Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το μουνί και η θάλασσα είναι οι μήτρες της ζωής. Ωσεκτουτού, εμείς οι Έλληνες με 14.000 χιλιόμετρα ακτογραμμή και αιώνες ναυτικής παράδοσης είμεθα κατ εξοχήν έθνος θαλασσόκαβλων. Η Ελλάδα μας είναι η γης όπου για πρώτη φορά έβερ μουνί έσυρε καράβι (και συνεχίζει να το πράττει).

Σαν λαός γνωρίζουμε καλά ότι το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι· με φουσκοθαλασσιές στο παντελονόψαρο ψωλαρμενίζουμε την πουτάνα τη θάλασσα και βουτάμε ως αφρο-δύτες στα βαθειά με καμάκι ανά χείρας εις άγραν θαλάσσιας μουνίδας.

Οι πιο τυχεροί θα βγάλουν καμιά χταποδιάρα, οι λιγότερο θα μπλέξουν στα δίχτυα κάποιας φαρμακομούνας μύδουσας. Άλλοι πάλι θα πάρουν τον λούτσο, τρώγοντας μυδοπίλαφο από κάποια λείψυδρη στρειδομούνα και θα μείνουν σαν μια πούτσα στο Αιγαίο. Οι πιο φρόνιμοι θα συνεχίσουν τον αέναο κύκλο: δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν την θαλασσινή μας μουνοπαράδοση με το μικρό αυτό θαλασσομουναπάνθισμα:

♪♫ Το μουνί και το δελφίνι
να ησυχάσω δε μ' αφήνει
πότε τρύπα πότε ψάρι
δε μου κάνουνε τη χάρη ♪♫

(Τζιπάκος)

() *Πηγή: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μουνόδουλος, ο χαζομούνης, ο μουνοσαλιάρης καληνυχτάκιας. Σπάνια και ξεχασμένη μικρασιατική σλανγκιά που οφείλουμε να διασώσουμε από την γουγλήθη.

Ετυμολογείται από το γαμοσλανγκεπίθημα α-, το πουτί και τα χείλη.

Βλ. και πουτόπιστος.

1. μουνοείλωτας. Σημαίνει το ίδιο με το μικρασιάτικο αχειλοπουτούρης που έγραψα πριν.

2. Αχειλοπουτούρης (Μικρασιάτικη). Ο παγιδευμένος στην κιλότα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το μουνί, σε ψιλολαογραφική εκδοχή. Παμπάλαια σλανγκιά που σώζεται σε ορισμένες ντοπιολαλιές, πιχί στην Χίο και στην Τζύμπρον (πούττος). Κρατάει κοινή ετυμολογία με την κοινή πουτάνα, εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ, επίσης: Σταχτοπούτα (εκ του αγγλικάνικου Cindertwat), πουτόπιστος (μουνόδουλος), πουτινιά, πουτινιάρης.

  1. Οι μανάδες συνηθίζουν να φιλούν το αιδοίον του μωρού τους λέγοντας: τώρα θα στο φάω το πουτί σου!
    (Ηλίας Πετρόπουλος, [Το Μπουρδέλο](3. Η Κατίνα έλεγε: «Αν το σεξ με τον άντρα σου δεν σε ικανοποιεί, τότε το κάνεις σαν αγγαρία. Κάτι σαν δουλειά σπιτιού. Νομίζεις πως δεν το καταλαβαίνει; Οσο και να προσποιείσαι. Νομίζεις ότι θα σου κάτσει ες αεί; Εμ όχι. Δεν θα κάτσει. Θα πάει και θα πιάσει άλλη γκόμενα εκεί που θα αισθάνεται πιο άντρας. Θα είσαι λοιπόν με το σώμα σου παστρικιά. Θα πλένεσαι, θα σαπουνίζεσαι, θα αρωματίζεσαι και θα βάζεις στο πουτί σου άφεριμ, κάθε μέρα. Οταν ο άντρας σου έρχεται με όρεξη για έρωτα, βάλε άφεριμ τότε μπόλικη.»

Πουτι Ράιοτ (από Khan, 04/02/13)(από σφυρίζων, 05/02/13)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυπριακή σλανγκ: ο ξαναμμένος, ο ευρισκόμενος σε σεξουαλική διέγερση.

- Κάτσε καλά... πάλι σ' έπιασε ο πυρόκωλος;

- Μόλις τη βλέπισα μ' έπιασε ο πυρόκωλος!

- Να δω εγιώ τα Παπαδοπουλλούθκια τζιαί τα Κωλοκασούθκια να τα πιάνει ο πυρόκωλος.

(από peregrine, 05/12/12)

Βλ. και πύρκαυλος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα ομόρριζο με το κάργα, από το ενετικό ρήμα cargar = φορτώνω (δες).

Έχει μια σειρά από σλανγκικές και μη σημασίες, όπως:

  1. Η πλέον συνηθισμένη σημασία του είναι φορτώνω, γεμίζω, παραγεμίζω, φουλάρω, τιγκάρω. Με αυτήν την σημασία το βρίσκουμε και στο κρητικό και κεφαλονίτικο ιδίωμα.

  2. Η πλέον σλανγκική σημασία του, όμως, είναι γαμάω, πηδάω, συνουσιάζομαι . Στο «Λεξικό του Μάγκα» εδώ βρίσκουμε ότι καργαδόρος είναι ο επιβήτορας, ο γαμιάς. Σύμφωνα με παρατήρηση του ΜΧΣ, η σημασία αυτή μάλλον προέρχεται από την χρήση του ρήματος για το γέμισμα του όπλου και την επίθεση (όπως βλέπουμε επίσης λ.χ. στα ισπανικά και αγγλικά, καθώς και στο αγγλικάνικο charge). Εξάλλου, καργαδούρος είναι το εργαλείο με το οποίο γεμίζουν τα εμπροσθογεμή με μπαρούτι. Από εκεί το πέρασμα στην σεξουαλική σημασία είναι εύκολο (όπως άλλωστε και με την σημασία του φορτώνω και του σφίγγω).

  3. Τεντώνω, παρατεντώνω, τσιτώνω, τεζάρω. Με αυτήν την σημασία το βρίσκουμε και στο κρητικό και κερκυραϊκό ιδίωμα.

  4. Σφίγγω, παρασφίγγω. Εδώ λ.χ. το βρίσκουμε με την ειδική σημασία «σφίγγω μια λυόμενη μηχανική σύνδεση».

  5. Γενικότερα, βάζω τα δυνατά μου ή και το παρατραβάω, κάνω κάτι υπερβολικά.

  6. Στο ναυτικό ιδίωμα: οδηγώ το πλοίο στο ναυπηγείο για επισκευή, (δες).

Πάσα: Gatzman, με συμβολή του ΜΧΣ στον ορισμό.

  1. Κάργαρε το αυτοκίνητο με βαλίτσες.

  2. Πω πω μια θεάρα, να την καργάρεις μέχρι ριζάρχιδο είναι! (Για την σεξουαλική σημασία βλ. λήμμα ριζάρχιδο του Σστέφφαννου).

  3. Τρέχει πολύ το γ... και δεν προλαβαίνω να σκεφτώ. Να καργάρω μήπως τη ζώνη στο κάθισμα ή να το αμολήσω και να φυτευτώ μια και καλή με το κεφάλι στο σεληνιακό τοπίο σαν το τσίγκινο σημαιάκι του Νιλ Αρμστρονγκ; (Εδώ).

  4. α) Επειδή το σημείο εκείνο είναι σχετικά λεπτό (5,5 mm), όταν βιδώσω τη Μ12 ντίζα θα το καργάρω απο πίσω με ένα παξιμάδι. (Εδώ).

β) Αφήνωντας ελεγχόμενα μουλινέ ανεβαίνω στην επιφάνεια και καργάρω το σκοινί στην σημαδούρα. (Εδώ).

  1. ναι καρδούλα μου θα καργάρω και τις πατατες μου στο αλάτι!!! (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους Αχαιούς, ως υπερθετικό του μαλαπέρδας. Διότι, στην Μιναρούπολη, όπου ''Το Μινάρειν εστίν φιλοσοφείν'' ο μαλαπέρδας (> μαλαπέρδα, ιταλογενής απόδοση του ανδρικού μορίου) αποκτά επιπροσθέτως και την ιδιότητα του μαλάκα.

Για απάντα ρε μαλακαπέρδα σε αυτά που λέω! Όταν δεν έχουμε επιχειρήματα βρίζουμε;

Ρε Μήτσε, πίασε την mala perdah κι έλα να σοβατίσουμε! (από MXΣ, 27/11/12)Δείτε και το βίδεο για πιό πολλές info επί του καναπέως... (από MXΣ, 27/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.

- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!

Δες και στον πόυτσο μόυ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τη λέξη πουτσούλα, πουτσούλας, πουτσούλα μου την άκουγα παλιά στο χωριό της μάνας μου στο Βούναργο Ηλείας και την ξανάκουσα πριν μερικές μέρες ξανά από μια γειτόνισσα! Θα τολμήσω να γράψω πως έχει την έννοια το άντρα που έχει πουτσούλα και δεν είναι μουνάκι στη συμπεριφορά. Σας την παραθέτω λοιπόν.

  • Ο κατά μίαν έννοια καταφερτζής, ο ξύπνιος και επίμονος που τελικά κάνει αυτό που θέλει ακόμα και πάνω από τις δυνάμεις του και είναι και το σωστό/κοινωνικά αποδεκτό.
  • Ο ντόμπρος, τίμιος και μπεσαλής άντρας ανεξαρτήτου ηλικίας.

- Κοίτα πως του χώθηκε ο μικρός του νταγλαρά του κουραδόμαγκα! το λέει η καρδούλα του! Απάνω του ρε πουτσούλα!

- Ήρθε και με βρήκε χτες στο καφενείο ο Μήτσος και μου τά' πε στα ίσια: Μάκη την αγαπάω την αδερφή σου και θα τη πάρω!
- Άντε η ώρα η καλή Μάκη μου! Στό' πα, πουτσούλα ο Μητσάρας!

- Γιαγιά βρήκα κάτι λεφτά στη κουζίνα, δικά σου είναι;
- Ναι λεβέντη μου! Νά' χεις την ευχή μου! Πουτσούλα μου, μένανε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπαλαμουτιάζω εν συντομία, δηλαδή το φασώνω. Χρησιμοποιούνταν παλαιότερα από τους Κυκλαδίτες, ιδιαίτερα σε Σύρο, Τήνο, Μύκονο.

Άμα θα βγεις με τη μικρή σήμερα μη μείνεις μόνο στα φιλιά. Να την μπαλουτιάσεις γιατί είναι μεγάλο ξεκωλάκι, αλλιώς θα σε περάσει για ξενέρωτο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι όρχεις ή αλλιώς λιμπά, καμπανέλια, καλαμπαλίκια, γκογκόβια. Ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της ανδρικής ανατομίας, εκτεθειμένο λόγω της θέσης του στη διαστροφή και το ανύπαρκτο έλεος κάθε περδόμενου, υποζυγίου έλξης, λογοτέχνη ή ζωγράφου, μαγείρου, Ιταλού, Πελοποννήσιου, ζαχαροπλάστη, βοτανοσυλλέκτη, μασκαρά, μουσικού. Ως απόρροια αυτής της αχαρακτήριστης επιθετικότητας, τα δυστυχή κατσαμπάνια πάσχουν συχνά από ιλίγγους με συνοδά φαινόμενα ολικής εξοίδησης.

Ωστόσο, κάποιοι ειδικευμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η εξοίδηση μπορεί να οφείλεται σε υπαγορευμένες αλαζονικές συμπεριφορές, οπότε και είναι απαραίτητη μια κατά μέτωπον επίθεση για την αποκατάσταση της φυσικής ισορροπίας.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες τα κατσαμπάνια αρέσκονται στην ψηλάφηση και τριβή τους με τα νύχια ή τις άκρες των δακτύλων. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατή η αιτιολόγηση αυτής της προτίμησης, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται περί ψεύδους.

Η λέξη είναι πιθανότατα λακωνικής προέλευσης, όπως φαίνεται και από εν εκ των παραδειγμάτων. Προς επίρρωσιν, να αναφέρω ότι την πρωτοάκουσα από τον μακαρίτη τον μπατζανάκη μου, Λάκωνα την καταγωγή.

  1. Τα «κατσαμπάνια» είναι τα αντρικά γεννητικά όργανα εξαιρουμένου του μορίου, οι όρχεις. Η λέξη ισορροπεί με χάρη ανάμεσα στην ευγενική αναφορά του αντικειμένου και στις μάγκικες / χωριάτικες καταβολές του αναφέροντός την, και χρησιμοποιείται κυρίως από μεσήλικες επαρχιακής καταγωγής.
    αριστερό.

  2. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ ΜΑΣ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΗΣ ; δεξί.

Επίσης από το νέτι :

ΝΑ ΨΟΦΗΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΤΟΣ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΕΙΝΑΕΙ Κ ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΒΑΣΗΛΗΚΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΥΝΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ Κ ΤΙΣ ΚΟΛΟΧΑΡΑΜΑΔΕΣ ΤΟΥΣ.

ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ ΡΕ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΥΡΙΣΤΟ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ.
κατσαμπάνια ;.........τελικα τα @ρχιδι@ εχουν πολλα nicks.

Στη Μάνη τα λέμε κατσαμπάνια.

Η γιαγιά μου λέει μερικά μανιάτικα αλλά τα κατσαμπάνια δεν τα έχει ξεστομίσει ποτέ !
(Σ.Σ. Προφ επειδή δεν τα έχει βάλει ποτέ στο στόμα της).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία