Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η ημιμάθεια, τα ημίμετρα και ο ημίονος πάντα κατέχουν χαμηλότερη θέση στην τροφική αλυσίδα από την αμάθεια, τα μέτρα και την Yoko Ono, αντίστοιχα.

Στο πνεύμα αυτό, ο μισόχαζος είναι σαφώς επαχθέστερος, πιο επικίνδυνος και πιο μπαμπέσης απ' τον χαζό, όπως μάς δίδαξε και η εμπειρία μας με τον #79 Global Thinker για πρωθυπουργό. Άλλωστε, ο θετικός αντίκτυπος της αντικατάστασής του με απλά χαζό πρωθυπουργό έχει σχεδόν αρχίσει να γίνεται αντιληπτός δια γυμνού οφθαλμού, στα όρια πάντα του σαδιστικού λάθους.

Ίσως να πρόκειται και για τοπικό ιδιωματισμό: φοριέται αρκετά στην Ευρυτανία, αν και δεν βάζω χέρι.

Αγγλικανιστί: halfwit.

- Ο μισόχαζος, που είχε το θράσος όχι μόνον να τους σύρει με τα ψέματα τού «...λεφτά υπάρχουν», αλλά και στο τέλος να τους ειρωνεύεται κιόλας, «καταγγέλλοντας» στην Ευρώπη ότι οι Έλληνες είναι οι διεφθαρμένοι, που σέρνονται πίσω από «καρότα».
(εδώ)

- Πως θα φύγουμε ρε μισόχαζοι απ'την Ευρώπη;Φύγετε εσείς!Μήπως η Ευρώπη είναι κόρη του Φοίνικα Σόιμπλε;Θα διαβάσω Γερμανική μυθολογία να μάθω! (τσίου, εκεί)

- Λεει ο μισόχαζος που έχουμε για πρωθυπουργό: «να κάνει ο καθένας την δικη του μικρή επανάσταση.. μπλα μπλα μπλα'' Μπετοβλάκαάμα κάνει ο καθένας την επανάσταση του μαυρο φίδι που σε έφαγε γαμώ τον !@#$%^&()(^%$#$%^&*()@
(παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέσο, το: ο συνειδητά βρωμιάρης, ο αηδιαστικός. Το άτομο που μυρίζει άσχημα, είναι λιγδωμένο, και είναι γενικά αποκρουστικό. Συνήθως φτύνει κάτω.

Υποκοριστικό: «λεσίμι».

  1. Έχεις δει με τι λέσα κάνει παρέα η αδερφή σου;

  2. Δεν τον βλέπεις πώς είναι; Μιλάμε για μεγάλο λέσο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.

- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!

Δες και στον πόυτσο μόυ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.

Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...

(από Ladysapia, 27/08/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαλικούτες ήταν ομάδες Βορειοαφρικανών κυρίως από Λιβύη, που ήρθαν στην Κρήτη κατά τον 18ο αι. και αποτελούσαν την πιο φτωχή και εξαθλιωμένη τάξη των μουσουλμάνων του νησιού. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό χαλκ, που σημαίνει λαός και συνεκδοχικά σημαίνει λαουτζίκος, πλέμπα. Στην κρητική διάλεκτο έχει την έννοια του παρία, του βρωμιάρη του σιχαμένου παρόμοια με την βρισιά της κοινής Νέας Ελληνικής «τουρκόγυφτος».

Για τους παλαιότερους ήταν σοβαρή βρισιά.

Επήγανε για μπάνιο στη θάλασσα και γινήκανε σα τζι χαλικούτηδες....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κυριλέ φλώρος που προσέχει σε ακραίο βαθμό την εμφάνισή του και την γυαλάδα των προσωπικών του αντικειμένων. Σχετικό με το τσινάρι. Στην Θεσσαλονίκη παραδοσιακό στέκι των τζίντζηδων είναι πολύ γνωστό καφέ απέναντι από την Μητρόπολη. Η προέλευση της λέξης αγνοείται.

Χα! Δες τον τζίντζη που έσκασε με τα γυαλιστερά του τα ρουχαλάκια. Μα τι φλώρος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

αζνάρωτος. (Στα Λημνιά) Αζωνάρωτος, ο χωρίς ζώνη, αλλά και αυτός που βγήκαν τα πουκάμισά του απ’ το παντελόνι του, ο αμπλαούμπλας, ο κουζουλός, ο άγριος.

Και αξεζνάρωτος.

*Ήρτε αξεζνάρωτος για καυγά = Δηλ. με λυμένο το ζωνάρι για καυγά, έτοιμος.

*Αζνάρωτ’ και αβράκωτ’ = Δηλ. χωρίς προίκα.

*Αζνάρωτος Φακιώταρος = Αγροίκος τσοπάνης από την περιοχή Φακός.

*Αζνάρωτος Πορπόργιανος = Άγριος Πουρπουλιανός.

*Σαν αζνάρωτος γαμπρός = Καυλωμένος.

Ήρτε προυινιάτκα αζνάρωτος κι καυλωμένος για τζουμχούρ.

«Αζνάρωτ’ η βρακούδα σ’
στο μεγ’ντάν’ η μπεγλεμπούδα σ’
τα κδουνέλια πέρα δώθε
κι όσο σ’ερτ η γιόροξ μπώθε».

«Γαμπρός μας αξεζνάρωτος
και αξεβρακωτένιος
ο κώλος τ’ έναι μαλλιαρός
κι ο πούτσος του μπρουτζένιος».

(από Τσακ εις την μέσην, 05/07/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδίωμα της λέξης πατσούρα, δηλαδή η άσχημη γυναίκα κατά βάση πάνω από κάποια ηλικία (50+) η οποία ναι μεν βάφεται, πουδράρεται κτλ. αλλά το πρόσωπο ή σώμα της φαίνεται να κάνει ζάρες, το λεγόμενο πατσούριασμα...

Συνήθως γίνεται ευδιάκριτο τα καλοκαίρια που η πατσούρω βγαίνει στην έισοδο του σπιτιού της για να σκουπίσει και με την παλλινδρομική αυτή κίνηση του σκουπίσματος αναδεικνύονται τα ψεγάδια, τα πατσουριάσματα.

Φήμες αναφέρουν ότι αυτή η λέξη πολυχρησιμοποιήθηκε από οικοδόμους στο Κερατσίνι. Πραγματικά ένα ακόμα ιδίωμα απείρου κάλλους!

- Πώς την βλέπεις την κυρά Σούλα μάστορα;
- Έλα μωρέ πώς να την βλέπω , την πατσούρω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που απαντάται κυρίως στη Β. Ελλάδα και χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες μπαμπάτσικες, νταρντάνες καλοθρεμμένες, εύσωμες, ψηλές και δυνατές.

Στα παλιά τα χρόνια, μια μπαμπατζάνα γυναίκα, εύρωστη για τα δεδομένα της φτώχειας, θεωρούνταν ιδανική σύντροφος τόσο για τεκνοποίηση, όσο και για δουλειές «για τα χωράφια» και την κτηνοτροφία που απαιτούσαν φυσική αντοχή και δύναμη.

  1. Μια μπαμπατζάνα γναίκα θέλου να βόσκ' κι τα γιλάδια, όχι σα τς χτικιάρες που μπλιεκς συ...Αχαααα πρρρρρ...

  2. ...ελπιζω ο τζακ να εχει μια καλη δικαιολογια για οτι κανει... γιατι απο τοτε που ειδε την ξανθια την προστυχη την μπαμπατζανα γυναικα οτι θελει τον κανει... (εδώ)

  3. Νταρντανα γυναικα ή αλλιως μπαμπάτσκια ή οπως λενε στις Σερρες μπαμπατζάνα γυναίκα.
    (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μεγάλος βάτραχος. Ο όρος χρησιμοποιείται στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και τη Λευκάδα και μεταφορικά χαρακτηρίζει τον χοντρό άνθρωπο.

- Καλά μωρή, τνείδες τμΠαπαρίζ στου μαντγουόκ;
- Σα μσάκα έγινι αυτή η κουπέλα.
- Κρίμα.

(από johny b, 23/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία