Κακοθάνατος, επίθ. Ο έχων κακό θάνατο, αυτός που πέθανε με άσχημο τρόπο.

Χρησιμοποιείται κυρίως στη Νάξο ως βρισιά-κατάρα και όχι ως έκφραση λύπης. Μπορεί να συνδυαστεί με το αδικοφονεμένος (=αυτός που φονεύθηκε άδικα). Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις αντί για το μαλάκας (ή αντί της [μούντζα]ς), ειδικά σε περίπτωση που τα έχεις πάρει κρανίο σε δημόσιες υπηρεσίες, σούπερ μάρκετ κτλ. Όπου νιώθεις αδικημένος -στιγμιαία- ψιθύρισέ το χαμηλόφωνα μέσα απ'τα δόντια. Αποκλείεται να καταλάβουν τι λες.

1.Πήγα να πάρω τη δήλωση και η κακοθάνατη η υπάλληλος με είχε να περιμένω 2 ώρες στην ουρά.

  1. Α τον κακοθάνατο σου έλεγε ψέματα τόσο καιρό!

  2. Κακοθάνατη! (βρισιά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία