Μούσκεμα εις την σουρδική διάλεκτο (Κοζανίτικα).

-Πού πάμε με τέτοια βροχή; Μπλιόμα θα γίνουμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

  1. Μονολεκτικά, γενικό καταφατικό, ένα πολύ κουλ ναι.

  2. Με διαφορά, άνετα.

  3. Γενικός επιρρηματικός προσδιορισμός (τόπου, χρόνου, τρόπου κλπ), που προσδίδει καταφατική, θετική, υπερθετική και κουλ έννοια στο ρήμα. Πχ. ως τοπικός προσδιορισμός μπορεί να σημαίνει εδώ, ως χρονικός σε εύθετο χρόνο, ως τροπικός να υποδηλώνει ωραίο ή κατάλληλο τρόπο, κοκ.

Συνώνυμο του στάνταρ.

  1. Το απόλυτο πασπαρτού, η απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση. Κατάλληλο για αλλοδαπούς που θέλουν να μάθουν να μιλάνε ελληνικά σε 10 δευτερόλεπτα.

Προφορά: Όταν είναι μέσα σε πρόταση τονίζεται έναντι των άλλων λέξεων. Όταν είναι μονολεκτικό προφέρεται χαλαρά.

Απαντά στη Βόρειο Ελλάδα, τόσο από ντόπιους όσο κι από φοιτητές.

  1. - Σ' αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα;
    - Χαλαρά!

  2. - Αυτό είναι χαλαρά το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει!

  3. - Με τέτοια χλεχλέδικια προφορά είναι χαλαρά χαμουτζής.

- Πώς σας φαίνεται αυτό το μαγαζί; Λέω να κάτσουμε χαλαρά για έναν καφέ.

(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει ταυτόχρονα τις έννοιες «να κάτσουμε οπωσδήποτε για καφέ», «να κάτσουμε εδώ για καφέ», «να μην το ψάξουμε άλλο», «να χαλαρώσουμε πίνοντας καφέ» και φυσικά «είμαστε πολύ κουλ άτομα»).

  1. - Συγγνώμη είστε από δω;
    - **Χαλαρά!***
    - Ξέρετε πού είναι η οδός Ανθέων;
    - **Χαλαρά!***
    - Ωραία! Πού είναι;
    (αόριστο δείξιμο με το χέρι) - **Χαλαρά!****
    - Α, ευχαριστώ πολύ!
    - **Χαλαρά!*****
  • Ναι
    ** Προς τα κει
    *** Δεν κάνει τίποτα

(από protnet, 20/09/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νάουσα Ημαθίας. Ντοπιολαλιά που σημαίνει ρεύομαι. Πιθανόν ηχομιμητικό από τον ήχο (γκρουγκ) που κάνει ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο. Το ρήμα έχει και μέση φωνή, εμφανιζόμενο ως «ρουγκαλνιέμαι», ενώ παράγωγα ουσιαστικά είναι τα
α. ρουγκάλνισμα, πληθυντικός ρουγκαλνίσματα ή / και
β. ρουγκαλνιά (κλίνεται όπως η κλανιά)

- Κοκακόλα παράγγειλες;
- Έσκασα στο φαΐ, και την πήρα να ρουγκαλνίσω λίγο, να ξαλαφρώσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τοπική έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στις Σέρρες. Σημαίνει επίδειξη, προσπάθεια ανούσιου εντυπωσιασμού.

Ο τύπος πήρε BMW για σαλτανάτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σιγά το πράγμα, δεν τρέχει και τίποτα.

- Έμαθες; Χώρισε ο Χρήστος με την δικιά του...
- Κλάιν μάιν ρε μαλάκα, αύριο θα έχει καινούργια γκόμενα...
(κάπως έτσι τέλος πάντων)

(από Vrastaman, 29/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που συναντάται στη Βόρεια Ελλάδα και κατά πάσα πιθανότητα είναι τουρκικής προελεύσεως. Σημαίνει ότι συγκρούομαι σφοδρά με κάποιον, χωρίς να υπολογίζω τις συνέπειες και με μηδαμινές σχεδόν πιθανότητες επανασύνδεσης. Συνώνυμο με το γίναμε από δύο χωριά χωριάτες.

- Ο Στέλιος ήρθε χθες από τη Θεσσαλονίκη και βλέποντας ξαφνικά τον Βασίλη στο σπίτι γινήκανε ανάμια για τα κληρονομικά. Δεν θα το αντέξει η καημένη η μάνα τους, για πόσο καιρό θα συνεχιστεί αυτό άραγε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σύναξη των γιαγιάδων της γειτονιάς στα χωριά της βόρειας Ελλάδας. Σε αυτοσχέδιο πάγκο συνήθως, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αποτελεί το σημείο αναφοράς στον μικρόκοσμο των γιαγιάδων. Η λέξη είναι σλαβικής προελεύσεως, από το ρήμα sobrat' (собрать, στα ρώσικα) που σημαίνει συγκεντρώνομαι. Λόγω γεωγραφικής εγγύτητας της Θεσ/νίκης στην πρώην Γιουγκοσλαβία μάλλον προέρχεται από το σερβικό sobrati, το οποίο αναφέρεται και σε συνελεύσεις της Βουλής, πολιτικές συνάξεις.

Έφαγες αγόρι μου; Θα πάω στο σόμπορο με την Τασούδα, θέλεις κάτι άλλο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θεσσαλονικιώτικη έκφραση, η οποία υποδηλώνει για το άτομο που τη λέει ότι έφαγε χυλόπιτα.

Την έστειλα μύνημα να βγούμε και δε με απάντησε! Άσε μεγάλη τόνγκα έφαγα!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το διάσημο ανά την επικράτεια κουλούρι Θεσσαλονίκης οφείλει την επιτυχία του, εν μέρει τουλάχιστον, στο χρυσίζον χρώμα του. Αν ήταν μαύρο, όπως η συγκεκριμένη έκφραση αναφέρει, θα σήμαινε ότι μάλλον είχε αρπάξει λίγο και σίγουρα δεν θα ήταν τόσο νόστιμο. Είτε αναφερόμαστε στον καταναλωτή του μαύρου κουλουριού, είτε, πολύ περισσότερο, στον παραγωγό του, γεγονός παραμένει ότι δεν είναι καλά τα πράγματα και δεν βλέπουμε να καλυτερεύουν και καθόλου.

- Έλα γλυκό μου να δείς το αδερφάκι σου. Είδες τι γλυκούλι που είναι; Και τι μικρό και χαριτωμένο; Ο μπαμπάς και η μαμά το αγαπούν κι αυτό όσο κι εσένα.
- Αααα...
- Άντε τώρα, πρόσεχε το λίγο εσύ, καλά;
- Μωρό, μαύρα τα κουλούρια σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τοπική έκφραση της συμπρωτεύουσας την οποία έφερε στο προσκήνιο η δημοφιλής εκπομπή του Λαζόπουλου «10 μικροί Μήτσοι» και συγκεκριμένα το σκετσάκι με τον Λαζόπουλο και τον Σταρόβα, λες και δεν έφθανε ένα εκατομμύριο Θεσσσαλονικείς που τη λένε ακατάπαυστα. Τέλος πάντων, μεγάλο εργαλείο η τηλεόραση.

Έχει διπλή σημασία: αφενός αποτελεί τη μονολεκτική περιγραφή του τι σημαίνει να είναι κάποιος Θεσσαλονικιός (σ.σ. τρίωρος φράπες στην παραλία, μεσημεριανή σιέστα και μια γενικότερη αντίληψη περί χρόνου η οποία δεν συμφωνεί με την κρατούσα) και αφετέρου σηματοδοτεί την καταφατική αποδοχή και μάλιστα προσδίδοντας έμφαση σε κάτι που λέγεται από τον συνομιλητή (βλ. σχετικά παραδείγματα).

Προφέρεται αποκλειστικά με παχύ λάμδα, αλλιώς ασ' το καλύτερα.

  1. Αθηναιος: - Ρε βιαζόμαστε σου λέω, δεν καταλαβαίνεις; Μας περιμένουν οι άλλοι στο Μπελ Αιρ από τις 9 και είναι 10 και τέταρτο. Έλεος. Μέχρι να πάμε και να βρούμε να παρκάρουμε θα πάει 11. Άντε. Άντε λέμε. Γαμώ την καταδίκη μου μέσα.
    Θεσσαλονικιός: - Χαλαρά ρε φιλαράκι, κούλαρε λίγο.

  2. - Έτσι όπως πάει η ομάδα, μας βλέπω να τρώμε 3 μπαλάκια την Κυριακή, να τα 'χουμε να πορευόμαστε. - Ω, χαλαρά.

(από Hank, 15/06/09)(από Hank, 15/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία