Το πολυάγκιστρο, ή αλλιώς αγκορέτο, ένα πολύ διαδεδομένο είδος ψαρέματος.

Έχει πάρει το όνομα του από την μορφή της αρματωσιάς, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τουλάχιστον δέκα αγκίστρια δεμένα στην σειρά, πάνω στο παράμαλο. Μπορείτε να το φτιάξετε μόνοι σας, ή να το βρείτε έτοιμο στην αγορά σε διάφορες μορφές. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι φτιαγμένο με διάφορα μεγέθη πάχους της πετονιάς και διάφορα μεγέθη και τύπους αγκιστριών. Συνήθως χρησιμοποιείται, και μάλιστα είναι πολύ αποτελεσματικό, για το ψάρεμα του κέφαλου, του λαβρακιού και της τσιπούρας. Αυτό δεν αποκλείει βέβαια να βρεθεί πιασμένο στα αγκίστρια σας ένα χταπόδι. Τα πιο κοινά δολώματα με τα οποία αρματώνουμε το πολυάγκιστρο μας είναι το άσπρο ψωμί, η σαρδέλα και η ψαροτροφή.

- Ωραία μέρα σήμερα, πάμε για ψάρεμα;
- Και δεν πάμε...
- Ψαροντούφεκο ή αγγουρέτο;
- Εμμ, αγγουρέτο σήμερα γιατί πάμε για ήπια πράγματα...

(από boulgaroktonos, 10/01/12)

Κλοπυράϊτ: εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη αστρέχα είναι βασικά τεχνικός όρος. Αντιστοιχεί στο κομμάτι μιας στέγης - κεραμοσκεπής συνήθως - το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.

Πλην όμως, χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρημα - κάποιος πάει αστρέχα - για να περιγράψει κάποιον που περπατάει κολλητά με τον τοίχο, μπας και φάει καμιά σταγόνα βροχής λιγότερη, και σπανιότερα και ως ρήμα - κάποιοι αστραχούν.

Η προέλευσή της είναι από την θεσσαλική ύπαιθρο, συναντάται όμως και σε άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου.

  1. Μα, να μην πάρω μια ομπρέλα μαζί μου, πήγαινα μια ώρα αστρέχα!

  2. - Πήγες να δεις τις κότες;
    - Ναι, έβρεχε και αστραχούσαν (δηλαδή ήταν έξω, αλλά κολλητά με το κοτέτσι για να προφυλαχθούν)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου Αττικής είναι ένα τμήμα του Αμαρουσίου, επί της λεωφόρου Κηφισίας, όπου βρίσκονται πολλά επαγγελματικά κτίρια κατασκευής των εταιρειών του επιχειρηματία Μπάμπη Βωβού. Σύμφωνα με μια πιο συγκεκριμένη μαρτυρία που έχω, μιλάμε «για το κομμάτι από την πρώην ASPIS και πάνω».

Χαρακτηριστικό των κτιρίων είναι η εκτεταμένη χρήση γυαλιού (για την οποία κατηγορείται για απουσία βιοκλιματικού σχεδιασμού) και οι πινακίδες με το όνομά του σε μικρά λατινικά: «babis vovos» (που προκαλούν σε πολλούς αισθητική απαρέσκεια για την βεβιασμένη αυτοπροβολή σε περιοίκους και περαστικούς).

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με διάφορα οικονομικά και πολιτικά παιχνίδια που φέρεται ότι απεργάζεται αλλά και προβεβλημένες από τα ΜΜΕ δικαστικές αντιπαραθέσεις για τα μεγάλα projects που αναλαμβάνει, δημιουργούν ντόρο και αντιπάθειες, κάτι που δεν είναι και έκπληξη για μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία στην Ελλάδα. Εξ ου και η δηκτική λέξη «βωβούπολη», για να υποδηλώσει «καθεστώς» και υφαρπαγή δημοσίων αγαθών ως μη έδει.

Από κει και πέρα το λήμμα έχει καθιερωθεί σε τέτοιον βαθμό που χρησιμοποιείται και σε άσχετες συζητήσεις.

Πέραν από την Λ. Κηφισίας, δευτερευόντως αναφέρεται και σε όποιο μεγάλο έργο με ευρείες πολεοδομικές συνέπειες σχεδιάζεται από τον συγκεκριμένο επιχειρηματία (στον Βοτανικό κλπ).

Ενδιαφέροντα παλαιότερα άρθρα της Καθημερινής και του Βήματος.

  1. Από εδώ:

Αν υποθέσουμε ότι εννοούν τους κλειστούς δημόσιους χώρους, τότε αφήνουν στους καπνιστές το δικαίωμα να καπνίζουν στο δρόμο και την παραλία. Φανταστείτε, θα περνάς από την Κηφισσίας και όλοι οι εργαζόμενοι στη «βωβούπολη» θα είναι στον παράδρομο για τσιγάρο.

  1. Από εδώ:

- Μανούλα μου για πες εκεί στη Βωβούπολη καμμιά καλή ταβέρνα; Ο «Ασβεστόλακκος» τι λέει έχεις ιδέα;
- O Ασβεστόλακος είναι εξαιρετικός και σε ιδιαίτερα καλές τιμές. Μεγάλη ποικιλία και ωραίο κουτουκίσιο decor. Τry it;)

Χαρακτηριστική κιτσάτη στιγμή της Βωβούπολης. (από Khan, 12/01/11)(από patsis, 29/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το Γκάζι, γνωστό και ως Γκαζοχώρι, υπήρξε μια από τις πρώτες μπουδελογειτονιές στην Αθήνα της Μπελ Επόκ. Ωσεκτουτού, γκαζοχωρίτισσες αποκαλούσαν τις πουτάνες στην αθηνέζικη αργκό της εποχής.

- Το 1910 εγκαταστάθηκε εκεί η πλειονότητα των οίκων ανοχής με αποτέλεσμα η Γκαζοχωρίτισσα να καταστεί συνώνυμο της ιερόδουλης. Αν και κακόφημη συνοικία όμως, δεν παρουσίασε ποτέ υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας.
(Αυγή)

- Με το όνομα «γκαζοχωρίτης» αποκαλείτο ο τακτικός θαμώνας των οίκων αυτών, ενώ «γκαζοχωρήτισσα» η κάθε ιερόδουλος που δούλευε εκεί.
(Βικούλα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο συνήθης ορισμός αφορά την τσάπα, ίσως το πιο απλό εργαλείο σκαλίσματος η οποία όμως απογυμνώνει το χωράφι από κάθε λογής παράσιτο, αγριόχορτο κ.ο.κ.

Κατά το Καρδαμυλίτικο ιδίωμα άποψη, περιγράφει επίσης κάποιον ή κάτι το «γυμνό». Συνώνυμο με το «λαμνί», επίσης Καρδαμυλίτικης προελεύσεως.

- Γιάδε κατηβαίνω που λες στο Γιόσωνα και τους βλέπω να κολυμπούνε λαμνί..
- Λαμνί; τί είν αυτό;
- Εεε, δικέλλι βρε γιε μου..
- Αααα, λαμνί θα πει δικέλλι δηλαδή;
- Εαμέ.
- Kαι τι είπαμε ότι θα πει δικέλλι;
- Ε, άμε στο διάλο... άμ' εν ήξέρεις και το δικέλλι... πα' στο διάλο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυστριακοποντιακός όρος που περιγράφει τον ρυθμικό ασυγχρονισμό μεταξύ των μελών ενός μουσικού συνόλου.

Άμαζι, φάλτσο και κακόηχο... Ντα κάπο κύριοι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέσα στους ελαιώνες της Μυτιλήνης έχει αναπτυχθεί μία συγκεκριμένη αργκό. Βάζω τις λέξεις που ξέρω κάτω από το ίδιο λήμμα.

α) Τέμπλα: Ειδικά επεξεργασμένο ραβδί έτσι ώστε να εξυπηρετεί το ράβδισμα της ελιάς

β) Κουρούκι: Καρπός ελιάς που δεν έχει μαζευτεί εγκαίρως, έχουν φύγει όλοι οι χυμοί του κι έχει καταστεί τελείως άχρηστος.

γ) Κασίμι: Κτήμα που έχει ενοικιαστεί. Στο κασίμι ένας γεωργός συνθηκολογεί με τον ιδιοκτήτη ενός κτήματος και το νοικιάζει για κάποια χρόνια. Ο γεωργός αναλαμβάνει την υποχρέωση να το περιποιηθεί έτσι ώστε να κάνει πολύ καρπό και οικειοποιείται την σοδειά για το διάστημα αυτό έναντι ενός ποσού ή μέρους της παραγωγής. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης, εκτός από το άμεσο κέρδος που του παίρνει από τον ενοικιαστή, ξέρει ότι θα έχει κι ένα περιποιημένο κτήμα.

δ) Νταϊφάς: Πλήθος γεωργών που μοιράζονται τις υποχρεώσεις, το κεφάλαιο και το κέρδος σε ένα κασίμι. Ό,τι είναι το σύνολο των ομόρρυθμων εταίρων σε μία εταιρία είναι ο νταϊφάς στο κασίμι.

ε) Κωλοριζήτης: Κλαδιά που φυτρώνουν στη ρίζα του δέντρου και παίρνουν μεγάλο μέρος των χυμών του, εμποδίζοντας το υπόλοιπο να κάνει καρπούς και δυσκολεύοντας το στρώσιμο των διχτυών. Φυτρώνουν σε πλήθη και κατά κανόνα κόβονται, εκτός από τις περιπτώσεις πολύ γέρικων δέντρων που αφήνονται ένας- δυο κωλοριζήτες να αναπτυχθούν και να αντικαταστήσουν τον κύριο κορμό που δεν του έχουν μείνει πολλά ψωμιά.

στ) Φαγάς ή γαμιάς.
Κλαδί που φυτρώνει στο κέντρο του δέντρου, απορροφά δυσανάλογα πολύ χυμό σε σχέση με τον καρπό που παράγει κι εμποδίζει τον ήλιο να φτάσει στα υπόλοιπα μέρη που πρέπει. Τον σκοτώνεις όσο είναι μικρός.

ζ) Καλαθάκι: Τις πρώτες φορές που μαζεύει κάποιος ελιές βολεύεται κατά κανόνα να τις μαζεύει με το δεξί, να τις βάζει στο αριστερό, κι όταν έχουν μαζευτεί πολλές στο αριστερό να τις πετάει στο δίχτυ. Σε αυτή την περίπτωση το αριστερό χέρι λέγεται και «καλαθάκι». Αυτή η διαδικασία μειώνει την παραγωγικότητα κι είναι κάτι που προσπαθεί ο κόσμος να καταπολεμήσει αφού είναι πιο αποτελεσματικό να μαζεύεται και με τα δύο χέρια ο καρπός και να ρίχνεται στο δίχτυ. Κάποιοι γηραιοί Μυτιληνιοί χρησιμοποιούν την φράση που λέγαν οι επιστάτες «μην κάνεις καλαθέλια» θέλοντας να πουν «μην κωλυσιεργείς».

η) Σάκιασμα: Η διαδικασία κατά την οποία μαζεύονται οι ελιές από τα δίχτυα και μπαίνουν σε σακιά.

θ) Μπασάκι: Τα παλιά χρόνια, τότε που το λάδι είχε μία υπολογίσιμη εμπορική αξία, οι φτωχοί αθρώποι πήγαιναν μετά το σάκιασμα και μαζεύαν τις ελιές που είχαν μείνει κάτω. Αυτή η διαδικασία λεγόταν «μπασάκι». Σε περιόδους μεγάλης φτώχειας οι κτηματίες άφηναν εσκεμμένα πολλές ελιές αμάζευτες ώστε να τις πάρουν αυτοί που είχαν ανάγκη.

ι) Μηχανή: Το ελαιοτριβείο.

ια) Τσίτα: Πολύ μικρό κλαδί ελιάς που έχει πελεκηθεί έτσι ώστε να τρυπήσει το σακί με τον καρπό και να το εμποδίσει να ανοίξει. Αυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως παλιότερα που το υλικό του σακιού ήταν βαρύ, τώρα βολεύει πιο πολύ ο σπάγκος.

α) Αυτή η τέμπλα είναι τόσο κοντή που δεν φτάνει να ραβδίσω ούτε το μισό ύψος του δέντρου.

β) Μέχρι να αποφασίσεις να στρώσεις δίχτυα, όλες οι ελιές σου γίνανε κουρούκια.

γ) Δεν βρίσκω κάτι που να δείχνει την διαφορά του από το κτήμα.

δ) Ούτε δούλευε ούτε πλήρωνε. Ήταν τόσο ανεπρόκοπος που τον διώξαμε από τον Νταϊφά.

ε) Μήτσο, κόψε τους κωλοριζίτες να στρώσουμε δίχτυα με την ησυχία μας.

στ) Κόψε αυτό το κλαδί. Φυτρώνει στο κέντρο και θα εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως γαμιά.

ζ) Μην κάνεις καλαθάκια, μάζευε ελιές και με τα δυο σου τα χέρια.

η) Μόνο το σάκιασμα έμεινε και τελειώσαμε.

θ) Ο γέρος λέει: «όταν ήμουν μικρός το έσκαγα από το σχολείο για να πάω στο μπασάκι να βγάλω κανένα φράγκο.

ι) Σήμερα τελειώσαμε το σάκιασμα και πήγαμε τις ελιές στη μηχανή για να βγει το λάδι.

ια) Παράτα το χουζούρι και βάζε τις τσίτες πιο καλά να μην ανοίξουν τα σακιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προφανώς και απροσδοκήτως ο Ζευς, Δίας.

Σε χρήση από τους βοσκούς στην περιοχή του Ψηλορείτη, κοντά στα Ζωνιανά. Σε μια αλλόκοτη διαδικασία στη μονή του Xριστού Xαλέπας, όπου ο ηγούμενος είναι κατά παράδοση από την οικογένεια Βάμβουκα, οι κτηνοτρόφοι που έχουν γίνει θύματα ζωοκλοπής καλούν αυτούς που υποψιάζονται για ενόχους και τους ζητούν να ορκιστούν στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Οι αθώοι που κατηγορούνται ορκίζονται άφοβα, ενώ οι ένοχοι, συνήθως, πριν μπουν στην εκκλησία ομολογούν την ενοχή τους και συμβιβάζονται με τα θύματα της κλοπής.

Ο όρκος λέει: «Νή Ζα, μα και τον Άι Γιώργη φάσκω σου και κάτεχε το, δε φταίω στο πράμα σου έργω η βουλή μου».

«Νή Ζα, μα και τον Άι Γιώργη, φάσκω σου και κάτεχε το, δε φταίω στο πράμα σου έργω η βουλή μου», δηλαδή «Μα τον Δία μα και τον Άι Γιώργη σου λέω και να το ξέρεις ότι δεν έκανα ούτε ξέρω τίποτε γι αυτό που με ρωτάς».

(Ορκίζονται δηλαδή στον Δία χωρίς συνήθως να ξέρουν ότι «Νη Ζα» θα πει «Μα το Δία», όπως λέμε «Μα το Θεό». Το «Ζα» συχνά το παίρνουν με τη σημασία του ζώα, όπως ζα λένε τα πρόβατα και τις αίγες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται και (ο) ζαερές. Οι προμήθειες, τα εφόδια, οι ζωοτροφές, η κουμπάνια.

Το ακούμε στην Κρήτη να χρησιμοποιείται από βοσκούς ορεινών περιοχών. Την λέξη δίνουν: (α) ο Ξανθινάκης στο Γλωσσάρι της Δυτικής Κρήτης και (β) ο Τσιριγωτάκης στον Θησαυρό της Κρητικής Διαλέκτου, ως προερχόμενη από το χωριό Ακούμια της επαρχίας Σπηλίου, στο Ρέθυμνο, την χαρακτηρίζει όμως ως φθίνουσα.

Την βρίσκουμε και σε ένα γλωσσάρι της κοζανίτικης διαλέκτου, εδώ.

Στην Μακεδονία υπάρχει και η φράση: Κοίτα το ζ(α)ερέ σου, με την έννοια «κοίτα την δουλειά σου», «ασχολήσου με τις υποθέσεις σου και μην ξανοίγεσαι», κατά το αγγλικό mind your own business. Ακούστηκε να λέγεται από μητέρα προς γιο. Η μητέρα είναι απ' τη Χαλάστρα (επίσης «Πύργος» ή «Κουλιακιά»), κοντά στη Θεσσαλονίκη και η φράση καταγράφηκε πρόσφατα, άρα λέγεται ακόμα.

Την λέξη διασώζει και ένας τύπος που ανεβάζει στιχάκια στο διαδίκτυο, εν έτει 2009, βλ. 3ο παράδειγμα.

Προέρχεται από το τούρκικο zahire (= εφόδια).

Βίκαρ κατέγραψε σε δημόσιο πρόχειρο, Μπετατζής συνέγραψε, Βίκαρ βοήθησε.

  1. Κάμε κουμάντο το ζαϊρέ, γιατί θα 'χομε βαρύ χειμώνα οφέτος.

  2. Δημοτικό τραγούδι, από εδώ :

Σαββάτο βράδυ πέρασα από το Mεσολόγγι
κι ήταν Σαββάτο των Bαγιών, Σαββάτο τ' Aϊ-Λαζάρου
κι άκουσ' αντρίκεια κλάιματα, γυναίκεια μοιρολόγια.
Δεν κλαίνε για το σκοτωμό, δεν κλαίνε για το φόνο,
μόν' κλαιν που σώσαν το ψωμί κι η πείνα δε βαστιέται.
Στες εκκλησιές μαζώχτηκαν, όλοι, μικροί-μεγάλοι,
ένας στον άλλο έλεγε, ένας στον άλλον λέγει:
«Aδέρφια, τι θα κάμουμε στο χάλι που μας βρήκε;
Δυο μήνες τώρα πέρασαν που ο ζαϊρές εσώθη,
φάγαμε ακάθαρτα σκυλιά και γάτες και ποντίκια.

  1. Από εδώ

Κάτω στο μεγάλο πέρασμα,
στη μεγάλη την μπασιά,
σε βαστάν' για ένα κέρασμα,
σταματάς για δυο κρασιά...

Κοκκινέλι αγιορείτικο,
παστουρμά για ζαϊρέ,
τσιφτετέλι μερακλίδικο
και παθιάρικο αμανέ.

...............................

Ωχ αμάν κι αμάν αμάν
τα κορμάκια μας πού πάν' ,
-φανταράκια στη σειρά,
διψασμένα, νηστικά;

Zαουάντ Ζαϊρί (από allivegp, 26/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία