Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Σημαίνει «φύγε», «δίνε του», «σπάσε». Προέρχεται εκ του γαλλικού aller (προστακτική β' πληθ.: allez) που, με τη σειρά του, σημαίνει πηγαίνω -αν δεν έχω κάψει τη RAM μου. Έγινε ευρέως γνωστό από την Αννίτα Πάνια που το έλεγε όταν έδιωχνε τα ψώνια από το πλατό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που χρησιμοποιείται στο κυνήγι και σημαίνει επαναφορά του θηράματος από τον σκύλο.

Αζόρ απόρτ!!!

Τα κόκερ και τα λαμπραντόρ είναι τέλεια στο απόρτ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει ήρεμα, χαλαρά. Απαντά και σε άλλες παραλλαγές, π.χ. «χαμηλά τη μπάλα», «τη μπάλα κάτω» κλπ. Η έκφραση έλκει την καταγωγή από το χώρο του ποδοσφαίρου. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που ακούμε μαινόμενους προπονητές να ουρλιάζουν στα γήπεδα τις συγκεκριμένες εκφράσεις προσπαθώντας να τιθασεύσουν τους παίκτες τους, που έχουν πάρει αέρα και κάνουν σαλτανάτια και παιχνίδι εντυπωσιασμού κινδυνεύοντας να φάνε γκολ. Εκτός γηπέδου, η έκφραση λέγεται ήρεμα, παραινετικά και συνωμοτικά και κατατείνει σε χαλάρωση ή εκτόνωση φορτισμένης κατάστασης.

  1. - Πώς πάει ρε Μήτσο;
    - Άσε ρε μαλάκα κι εσύ, μας έχει γαμήσει αυτός ο καινούριος! Ανάσα δεν παίρνουμε.
    - Ήρεμα, ρε συ. Τη μπάλα κάτω, μη μασάς. Θα φύγει.

  2. - Δες το μαλάκα, την πέφτει στη Μαρία! Τώρα θα φταίω άμα του σπάσω κανα μπιφτέκι;
    - Έλα, βρε μαλάκα, δεν τη γάμησε κιόλας. Χαλάρωσε, κάτω τη μπάλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αργκοτικός σχηματισμός της προστακτικής ενικού στην ενεργητική φωνή, για (υπερδισύλλαβα) ρήματα που λήγουν σε -ώνω.

Τα πιο συνηθισμένα, που έχουν παγιωθεί ευρύτατα ώστε να στέκουν και εκτός αργκοτικών συμφραζομένων, είναι τα εξής: τσάκω από το τσακώνω, πλέρω από το πλερώνω/πληρώνω (να μη συγχέεται με το πλερώ), σήκω από το σηκώνω (να μη συγχέεται με το σήκω της μεσοπαθητικής φωνής).

Ο σχηματισμός εξηγείται πιθανά ως εξής: τσάκωσε/τσάκωνε > τσάκωσ'/τσάκων' (έκκρουση του έψιλον) > τσάκω (αποβολή και του συμφώνου για λόγους ευφωνίας).

  1. — Εσείς τι θα πάρετε κύριε;
    Ο τύπος γυρίζει το κορμί του, μονοκόμματα σαν το λύκο, πάνω στη καρέκλα του και μου ρίχνει την βόμβα!
    Τσάκω... μια πράσινη!!!
    (από το μπίαρ τζι αρ)

  2. [...] Πιάσε το βαζάκι. Κατέβασε το παντελόνι σου. Κατέβασε την κυλότα σου. Σκύψε. [...] Σήκω το καπάκι. [...] Βύθισε δύο δάχτυλα της επιλογής σου μέσα στη βαζελίνη. [...] (από το φόρουμ του χίπ χόπ τζι αρ)

  3. Πλέρω τώρα Πιτσιρίκε: Πρόστιμο ύψους 3.000 ευρώ επέβαλε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) στο ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι» για την εκπομπή του «πιτσιρίκου». (από ιστολόι)

  4. ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Προσποίηση, δεύτερη προσποίηση, τζάμπ σούτ... και τάπα!
    ΑΓΑΝΑΚΤΙΛΑΣ: Ε κάρφω το το γαμίδι ρε κρέας, τί τζάμπ σούτ και μαλακίες κάτ' απ' το καλάθι!...

Δες και κομμέ.

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σταμάτα να μιλάς (πιο ευγενικό από το σκάσε).

Από το σκάσε + σταμάτα.

Σκαμάτα πια! Μας ζάλισες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ράους (raus) στα Γερμανικά σημαίνει «δρόμο από δω» ή για την ακρίβεια «ουστ».

Την ακούγαμε συνήθως στις παλιές «επικές» ταινίες εποχής με θέμα την Κατοχή (βλ. Κώστας Πρέκας), όπου ο Κώστας Καρράς και άλλοι που κάνανε τους Ναζί καραβανάδες, φωνάζανε τσαμπουκαλίδικα «Ράους! Ράους!»

Τώρα το ράους ως έκφραση δεν διατηρεί το νόημα του «ουστ», αλλά το χρησιμοποιουμε ως επιφώνημα για να χαρακτηρίσουμε μία κατάσταση: κάποιον τσαμπουκαλεμένο ή που είναι και λίγο φασιστάκι ή γενικώς μπήκε σε παραλήρημα και αμολάει διαταγές γαβγίζοντας σα Γερμαναράς.

— Αντε Κώστα θα αργήσεις για το σχολείο. Πω πω αχούρι το έκανες το δωμάτιο! Aπό πότε εχεις να συμμαζέψεις; Σήκω από το κρεβάτι, φτιάξε αμέσως το κρεβάτι σου, και άδειασε το καλάθι! Τι ειναι αυτό, μισοφαγωμένη σοκοφρέτα; Δεν το πιστεύω πώς δεν έχουν μαζευτεί κατσαρίδες ακόμα. Σε δέκα λεπτά να έχεις ντυθεί και να είναι καθαρό το γραφείο σου όταν φεύγεις!
— Ράους, ράους! Χαλάρωσε ρε πατέρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει το ανυποψίαστο κοινό σχετικά με την επικινδυνότητα μιας άσκησης ή ενός κασκαντεριλικίου που πρόκειται να ακολουθήσει.

Προσδίδει κύρος στον περφόρμερ και δημιουργεί το απαραίτητο θριλ και δέος στους θεατές.

- Δε στάντζς μπιλόου αρ μπίνγκ περφόρμντ μπάι πρόφεσιοναλς, σο ντοντ τράι δεμ ατ χόουμ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αμιγώς Καλαματιανή έκφραση που δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά μόνο «πάμε».

- Πάμετε σιγά-σιγά, ξύλιασα 'δω χάμου.
- Κάτσε λιγάκι μάνα μου, θα φύγουμε σε λίγο.

ΠΑΜΕΤΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ (από PUNKELISD, 09/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκ προστακτική του πιάνω, δηλαδή βάζω κάτι στο χέρι μου, στη παλάμη μου, εγχειρίζω, χουφτώνω. Αντί του «πιάσε».

Χρησιμοποιείται με την έννοια του φέρε, προσκόμισε.

Πιάκε 'να μπουκάλι μπύρα απ' την κασόνα.

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκέψου, κατάλαβε τι σημαίνει αυτό που σου λέω, συγκεντρώσου.

- Τι εννοείς τσιγαρίζεις κρεμμύδι;
- Στρίψε! Το τηγανίζω μέχρι να ροδοκοκκινίσει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία