Κυπριακή κατάληξη που σημαίνει -ούδια, -άκι. Έγινε γνωστό στην Ελλάδα απο τα φιλούθκια της Φραντσέσκας Μελά (Big Brother 2).

Ο ενικός είναι -ούι (πχ. φιλούι = φιλάκι).

Φιλούθκιααααα!

(από Khan, 19/03/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου η κατάληξη της Γενικής Πληθυντικού -ων σχηματίζεται ως -ωνε. Από εκεί καθιερώθηκε στην σλανγκ, με την βοήθεια του Χάρρυ Κλυνν που προμόταρε τον ιδιωματισμό στον δίσκο «Μαλακά, πιο μαλακά» (αρχές '80ς).

Ταμείο Παρακαταθηκώνε και Δανείωνε.

Σύλλογος για τα Δικαιώματα των Ομοφυλοφίλωνε.

Ευρωπαϊκώνε προδιαγραφώνε.

(Παρακαλείσθε να προσθέσετε κι άλλα που υπέπεσαν στην αντίληψή σας).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ακολουθώντας τον συγκεκριμένο γραμματικό κανόνα, τα ρήματα στο β' πρόσωπο του πληθυντικού παίρνουν κατάληξη -ούτε αντί για όλες τις άλλες που ξέραμε ως τώρα. Αυτό ισχύει σε κάθε έγκλιση και χρόνο. Οι ρίζες του κανόνα αυτού, χάνονται κάπου κάτου απ' τ' αυλάκ', αλλά απαντάται και σε άλλα μέρη της Ελ.

  1. Θα έρθουτε στο γλέντι; Μη ξεχάσουτε να πάρουτε μαζί και τα παιδιά.

  2. Μήπως θέλουτε να χορέψουτε; Να τραγουδήσουτε;

  3. (από πινακίδες): ΜΗ ΚΥΝΗΓΟΥΤΕ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΜΗ ΠΑΤΟΥΤΕ ΤΟ ΓΚΑΖΟΝ ΜΗ ΚΑΤΟΥΡΟΥΤΕ ΕΔΩ ΜΗ ΑΔΕΙΑΖΟΥΤΕ ΜΠΑΖΑ κ.ο.κ.

  4. (σε σύλληψη επ' αυτοφόρω μπανιστιρτζή) - Ωχ! Αμάν! Μη βαρούτε όλοι μαζί, βρε παιδιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μάζεψέ τα. Δεν βρίσκω άλλη ερμηνεία παρά να προέρχεται από συντόμευση του «μάζεψέ τα». Γνωστό το τραγούδι του Τσιτσάνη, «τα λερωμένα, τ' άπλυτα, τα παραπεταμένα, μάσ' τα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πια για μένα». Φυσικά συντάσσεται και με άλλους τρόπους, «μασ' το, το 'μασα» κλπ. Λίγο ξεπερασμένο, αλλά νομίζω κλασικό και χρησιμοποιείται και σήμερα.

Μάσ' τα πράγματά σου και άδειασέ μου την γωνιά.

(από electron, 02/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής, οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση. Έτσι, καθημερινές φράσεις, όπως π.χ. το «λέγεις μοι», παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης.

Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) «με λες» και «μου λες», αντίστοιχα. Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότητα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες. Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος.

Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες), είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη. Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος, αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά.

Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με τον συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη δοτική μέσω γενικής λέγοντας «θα σου πω κάτι», «θα της δώσω κάτι», στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το «σφάλμα» που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: «θα σας πω κάτι», «θα τους δώσω κάτι». Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική! Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό.

- Και με λέει ότι δεν σε έδωσε το κινητό της.
- Τι να με πει και αυτή ρε, πλάκα σπας;

Δες ακόμη: σελεμελές / σελεμελού, θεσσαλονικιώτικα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος (π.χ. Ήπειρο, Αρκαδία κ.α.), οι καταλήξεις (είτε ρημάτων, είτε ουσιαστικών) -άσεις, -ήσεις, -ίσεις, -ώσεις προφέρονται με σίγηση του -σ- και μετατροπή του τελικού -ς σε -ζ, λίγο παχύ, από άτομα μεγάλης ηλικίας. Σπάνιο σε νέους, αλλά άμα ακούσετε καναν τέτοιονα, πάρ' τε το μπούλο γιατί θα 'ναι πολύ γύφτουλας.

- Τι βλέπεις παππού;
- Τι να βλέπω; Ειδήειζ βλέπω, παιδάκι μου, ειδήειζ.
- Έγινε τίποτα το σοβαρό;
- Τι να γένει; Όλο παρελάειζ, δηλώειζ, καταπατήειζ... Α, όταν γυρίειζ, φέρε μου ένα πακέτο «Σέρτικα Λαμίας». Και βάλε το παλτό σου μην κρυώειζ. Α, και φόρα καπότα άμα πας να γαμήειζ!

Πρβλ και να βοηθή'εις, αύξη, ζγκατάψυξ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μόριο της αργκό και διαλέκτων της ελληνικής, που προτάσσεται σε ρήμα: α το κάνουμε, α σου δείξω εγώ, α δε ξέρεις μή μιλάς. Προέρχεται είτε από το θα ή το να, είτε από τον σύνδεσμο αν.

Ειδικά για την περίπτωση των θα/να

Στην εδραίωση του α στον προφορικό λόγο (σπάνια να το αναγνωρίσει ή να το σεβαστεί κανείς σε κείμενο) συνέβαλε φαίνεται δραστικά η πολύ συχνή σημασιολογική ταύτιση των θα και να, ωστε ενδεχόμενη αμφισημία του (τί δηλώνεται, μέλλοντας χρόνος ή υποτακτική έγκλιση;) να αποκλείεται:

— Τί θα κάνουμε τελικά αγάπη μου; Θα πάμε το βράδυ επίσκεψη στους Πρηξοβιολάκηδες;
— Α πάμε, ξέρωγω;...

Αυτός είναι και ο λόγος που σηκώνει, απ' ότι καταλαβαίνω, να το θεωρούμε αυτούσιο μόριο, διαφορετικό από τα άλλα δύο, αλλά και ισότιμο μ' αυτά.

Παραπέρα, χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις όπου η διάκριση μπορεί να κουβαλάει πληροφορία, οπότε το μπαλάκι πάει στα συμφραζόμενα. Για το θα:

— Άσ' τα, καήκαμε! Μπαγλάρωσαν τον Μήτσουλα χθές το βράδυ και τον είχαν στην ανάκριση μέχρι το πρωί.
— Μας έχει καρφώσει λές;
Στάνταρ...
— Πό πό... Και τώρα τί α κάνουμε;

Και για το να:

— Σοβαρά ρε ταλαίπωρε; Η Φώφη πηδήχτηκε με τον Φίφη;...
— Ναί φίλε μου, ναί. Κι' άς την κυνηγούσα επι μήνες. Τί α κάνουμε; Άμα ο άλλος έχει λεφτά πώς να του παραβγείς;...

Στην περίπτωση αυτή πρόκειται περισσότερο για απλό αλλόμορφο του θα ή του να, και για σαφήνεια θα μπορούσε κανείς να το γράφει με απόστροφο: .

Ετυμολογικό σχόλιο

Είναι ενδιαφέρον οτι ο τύπος α ενώνει τους τύπους θα και να, τη στιγμή που έχουν ήδη πολύ στενή ετυμολογική σχέση: σε τυπικά λεξικά βρίσκουμε οτι το μεν προέρχεται από το θέλω ίνα και το δε βέβαια από το ίνα (άσχετο, αλλά συγκρίνετε και με την ετυμολογία του δεικτικού μόριου νά). Είναι λοιπόν πιθανό η τάση αντικατάστασης των θα και να από τον τύπο α να επικρατήσει κάποτε γενικά, και να κλείσει έτσι ένας μακρύς ετυμολογικός κύκλος.

Από την άλλη, ένα τέτοιο σενάριο σκοντάφτει ίσως στην περίπτωση σύνταξης με ρήμα που αρχίζει από φωνήεν: λέμε πιο εύκολα α πάω αντί για θα πάω, παρά α ανέβω αντί για θα ανέβω (όπου προτιμάμε την έκθλιψη, θ' ανέβω).

Ευτυχώς που δεν θα πεθάνουμε ποτέ βασικά, και έτσι θα δούμε τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον γι' αυτές τις λεξούλες, που όπου και α κοιτάξεις α τις δεις (τις γλυκές μου!...).

Σημείωση

Το ζήτημα αυτού του λήμματος –που είχα για μήνες στο πρόχειρο και το έφτιαχνα σιγά-σιγά (απομέσα προς τα έξω, που έλεγε κι' ο Γιάννης Νάστας για το στούντιό του μιά ζωή κι' ας έμενε όλο το ίδιο)– το έχει πιάσει πολύ όμορφα και ο εαυτομίσητος: παράλειψη των να και θα.

Παρόλα 'φτά (προσοχή στις απομιμήσεις!), είπα τελικά να τ' ανεβάσω κι' εγώ, μιά και το πιάνω κάπως διαφορετικά, κι' ελπίζω οτι αξίζει τον κόπο. Τα λήμματα άς διαβαστούν συμπληρωματικά.

Από το να/θα:

  • Άκου να δεις, πατέρα, εγώ για μπακάλης εν κάμνω. Ε ρέσει μου εμένα να μαλάζω τα τυριά και τις φρίσες και να σκυλοβρομώ το βράδυ, που πάγω να πιω ένα καφέ. Εγώ [...] 'α βγάλω το Γυμνάσιο κι α φύω... Κι ήβρα και πού 'α πάγω... 'Α πάγω στην Αραπιά και παράδες 'α κάμω και χωρίς τη γρίνα σου θα ζιω. (από χιώτικη αφήγηση, εδώ)

  • Ναι ρε, δεν θά 'χω άλλη δουλειά α κάμω στην Ικαριά, α ψάχνω α βρω ιντερνετ.. ή θαρρείς πως έχω laptop k α το πάρω μαζί μου... (από φόρουμ)

Από το αν:

  • Χαρές δεν είδα στη ζωή / Μοίρα πολύ μεγάλες / κι α φύγω ήντα άλλαξε / σα δε μπατήξω κι άλλες ; (κρητική μαντινάδα, από εδώ)

  • Λίγο ακόμα και να πιαστούνε απ' τα μαλλιά, να μαδήσει η μιά την άλλη. Μα δέν πιαστήκανε. Τα φανάρια είχανε πιά σβήσει, και οι δρόμοι ήτανε σκοτεινοί και έρημοι· και δέν κτυπιέται κανείς ένεκα το φιλότιμο ά δεν είναι κι' άλλοι νοματαίοι μπροστά. (Π. Πικρός, «Σά θα γίνουμε άνθρωποι»)

  • Δέν μπορείς να κυριαρχείς άλλων α δέν κυριαρχήσεις πρώτα τον εαυτό σου. (Σ. Δούκας, «Εις εαυτόν», Φιλιππότης-Ερίννη 2008)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα της Κυπριακής Ελληνικής που ενδέχεται να ακουστεί σε συναναστροφές με Κύπριους φοιτητές ανά το παγκόσμιο. Το ρήμα περικλείει διάφορες συνειδητές αλλαγές στον τρόπο ομιλίας οι οποίες θα αναλυθούν αμέσως μετά το σύντομο ετυμολογικό διάλειμμα.

Το ρήμα προέρχεται από τον χαρακτηρισμό «καλαμαράς» που στην καθομιλουμένη κυπριακή σημαίνει Έλληνας της Ελλάδας, σε αντιδιαστολή με τον ελληνόφωνο πληθυσμό της Κύπρου.

Όταν κάποιος (κύπριος) καλαμαρίζει, σημαίνει ότι (συνήθως) συνειδητά προβαίνει σε αλλαγές στο λεξιλόγιο, την σύνταξη και την φωνολογία ώστε να μοιάζει με την Κοινή Νέα Ελληνική. Πρόκειται για φαινόμενο μαζικής υπερδιόρθωσης (hypercorrection)

Ο όρος έχει υποτιμητική χροιά αλλά το φαινόμενο καθεαυτό γίνεται όλο και πιο αποδεκτό καθώς παρατηρείται σύγκλιση των κυπριακών διαλέκτων σε μια κοινή Κυπριακή που αποτελεί μείγμα χαρακτηριστικών της κυπριακής διαλέκτου και της κοινής Ελληνικής.

Οι Αλλαγές:

Α. Φωνολογικά

  • Στα κυπριακά ιδιώματα επιβιώνουν τα διπλά σύμφωνα των αρχαίων (πχ άλλος: /'alːos/ αντί /'alos/) αλλά αναπτύσσονται και σε άλλες θέσεις που δεν υπήρχαν αρχικά (πχ σκύλος: /'ʃilːos/ αντί /'/'scilos/). Όταν κάποιος καλαμαρίζει, δεν προφέρει τα διπλά σύμφωνα.
  • Στα κυπριακά ιδιώματα διατηρείται και η προφορά των δασέων [pʰ], [tʰ] και [kʰ], τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις έχουν και λεξιλογική σημασία (πχ κούπα (δοχείο) /kupʰa/ VS κούπα (έδεσμα) /kupa/). Και αυτά είναι πιθανόν να απουσιάσουν από το λόγο κάποιου που καλαμαρίζει.
  • Στο κυπριακό ιδίωμα παρατηρούνται τα σύμφωνα [ʃ], [ʧ] (και τα μακρά/δασέα/ηχηρά variants τους) που υποκαθιστούν τα [ç] και [c] σε συγκεκριμένα φωνητικά περιβάλλοντα. Και πάλι, αυτά τα σύμφωνα θα αποφευχθούν από αυτόν που καλαμαρίζει. Μερικές λέξεις όπως ο σύνδεσμος «και» /ʧe/ (αν είναι ήχηρο: /ʤe/) αντιστέκονται στον τύπο της Κοινής /ce/.
  • Αντιστροφή της αποσιώπησης των β, δ, γ, πχ η κατάληξη ουσιαστικόν -ούδιν προφέρεται συνήθως -ούιν. Κάποιος που καλαμαρίζει όχι μόνο θα προφέρει αυτά τα σύμφωνα, αλλά θα τα προφέρει και σε θέσεις που δεν υπήρχαν αρχικά.

    O γράφων δεν έχει παρατηρήσει άλλα φωνολογικά χαρακτηριστικά της κυπριακής να διορθώνονται από τους καλαμαρίζοντες.

Β. Μορφολογία/Σύνταξη

Στην Κύπρο η κυπριακή γραμματική και η γραμματική της Κοινής βρίσκονται σε σύγκρουση. Διάφορα κλιτά μέρη του λόγου σχηματίζονται διαφορετικά.

  • Το ρήμα «είναι» στα κυπριακά κλίνεται ως: είμαι, είσαι, ΈΝΙ/ΕΝ, είμαστεΝ, είσαστεΝ/είσαστΙΝ, ΈΝΙ/ΕΝ. Ο καλαμαρίζοντας πιθανόν να αντικαταστήσει το ένι με το είναι σε μια καθόλα κυπριακή πρόταση προκαλώντας μια awkward κατάσταση.
  • Οι προσωπικές αντωνυμίες είναι: εγιώ/εγιώνι /e'ʝo/ /~ni/, εσού, τζείνος/η/ο /'ʧinos/ /~i/ /~o/, εμείς, εσείς, τζείνοι/ες/οι. Όπως και πιο πάνω.
  • Οι καταλήξεις των ρημάτων -ούμεν(τε), -όννετε για α' και β' πληθυντικού αντικαθίστανται από αυτές της κοινής.
  • Περιφραστικοί χρόνοι. Παρόλο που αποφεύγονται στην Κυπριακή, οι καλαμαρίζοντες τείνουν να τους χρησιμοποιούν, ωστόσο σχηματίζονται διαφορετικά: Κυπριακή | Ελληνική | Καλαμαρισμός Είπα της |Της είχα πει| Είχα της πει. <- παρατηρείστε ότι το «της» αντιστέκεται και παραμένει μετά το κυρίως ρήμα αντί να πάει μπροστά από αυτό.

    Παρατηρείται και υπερδιόρθωση άλλων δομών σύνταξης για τις οποίες ο γράφων επιφυλάσσεται να γράψει αφού μελετήσει εις βάθος.

Γ. Λεξιλογικά

Απάνθισμα Κυπριακών λημματουθκιών.

Αρκετές λέξεις στο πιο πάνω λινκ είναι απαρχαιωμένες και δεν χρησιμοποιούνται πλέον, άλλες χρησιμοποιούνται καθημερινά και αρκετές από αυτές θεωρούνται μιάσματα από τους καλαμαριστές.

Ο Κύπριος που χρησιμοποιεί αδιάκριτα την κοινή γλώσσα λέγεται ότι «ελληνικουρίζει» ή «καλαμαρίζει». http://greeksurnames.blogspot.com/2010/06/blog-post.html

(από perkins, 23/06/10)(από perkins, 23/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Μεθώνννη είπαμε, όχι Μεθώνη».

Έτσι διαμαρτύρομαι όταν δεν προφέρουν σωστά τον τόπο καταγωγής μου. Κατά το Μεθωναίο λοιπόν - και όχι μόνο - όταν το Ν ακολουθείται από Η, Ι, Υ, ΕΙ, αποκτά ένα χαρακτηριστικό, βαθύ ήχο, που βγαίνει κατευθείαν από τον ουρανίσκο του.

Τρία λοιπόν Ν αντί για ένα, και λίγα είναι.

- νννιαου - νννιαου
- μια νννύχτα στο νννιου γιορκ
- έφτιαξε η Ελενννίτσα ένα νννύχι
- φοβερο μουνννί η πουτανννίτσα

Αλλα γράμματα που χρησιμοποιούνται x3:
- τα τρία A του επιφωνήματος «Aαα !¨
- τα τρία Χ του πορνό
- τα τρία Ρ της Βραζιλίας, Ρονάλντο,Ριβάλντο και...Μπεμπέτο! (κατά Μανώλη Μαυρομάτη) - τα τρία Λ της Αμαλίας του Παρα Πέντε

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία