Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

κρόδομα / μόλος / καγιά

Άλλη μια τριάδα λέξεων από την ντοπιολαλιά της Κύθνου, σχεδόν ταυτόσημες αυτή τη φορά, που δείχνουν τις βασικές επιρροές της. (Δες λήμμα συνεικάζω).

Σημαίνουν και οι τρεις πέτρα.

Το κρόδομα σημαίνει μεγάλη πέτρα, αγκωνάρι. Χρησιμοποιείται σαν βασικό δομικό στοιχείο σε τοίχους από ξερολιθιά. Πιθανή ετυμολογία από το άκρον+δόμος (Δες εδώ) Η εναλλακτική ετυμολογία άκρον+δώμα (που αλλάζει την ορθογραφία σε κρόδωμα) είναι λιγότερο πιθανή, κατά την άποψή μου.

" Έλα να κουβαλήσουμε ετούτο το κρόδομα. Θέλω να το βάλω στη γωνιά, για να δέσει ο τοίχος."

Ο μόλος, εκτός από την κοινή σε όλη την Ελλάδα έννοια της προκυμαίας, στη Θερμιώτικη ντοπιολαλιά σημαίνει πέτρα, μικρότερη σε μέγεθος, που μπορούμε να την πετάξουμε. Πιθανή ετυμολογία από το ιταλικό molo (Δες εδώ)

Ρε συ ο γέρος έχει απολωλαθεί! Πήα ψες στο κελί να δω ήντα κάνει και μ' έβαλε με τσι μόλους!

Το κελί είναι αγροικία από ξερολιθιά, και η έκφραση "μ' έβαλε με τσι μόλους" σημαίνει "με πήρε με τις πέτρες".

Τέλος η λέξη καγιά σημαίνει μεγάλη πέτρα, βράχος και προέρχεται από το τουρκικό kaya εδώ.

"Ρε το πούστη! Σήκωνε κάτι καγιές, πιο μεγάλες από δαύτονε, σα νάτανε σύκα! Και τσε πετούσε κι όλας μακριά. Εκατό νοματαίοι δε τόνε κάνανε ζάφτι! Ε ρε και να τον είχα να μου κουβαλεί πέτρες! Θά 'χτιζα ούλες τσι βουλιάχτρες μονήμερα!"

Έτσι περιέγραψε κάποιος συμπατριώτης μου τη δεκαετία του '60, την πρώτη ταινία με το "Μασίστα", που είδε σε σινεμά της εποχής, σε κάποιο ταξίδι του στην Αθήνα. Οι ταινίες αυτές, γυρισμένες στα στούντιο της "Τσινετσιτά" έκαναν θραύση την εποχή εκείνη. Αμφιβάλλω όμως αν οι "ηρωες" με τα φουσκωμένα μούσκουλα θ' άντεχαν, έστω για μερικές βδομάδες τη σκληρή ζωή του αγρότη, που είχε τόσο εντυπωσιαστεί από τον τρόπο που πέταγαν τους χάρτινους ογκόλιθους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

σλανγκασίστ : ..."Όπως ακριβώς επιτίθενται στις μεζέδες με το τσατάλι (αντί ροπάλου) διάφοροι γουλόζοι που ξεχνούν ότι υπάρχουν και άλλοι στο τραπέζι και κυρίως ότι με το ουζάκι τσιμπάμε, δεν σκουρδουλιάζουμε"...

Από το λήμμα σκουρδουλιάζω του Βάνια.

Στη ντοπιολαλιά της Κύθνου γουλούζης ή γλούζης είναι ο αχόρταγος Κυριολεκτικά

Ρε το γουλούζη! Ούλα τά'φαε, δε μού΄φησε μπουκιά!

ή μεταφορικά

Ρε το γουλούζη, μόλις την είδε, κόντεψε να τηνε ρουφήξει απ' τα φιλιά!

Ετυμολογία: από το ιταλικό goloso: άπληστος (ισπανικά: goloso).

Επίσης υπάρχει και το ουσιαστικό: η γλουζιά.

Τέτοια γλουζιά δεν είχα ξαναδεί! Έπαιρν' ένα παϊδάκι απ' την πιατέλα, το δακούσε, και τ' άφηνε μισοφαωμένο στο πιάτο του. Ύστερα έπαιρνε άλλο κι άλλο. Μετά μασούσε όλη νύχτα, κι οι άλλοι μείναμε νηστικοί. Στο τέλος όμως τονε βάλαμε και πλέρωσε το ρεφενέ! (Πραγματικό περιστατικό).

δακούσε (από το δακώ): δάγκωνε

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μπόχα των μποχών στη Δ.Κρήτη, τουλάιστο ηχητικά και ως μέρος της σχετικής γκριμάτσας αηδίας και απογοήτευσης που συνοδεύει την εκφορά της. (Στην Κρήτη οι άσχημες οσμές σχηματίζονται με το -έα, στο τέλος, π.χ. σκυλέα, αυγουλέα, σκατουλέα, τσουκνέα κ.λπ.). Όχι επειδή δεν υπάρχουν εφάμιλλα ανυπόφορες οσμές, αλλά επειδή αυτή η λέξη κττμγ σ' όσους έχουν βιωματικά μεγαλώσει μαζί της δημιουργεί συναισθησία, σα να παράγει η εκφορά την την οσμή στον εγκέφαλο ναούμ'. Είναι η όχι απαραίτητα έντονη αλλά αναγουλιαστική, ταγκιά μυρωδιά που βγάζει κάτι σάπιο ή βουρκιασμένο. Θρασουλέα βγάζει το κρέας που άφησες στη συντήρηση μέρες και έχει αρχίσει να μυρίζει, αλλά και το κακοπλυμένο ποτήρι που βρωμάει αυγουλίλα, και άλλα, βλ. στα "παραδείγματα" όπου κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να την ορίσουν . Ετυμολογία: το λεξικό Ξανθινάκη λέει από το θρασίμι = ψοφίμι (το οποίο θρασίμι, από το σαθρός).

Ακούγεται επίσης η λέξη «θρασουλέα» για την άσχημη μυρωδιά, ιδίως αυτήν που αναδίδεται από ακάθαρτο αποχωρητήριο ή μετά από σφουγγάρισμα με βρώμικο χρησιμοποιημένο νερό. πηγή

θρασουλέα και θρασουλέ : οσμή αβγού ή υπολλειμάτων ξινισμένου φαγητού σε μαγειρικά σκεύη πηγή

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γυμνός. Απαντάται στα Γρεβενά και σε άλλα μέρη της Δυτ. Μακεδονίας. Πιθανή προέλευση, ο γυμνοσάλιαγκας >> γδυμοσάλιγκας (γδιμοσάλιγκας), γιμνοσάλγκαρου, γιμνουζάλγκαρο, γιμνουσαλίγκαρου, γκόλιαβος, γκόλιαρος, γκόλιαρους, γκόλιος, γλίτσικας.

Βάλε μια ζακέτα πάνω σου, μη βγαίνεις έτσι γκόλιαβος ντιπ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ανύπανδρη μεγαλοκοπέλα που γεροντομουνιάζει, η εναπομείνασα εις το ράφι, η αραχνομούνα, η γεροντοκόρη.

- Ναι, είμαι μία γεροντομούνα. Γιατί ντρέπομαι να το πω, γιατί φοβάμαι να εντάξω αυτή τη λέξη ακόμα και στον εσωτερικό μου μουνόλογο;

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φτάνω σε μεγάλη ηλικία χωρίς να παντρευτώ, αραχνομουνιάζω, γεροντοκοριάζω, καθίσταμαι γεροντομούνα.

- Πάει, γεροντομούνιασε κι αυτή, γέρασε πιο άπαρτη κι απ' την κορυφή των Ιμαλαΐων...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.

- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)

Too beaucoup! (1'18'')

Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...

- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη...
(Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)

with the sympathy

...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όστις μονίμως ψωλαρμενίζει υπό την γενετήσια ορμή τση κάτω κεφαλής του, γράφοντας στον ζμπόυτσο τόυ το μέλλον του κι άλλα σοβαρά πράγματα.

- μην περιμένετε να τελειώσει πανεπιστήμιο αυτός ο ψωλάρμπεης. (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 231).

Τοπική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Εκ του ψωλαρά και του γαμοσλανγκοτέτοιου μπέης (< τουρκ. bey, "άρχοντας").

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υβριστικός χαρακτηρισμός για σκουληκιάρικο και σκατόψυχο αθρώπα, εν ζωή ή αποδημήσαντα εις Γιαραμπήν.

- Τα είχανε άτοκα στην Τράπεζα της ελλάδας και τάδινε δάνεια (θαλασσοδάνεια) ο μακλάνιος Καραμανλής... (μπλογκ Μυγδαλιάς Αρκαδίας)

- μου τα'φαγε ο μακλάνιος κι αυτός κάμποσα λεφτά... (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 105).

Εμπεριέχει το έτυμον κλάνω, δεν περιγράφω άλλο.

Ιδιωματική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία