Τα άπλυτα πιάτα, μαχαιροπίρουνα, ποτήρια.
Γέμισε πάλι ο νιπτήρας με αξεθέρμιστα! Να είχαμε ένα πλυντήριο πιάτων...
Τα άπλυτα πιάτα, μαχαιροπίρουνα, ποτήρια.
Γέμισε πάλι ο νιπτήρας με αξεθέρμιστα! Να είχαμε ένα πλυντήριο πιάτων...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Μαλάκα: τυρί το οποίο είναι μαλακό.
.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Φαγητό, ποτό ή οτιδήποτε αναλώσιμο, νοθευμένο ή σάπιο, γενικώς αυτό που προκαλεί απλά αηδία ή χειρότερα δηλητηρίαση.
Χρησιμοποιείται ευρέως στην Ικαρία.
- Πω πω, έφαγα 1 σάντουιτς το πρωί και ψακώθηκα.
- Και γω είμαι χάλια απο χτες. Ήπια μια τεκίλα και ήταν ψακί.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
H βασιλόπιτα, λέγεται υπό τύπο αινίγματος (από Θεσσαλονικείς χαριτολογώντας μεταξύ τους ή από άλλους προς Θεσσαλονικείς), κατ' αναλογία της ονομασίας στη Θεσσαλονίκη της τυρόπιτας με φύλλο κρούστα ως μπουγάτσα με τυρί.
- Πώς λένε στη Θεσσαλονίκη τη βασιλόπιτα;
- Μπουγάτσα με φλουρί!
- Τι με λες τώρα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το προφυλακτικό, λέγεται υπό τύπο αινίγματος (από Θεσσαλονικείς χαριτολογώντας μεταξύ τους ή από άλλους προς Θεσσαλονικείς), κατ' αναλογία της ονομασίας στη Θεσσαλονίκη της τυρόπιτας με φύλλο κρούστα ως μπουγάτσα με τυρί.
- Πώς λένε οι βόρειοι το προφυλακτικό;
- Μπουγάτσα με πουλί μήπως;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο υπνόσακος, λέγεται υπό τύπο αινίγματος (από Θεσσαλονικείς χαριτολογώντας μεταξύ τους ή από άλλους προς Θεσσαλονικείς), κατ' αναλογία της ονομασίας στη Θεσσαλονίκη της τυρόπιτας με φύλλο κρούστα ως μπουγάτσα με τυρί.
- Μπουγάτσα με τουρίστα τι είναι;
- Το σλίπινγκ μπαγκ!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.
Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.
βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.
Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).
- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η 7UP στην συμπαθέστατη Μποχαλία.
Ένα μποχάλι νερό και ένα μποχαλάκι εφταΰρι, παρακαλώ.
Βλ. και 'φτα κι' απά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ένα κομμάτι ψωμί, που έχει κοπεί άγαρμπα με το χέρι και είναι σχετικά μεγάλο σε μέγεθος (μεγαλύτερο από μια φέτα). Συναντάται στην Πελοπόννησο.
- Δώσε μου μια κουμούτσα ψωμί να κάνω παπάρα στη σαλάτα!
βλ. και γκουμούτσα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!