Είναι η πιο εκπληκτική πλεύση, με το σκάφος να γέρνει πολύ (κουπαστάρει), τα πανιά να τραβούν τα ξάρτια, να πιέζεται το κατάρτι και να βουτάει με αφρούς στο κύμα η πλώρη,βρέχοντας το κατάστρωμα και το πλήρωμα. Από (εδώ).

Ετυμολογία από τα ομόρριζα ιταλικό orza και γαλλικό orza. Από (εδώ).

Συνήθως όταν ο καπετάνιος δώσει την εντολή "όρτσα!" πρέπει ο τιμονιέρης να στρέψει την πλώρη του σκάφους προς την κατεύθυνση του ανέμου, ενώ ταυτόχρονα το πλήρωμα φέρνει τε πανιά σχεδόν παράλληλα με τον διαμήκη άξονα του σκάφους.

Ανίθετο: "πόντζα!". Με την εντολή αυτή ο τιμονιέρης στρέφει την πλώρη του σκάφους μακριά από την κατεύθυνση του ανέμου, και το πλήρωμα φέρνει τα πανιά υπό γωνία, ως προς το διαμήκη άξονα.

Κατά την Επανάσταση του '21, μετά την εισβολή του Ιμπραήμ, ο τότε πρωθυπουργός Κουντουριώτης, διόρισε αρχιστράτηγο ένα δικό του άνθρωπο (οι εμφύλιες διαμάχες ήταν στα χειρότερά τους) τον Υδραίο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη (εδω), ο οποίος ηγήθηκε των Ελληνικών δυνάμεων στη μάχη στο Κρεμμύδι (εδώ). Κι όπως γράφει ο Μακρυγιάννης:

Έλεγε των στεργιανών, «Όρτσα, πότζα!» Εκείνοι έλεγαν «Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;» (Σαραντάκος)

Αποτέλεσμα: συντριβή με περισσότερους από πεντακόσους Έλληνες νεκρούς.

"όρτσα α λά μπάντα!". Στροφή προς την κατεύθυνση του ανέμου, έτσι ώστε η πλώρη, αφού έλθει στιγμιαία σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση με τον άνεμο (μηδενική γωνία) στη συνεχίζει να στρέφει απομακρυνόμενη από την κατεύθυνση του ανάμου μέχρις ότου τα πανιά "ξαναπάρουν" τον αέρα και η πλεύση συνεχίσει στα όρτσα, αλλά με αντίθετη γωνία. Με τον ελιγμό αυτόν ("τακ" στην ορολογία των ιστιοπλόων) το ιστιοφόρο κατευθύνεται αντίθετα προς την κατεύθυνση του ανέμου με διαδοχικά ζικ-ζακ.

Το αντίθετο είναι το "ποντζα α λα μπαντα". Με τον ελιγμό αυτο αλλάζουμε κατεύθυνση πλεύσης απομακρύνοντας την πλώρη από την κατεύθυνση του ανέμου μέχρις ότου πλεύσουμε με αντίθετη γωνία προς τον άνεμο.

Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα φλόκο

Στο γαρμπή τ’ αρμενίζοντας πόντζα α λα μπάντα

Οδυσσέας Ελύτης "Το Άξιον Εστί"

Το ρήμα είναι ορτσάρω.

ορτσάρισε κι έλα γιαλό

πού'χω δυο λόγια να σου πώ.

Αιγαιοπελαγίτικο τραγούδι

Επίσης χρησιμοποιείται και μεταφορικά γιά να δείξουμε πως πάμε "κόντρα" σε κάποια πράγματα ή καταστάσεις.

Όρτσα, διάλε την πίστη του, κι όπου το βγάλ' η βράση,

γιά πού θα σάσει μια δουλειά γιά που θα 'σοχαλάσει.

Νίκος Καζαντζάκης (Αναφορά στο Γκρέκο)

Όρτσα τα πανιά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βιλάι και ιβιλάι (από το αγγλικό heaving line = σκοινί ανύψωσης) ελληνιστί ορμίδιο. (Συνεκδοχικά στο βαπόρι λένε έτσι και όλα τα λεπτά σκοινιά) Πρόκειται για ένα λεπτό σχοινί αρκετού μήκους (10 – 30μ ανάλογα) που στη μια άκρη του υπάρχει ένα βάρος για να το πετάνε μακριά και στην άλλη μπορεί να προσδεθεί κάτι που πρέπει να ρυμουλκηθεί, ανυψωθεί κλπ όπως (το συνηθέστερο) η θηλιά (γάσα) του κάβου, από ένα πλοίο στη στεριά, σ’ ένα άλλο πλοίο κ.ο.κ. (ΕΙΚ 1)

Το χαρακτηριστικό του είναι η μπαλίτσα από σχοινί (τώρα και έτοιμες από διάφορα υλικά) που φτιάχνεται με ένα ιδιαίτερο κόμπο (ΕΙΚ 2) και που μπορεί να είναι μόνο σκοινί ή να περιέχει ένα πυρήνα από κάτι βαρύ πχ ένα μεγάλο παξιμάδι για μεγαλύτερο βάρος.

Το σκοινί είναι τυλιγμένο σε ίσους κύκλους για να ξετυλίγεται μόνο του. Το διαιρούμε στα δύο με μερικές θηλιές στη μεριά του βαριδιού και τις υπόλοιπες στο άλλο χέρι (ΕΙΚ 3) ή κάτω με την ελεύθερη άκρη ήδη προσδεμένη στο αντικείμενο που θα ρυμουλκηθεί ή κάπου σταθερά ( ώστε αν αστοχήσουμε να μην καταλήξει όλο στη θάλασσα).

-Σκοινί σου γύρεψα ρε, να μποτσάρουμε τα ξύλα στο τρέιλερ, σκοινι κι εσύ μού 'φερες βιλάι;

-Μή φωναζεις καπταΚωσταντή, θα σου φέρω το πιό χοντρό (παναγκασμά σε κωλόγερε αμπως [=απο τοτε που] βγήκες στη σύνταξη όλα σου φταίνε)

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

κομοδέσιο ή και ακομοδέσιο (από το αγγλικό accommodation): κατά λέξη ενδιαίτημα.

Στα βαπορίσια: ο στεγασμένος χώρος, η υπερκατασκευή του πλοίου που προορίζεται για τη διαμονή πληρώματος και επιβατών, π.χ. καμπίνες, τραπεζαρίες κλπ., (που βρίσκονται πάνω από το κύριο κατάστρωμα). Στα επιβατηγά (ποστάλια) και τα κρουαζιερόπλοια είναι όλο το βαπόρι κομοδέσιο (και γκαράζ). Στα σημερινά φορτηγά και δεξαμενόπλοια είναι στο πίσω μέρος του πλοίου. (ΕΙΚ -1) Στα παλιότερα (και στα μεγάλα κοντεινεράδικα) είναι στη μέση για λιγότερους κλυδωνισμούς (μπότζι) αλλά και ευστάθεια γιατί συνήθως κάτω από το κομοδέσιο βρίσκεται το μηχανοστάσιο ( που είναι το βαρύτερο τμήμα του πλοίου). (ΕΙΚ-2,3)

Τα ακόμα παλιότερα είχαν δύο κομοδέσια, ένα στη μέση κι ένα πρυμνιό, που ξαναεμφανίζεται στις μέρες μας στα πολύ μεγάλα κοντεινεράδικα. (ΕΙΚ-4,5)

Παρακάτω ( http://captaindimitris.blogspot.gr/2007/03/22.html , http://captaindimitris.blogspot.gr/2007/03/23.html ) βρήκα ένα κείμενο από κάποιον γερο-καπετάνιο που πρωτομπάρκαρε σε ατμόπλοιο και είναι νταμάρι για ναυτική ορολογία. Τα τμήματα που παρατίθενται αφορούν κομοδέσια και το πλοίο που περιγράφει ήταν όπως το SS MERCHANT της φωτο (παρατήρησε την όρθια πλώρη τύπου αντιτορπιλικού) Εντονα γράμματα και παρενθέσεις δικές μου. Όπου χρειάζεται θα προστεθούν ορισμοί.

S(team)S(hip) MERCHANT

Η πρώτη γνωριμία έγινε στο κομοδέσιο της γέφυρας του πλοίου. Σε αυτό το κομοδέσιο έμεναν ο καπετάνιος, όπου υπήρχε το δωμάτιο του, το γραφείο του, το σαλόνι όπου δεχόταν τις αρχές και όσους είχαν σχέση με το οπερέσιον( λειτουργία) του πλοίου.

Όλα αυτά έβλεπαν προς την πλώρη του πλοίου και ήταν ακριβώς κάτω από την γέφυρα του πλοίου ένα πάτωμα. Στο ίδιο αυτό πάτωμα ήταν το δωμάτιο και το γραφείο του υποπλοιάρχου, στην δεξιά μεριά του κομοδεσίου. Στην αριστερή μεριά ήταν τα δωμάτια των ανθυποπλοιάρχων που έβλεπαν προς την πρύμη και στην πάντα του πλοίου.

Στο πρυμιό μέρος του κομοδεσίου ήταν ο ασύρματος και το δωμάτιο του ασυρματιστή που έβλεπαν στο Νο3 αμπάρι. Στο ακριβώς από κάτω πάτωμα ήταν η τραπεζαρία των αξιωματικών του πλοίου, με ένα μικρό σαλόνι και καπνιστήριο και ένα μικρό pantry, ρεσπέτζα την λέμε, που είχε ψυγείο, νεροχύτη, ντουλάπια, μάτι ηλεκτρικό για καφέ και ότι χρειαζόταν για να σερβίρουν το φαγητό ο καμαρότος και τα καμαροτάκια.

Στο ακριβώς από κάτω πάτωμα, στο κατάστρωμα, στο Deck, ήταν τα ψυγεία, οι αποθήκες τροφίμων, το πλυντήριο, το σιδερωτήριο και το δωμάτιο του καμαρότου.

Μπροστά από την γέφυρα του πλοίου, ήταν η πλώρη με τις άγκυρες, τους εργάτες των αγκυρών, τα βίτζια, (ή μπόμπες) που ανεβοκατέβαζαν τις άγκυρες και κάτω από το κατάστρωμα της πλώρης ήταν αποθήκες με όλα αυτά που χρειάζεται ένα πλοίο για όλο το Operation του, για όλη τη λειτουργία του. (πρόστεγο ή καμπούνι)

Στη συνέχεια προς τα πρύμα της πλώρης, ήταν το Νο1 και το Νο2 αμπάρι του φορτίου μέχρι τη γέφυρα του πλοίου, μπροστά από τον καθρέπτη της γέφυρας του πλοίου και τα βίτζια των αμπαριών για την φορτωεκφόρτωση.

Πρύμα από την γέφυρα ήταν το Νο3 αμπάρι φορτίου, μετά άρχιζε το κομοδέσιο της μέσης του πλοίου (μεσόστεγο), που έμεναν οι αξιωματικοί της μηχανής και οι υπαξιωματικοί του πλοίου.

Εκεί στη μέση ήταν και η μηχανή του πλοίου, η καρδιά του πλοίου παίρνοντας δύναμη από τον ατμό των καζανιών.

Η κίνηση του πλοίου γινόταν με ατμό.

Μπροστά από το κομοδέσιο της μέσης ήταν το μαγειρείο του πλοίου πρύμα από το Νο3 αμπάρι φορτίου, ανεξάρτητο, εκεί γινόταν το φαγητό, το ψωμί και ότι είχε σχέση με το φαγητό του πληρώματος.

Το φαγητό ήταν το ίδιο για όλους, απο Δευτέρα μέχρι Κυριακή, πρωινό, μεσημεριανό και δείπνο. Είχε μενού, κατ εξοχήν, με μικρές παραλλαγές, αλλά πάντα σύμφωνα με το εγκεκριμένο μενού του Υπουργείου.

Το πρωινό ήταν 7-8 το πρωί, μεσημεριανό 12-13, βραδινό 17-18. Αυτό είναι το ωράριο και σήμερα. Υπάρχει και διακοπή στην εργασία για καφέ, το Coffee Time, 10-10:20 και 15-15:20 Το τέλος των εργασιών της ημέρας είναι 5 η ώρα το απόγευμα μετά υπάρχουν μόνο οι βάρδιες, τόσο στο κατάστρωμα όσο και στη μηχανή.
[…] Στο κομοδέσιο της μέσης έμεναν όλοι οι αξιωματικοί της μηχανής, στο πλωριό μέρος ήταν το δωμάτιο και το γραφείο του Α' Μηχανικού, αριστερά και δεξιά του Β' Μηχανικού, πιο πίσω ήταν τα δωμάτια των Γ' Μηχανικών, τρεις ήταν, ένας για κάθε βάρδια.

Στο κομοδέσιο της μέσης έμεναν και οι υπαξιωματικοί Λοστρόμος, Μαραγκός, Μάγειρας και οι τρεις Λαδάδες, επίσης και τρεις δόκιμοι μηχανής. Πίσω από το κομοδέσιο της μέσης προς την πρύμη του πλοίου ήταν τα Νο4 και Νο5 αμπάρια του φορτίου με τις πόστες τους, τα βίτζια και τις μπίγες της φορτοεκφόρτωσης.

Κατάπρυμα υπήρχε μια υπερκατασκευή, το πούπι, (ή κάσαρο) έτσι το έλεγαν. Εκεί στο πάνω μέρος στο ύψος του καταστρώματος, ήταν η τραπεζαρία, το καθιστικό και το καπνιστήριο του πληρώματος, του κατώτερου πληρώματος, με τρία μεγάλα τραπέζια, ένα μικρό ψυγείο και μια λάντζα για το πλύσιμο των πιάτων και ένα μάτι για καφέ, όλα αυτά ήταν στον ίδιο χώρο όχι ξεχωριστά. Εκεί τρώγαμε και μέναμε τότε εμείς του κατώτερου πληρώματος. Τώρα που κοιμόμασταν, όταν μπήκα μέσα, κοίταζα για να δω τι είναι εδώ που μπήκαμε, ρώτησα και μου είπαν κάτω είναι τα δωμάτια για ύπνο. Κατέβαινες μια αρκετά φαρδιά σκάλα σιδερένια και δεξιά, αριστερά ήταν τα δωμάτια του πληρώματος.

Εγώ έμενα στο ίδιο δωμάτιο με άλλα τρία τζόβενα, ναυτόπαιδες, κοιμόμουν στο πάνω κρεβάτι, γιατί ήταν κουκέτες σιδερένιες. Το δωμάτιο είχε και τέσσερις ντουλάπες σιδερένιες για τα ρούχα μας, ήταν στην αριστερή μεριά της πρύμης του καραβιού και στη πάντα είχε δυο φινιστρίνια για να μπαίνει λίγο φως της ημέρας. Οι τουαλέτες ήταν κοινές για όλους και το μπάνιο. Εκεί πρίμα μέναμε εμείς οι τέσσερις, οκτώ ναύτες, τρεις θερμαστές και τρεις καθαριστές της μηχανής.

Διαφορές από τότε

Όλες οι καμπίνες είναι συγκεντρωμένες στο ένα (πια) κομοδέσιο, αλλά η διάταξη είναι η ίδια. Τώρα που δεν έχει πούπι, το κάσαρο είναι η αποθήκη κάτω από το κατάστρωμα της πρύμης. Οι καμπίνες του πληρώματος είναι μονές με τουαλέτα ή και μπάνιο αλλά υπάρχουν και με κοινόχρηστα (ανάλογα το μέγεθος του πλοίου και το φιλότιμο του εφοπλιστή και του ναυπηγού).

Τώρα και το πλήρωμα έχει καπνιστήριο και ρεσπέτζα.

Υπάρχει ένας, δύο ή σπάνια τρείς ανθυποπλοίαρχοι (ανάλογα το μέγεθος του πλοίου), όπως και δύο ή σπάνια τρείς Γ’ μηχανικοί.

Ο Θερμαστής πέθανε μαζί με το κάρβουνο.

Μαραγκός και ασυρματιστής δεν υπάρχουν πια.

Σε κάποια πλοία ούτε μάγειρας (Δουλεύει catering και μικροκύματα).

Σε άλλα υπάρχει ηλεκτρολόγος και εφαρμοστής (ηλ/συγκολλητής) για επισκευές κλπ εν πλω.

Στα γκαζάδικα υπάρχει αντλιωρός (μπόμαν).

Στη φωτό διακρίνονται στη βάση κάθε μπίγας οι πόστες ή must-house.

H ορολογία προέρχεται από τα ιστιοφόρα. Στα χρόνια εκείνα, οι ναύτες και ο λοστρόμος κοιμούνταν στο καμπούνι ή στο κάσαρο σε αιώρες.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.

- Κομοδέσιο είναι τούτο για κοτέτσι; Δυό μπάνια για όλο το πλήρωμα... μόνο αποθηκάκια ξέρουν να βάζουνε. Το "+++++++" ήτανε βαπόρι! Με τα μπάνια του, την πισίνα του 3 τάγκια για γλυκό νερό... Τί να λέμε τώρα

- Μα τούτο (ενν. το βαπόρι) είναι δεύτερο χέρι απο Μαροκινούς. Το "+++++++" ήτανε Πουρνάρας**

**Pournaras & Hoffmann Inc. Naval Architects

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία