(Διάλογος μεταξύ Θέιου Σκρουτζ και Ντόναλντ) Θ.Σ.: "Τσακίσου ανιψιέ! Τα νομισματάκια μου θέλουν γυάλισμα!" Ντ.: "Σνορτ!"

Επιφώνημα των Μικυμάου για το θυμό (χρησιμοποιείται αντί για γκρρρ, σγκρουντ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Έκφραση που αντλείται από τα κόμιξ με τον Αστερίξ, και την έλεγε περισσότερο ο Οβελίξ. Σημαίνει αυτό που είναι ένα τακ παραπάνω από καταπληκτικό, προσδίδοντας ένα τάκα-τάκα ζενεσεκουά στην κατάσταση.

Βλ. και αμφορεάρισμα.

  1. Λοιπον εχω βρει εδω ενα τακαπληκτικο μαγαζι για να σε κανουν κατσαρωμα μεγκλα Εχει και τακαπληκτικες τριχοτσαπερδονες, επιστημουνισες λεμε !!! (Εδώ).

  2. η κοκα κολα ειναι τακαπληκτικο καθαριστικο.αλήθεια; δεν μαζεύονται μύγες; Μια γνωστή μου έλεγε πως είναι και το καλύτερο αντηλιακό. Μούλιαζε στη κόκα κόλα και έπαιρνε -λέει- καταπληκτικό χρώμα. Η χαρά της σφήκας. (Εκεί).

(από Khan, 27/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα έκπληξης και αιφνιδιασμού, εμπνευσμένο από τα κόμιξ και τα καρτούν. Συνοδεύεται από θαυμαστικό ή αποσιωπητικά.

Υπερθετικός: Γκντόινγκ!

Ηχομημιτικό. Σα να σου έρχεται κάτι κατακέφαλα. Για την ακρίβεια κάτι μεταλλικό, που θα βγάλει και αυτόν τον ήχο. Ένα τηγάνι, ας πούμε.

Συνώνυμο: το μάτι μου!

Σχετικό (όταν ακούμε μια κοτσάνα): τούβλο

- Κώστα... Σε αγαπώ...
- Γκντόινννννγκ!

Ηχητική υποστήριξη του χαλικούτειου σχολίου (από allivegp, 20/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ισπανόφωνο επιφώνημα έκπληξης (βλ. Ay, caramba).

Πολύ διαδεδομένο κατά τα εξήνταζ και εβδομήνταζ, μέσω κόμικς της εποχής: Λούκι Λουκ, Όμπραξ, κλπ.

  1. - Καράμπα! Ξέχασα το CD!
    - Καραμαλάκας είσαι! Τι κάνουμε τώρα;

  2. - Ανοίγω το συρτάρι, και καράμπα! Ένας δονήταρος, να, με το συμπάθιο.

(από panos1962, 30/10/09)(από panos1962, 30/10/09)viva Mejico cabrones! (από BuBis, 30/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα τ. Μικυμάου, που εκφράζει κλάμα γοερό και ηχηρό.

Πρόκειται για κατάσταση κορύφωσης, στην οποία περιέρχεται ο κλαίγοντας αφού περάσει από τα στάδια σνιφ, κλαψ και λυγμ, τα οποία είναι συνήθως προκαταρκτικά και στην συνέχεια η καταιγίδα κοπάζει σταδιακά και ακολουθούν ξανά κατά την λογική της καμπάνας κανονικής κατανομής (βλ. μήδι).

Συγκεκριμένα το μπουχουχού αναφέρεται σε κλάματα απ' αυτά που ρίχνει κανείς χώνοντας το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του, κατά προτίμηση όσο είναι μόνος του, ενώ, αν του κάτσει μπροστά σε κόσμο, μπορεί να τρέχει ταυτόχρονα να κρυφτεί σε καμιά τουαλέτα ή άλλο ουδέτερο χώρο μη προσβάσιμο στους πολλούς για να μην γελοιοποιηθεί εντελώς.

Μπουχουχού παίζει επίσης σε φάση «κρύβω-το-πρόσωπό-μου-στον-ώμο-φίλου-που-ταυτόχρονα-με-αγκαλιάζει-παρηγορητικά».

Σύμφωνα με τα ανωτέρω το μπουχουχού μπορεί να παίξει τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο απλά για να επισημάνει στενοχώρια και διάθεση του ομιλούντος να κλάψει, οπότε και δεν συνοδεύεται από κραυγές και μύξες όπως στην κυριολεξία του και αυτό είναι καλό.

  1. Κάποιος κλαίει εδώ: Μπουχουχού... Έχω αυπνίες και θέλω να κλάψω τη μοίρα μου. Ποιο καλό παιδάκι θα με φτύσει στη μούρη να συνέλθω; Υ.Γ. Η έστω, ας μου συμπαρασταθεί. Υ.Γ.2. Κανείς ε;

  2. Κάποιος κλαίει εδώ: Τέρμα η άδειααα... μπουχουχου... Είναι τραγικό... Επιστροφή στη δουλειά μετά από έναν υπέροχο μήνα ξάπλας, ξεκούρασης και χαλάρωσης...

  3. Σχόλιο εδώ: Σαν να λέμε, πάει ο πούτσος, μας τέλειωσε, δεν σηκώνεται πια, δεν λειτουργεί μπουχουχου κλαψ, λυγμ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα των Μικυμάου για το κλάμα. Η χρονική σειρά είναι:

1) κλαψ (κλάμα).

2) λυγμ (αναφιλητά).

3) μπουχού- μπουχουχού (αναμένει τον καβουροσλανγκόσαυρό του).

4) σνιφ (ρούφηγμα από δάκρυα και μύξες).

Πρβλ. την καλοβυρνιά: κλαψ σάντουιτς.

Μίνι Μάους: Ο Μίκυ δεν θέλει να με παντρευτεί! Εβδομήντα χρόνια είμαστε αρρβωνιασμένοι! Πόσο ακόμα να περιμένω! Δεν μ' αγαπάει! Κλαψ! Λυγμ! Μπουχουχού! Σνιφ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση - ήχος που προέρχεται από τα μικιμάου.

  1. Λιγουρεύομαι κάτι, τόσο πολύ, που μου τρέχουν τα σάλια και τα μαζεύω με αναρρόφηση: σλουρπ! Παραδείγματα 1, 2, 3.

  2. Καταπίνω με λαχτάρα κάτι υγρό, κυρίως πηχτό, με αναρρόφηση επίσης: σλουρπ! Παραδείγματα 4, 5, 6.

Παίζει ιδιαιτέρως για λιγούρια.

Αντίστοιχες εκφράσεις - ήχοι: λυγμ, κλαψ, σνιφ, γκλουπ, σμπαρακουάκ, μούμπλε μούμπλε κ.λπ.


Ασίστ: vip από εδώ.

Παράδειγμα 1
- Μάνα μου, τι τούρτα είναι αυτή! (σλουρπ - τα σάλια).

Παράδειγμα 2
- Κάτια κοίτα τα κόκκινα λουμπούτιν στην βιτρίνα! (σλουρπ - τα σάλια).
- Χέσε με ρε, αυτά κάνουν ένα μισθό, βολέψου με μιγκάτο.

Παράδειγμα 3
- Παναΐτσα μου, κόψε ένα μωρό ρε! (σλουρπ - τα σάλια).
- Κόψε κάτι και συ μωρέ, σιγά το μωρό.

Παράδειγμα 4
Ένα μωρό πίνει λαίμαργα το γάλα από το μπιμπερό του (σλουρπ - το γάλα).

Παράδειγμα 5
Ένα κοριτσάκι ρουφάει λαίμαργα το μιλκσέικ φράουλα (σλουρπ - το μιλκσέικ).

Παράδειγμα 6
Μια ρουφοκαβλέτα ρουφάει λαίμαργα τα πάντα όλα μετά την πίπα (σλουρπ - το σπέρμα).

-Τι χαμογελάς ρε συ, λιώνει και θα λερωθούμε, γλύφε!!! (σλουρπ) (από Galadriel, 18/03/09)Nothing Sucks like a Hoover! (από Vrastaman, 19/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα θλίψης και λύπης.

Μου τελείωσε το αηλάινερ, λυγμ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα που πολλές φορές χρησιμοποιείται ως χαιρετισμός, αντί του γεια. Επίσης συναντιέται και ως «ούγκα».

- Ουγκ, πώς πάει;
- Ούγκα, ας τα λέμε καλά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρωτόγονο επιφώνημα που μας παραπέμπει στον άνθρωπο της προϊστορικής εποχής που δεν ήταν και το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα νοημοσύνης. Δηλώνει τον χαζό άνθρωπο, μειωμένης αντίληψης.

Καλά μια ώρα εξηγούσα στον Μήτσο πώς θα πηγαίνουν με αμάξι στο αεροδρόμιο και στο τέλος δεν κατάλαβε τίποτα και πήρε ταξί να πάει. Ο τύπος είναι εντελώς ουγκ!

(από Khan, 12/03/14)(από xalikoutis, 16/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία