Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το χαλάζι, στην κρητική. Το ανεβάζω, γιατί τη βρίσκω τρομερά χαριτωμένη λέξη. Πρέπει δε να σημειωθεί πως είναι τόσο ισχυρή η χρήση της λέξης αυτής έναντι της «χαλάζι», που έπρεπε να φτάσω 18 και να φύγω από την Κρήτη για να ανακαλύψω πως τελικά είχα δει «χαλάζι» κι απλώς μου το είχαν συστήσει ως «κουκοσάλι».

Θεσσαλονικιός: Α, κοίτα χαλάζι!
Κρητικός: Τι χαλάζι ρε; Αυτό είναι κουκοσάλι!
Θεσσαλονικιός: Χαχαχαχαχα «κουκοσάλι»; Τι λες ρε χωριάταρε;! Από τα Ούα κατέβηκες; Χαχαχαχαχαχα!
Κρητικός (έτοιμος να κλάψει): Μα αλήθεια, κουκοσάλι...

(από mafie, 04/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λήμμα αιτήθηκε στο ΔΠ η ironick ως «αβέρτα σκέτο» γιατί ήδη υπάρχουν παράγωγα στο σάιτ. Το λήμμα αβέρτα κουβέρτα καλύπτει (με την κουβέρτα του) το λήμμα αβέρτα «σκέτο» (σπεκ στον προλαλήσαντα): φανερά, χωρίς περιορισμούς, κατ’ εξακολουθηση, προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα.

Περαιτέρω έρευνα στο διαδίκτυο απέδωσε τα παρακάτω: Η λέξη αβέρτα, φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό aperto που θα πει ανοιχτό. Εδώ περιλαμβάνονται οι σχετικοί όροι με τις σχεδόν μονολεκτικές έννοιές τους, όπως χρησιμοποιούνται στην Κέρκυρα και τους Παξούς (αναμενόμενο το Ιόνιο για λέξη ιταλικής προέλευσης, νομίζω;). Σο, αβέρτα, αβέρτα πάγκα: συνέχεια, αβέρτο: ανοιχτός χώρος, μεγάλος, χωρίς εμπόδια, αβέρτο πετσάλι: ελεύθερο, ανοιχτό.

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους μηχανισμούς που οδήγησαν στις τρέχουσες χρήσεις της λέξης. Συνήθως αυτές έχουν μια αρνητική χροιά, στα πλαίσια μιας εννοούμενης υπερβολής, ενώ επιπλέον υπονοείται ότι δεν πρόκειται για περιστατικά μια κι έξω, αλλά μάλλον για συνεχιζόμενες καταστάσεις:

  • Απλοχεριά. Ένα ανοιχτό πεδίο, μια άπλα χωρίς στριμώγματα, χωρίς μιζέριες, χωρίς τσιγκουνιές στους χώρους. Χωρίς τσιγκουνιές γενικά, γενναιόδωρα. Αρνητικά: αφειδώς, συνεχής σπατάλη.
  • Πρόκληση. Ένα ανοιχτό πεδίο, είσαι εκεί χωρίς διαθέσιμες κρυψώνες, χωρίς σκιές, τίποτα δεν σε κρύβει, όλα γίνονται μπροστά σε όλους, φάτσα μόστρα, φόρα παρτίδα, όλοι βλέπουν, εκτίθεσαι, αλλά δεν σε νοιάζει. Αρνητικά: συνεχής ξετσιπωσιά.
  • Ελευθερία. Ένα ανοιχτό πεδίο χωρίς εμπόδια, όσο μακριά βλέπει το μάτι, ελεύθερα ως τον ορίζοντα, δεν υπάρχει κάτι δεσμευτικό, δεν υπάρχει τίποτα που να περιορίζει, sky is the limit. Χωρίς να θέτει κανείς όρια, χωρίς να το σκέφτεται πολύ. Απερίσκεπτα. Αρνητικά: συνεχής ασυδοσία.

    Όλα αυτά μαζί, σε ένα παγωτό.

Δικά μας:
*Βρήκα κώλο και γαμάω αβέρτα.

*Γαμιολόπουστα: [...] είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

*Ασεπατζού: [...] μετά θα λυσσάξουνε να κάνουνε παιδί-να πάρουνε αβέρτα άδειες και να την πέσουνε κ.ο.κ.

*Αρπαχτοτσιμπούκω: [...] η εμφάνιση και το στυλ της προδίδουν ότι γαμιέται αβέρτα.

*- Τι γίνεται με την εξεταστική; Γράφεις τίποτα;
- Ραμού έχω να γράψω...
- Πώωω, σοκ και πέος! Αυτή κόβει αβέρτα...

Ξένα:
*Αν συνεχίσει να σκορπάει αβέρτα τα λεφτά του, στο τέλος θα μείνει άφραγκος.

Εδώ: Τα βιβλία θα είναι από δω και πέρα μόνο στολίδια για αραχνιασμένες βιβλιοθήκες, που κι΄αυτές αντικαθίστανται από συλλογές ταινιών πορνό και τραγουδιών του Φοίβου, που παρέχουν αβέρτα πάγκα οι εφημερίδες και τα περιοδικά…

Ανοιχτό πεδίο. Ελευθερία. Το "αβέρτα" με την θετική του έννοια: η πάμπα της Αργεντίνας. (από Galadriel, 19/10/09)Πιο σωστή μετάφραση κττμγ (από Vrastaman, 19/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση μανιάτικης προέλευσης που δηλώνει φιλία-οικειότητα σε αυτόν/-ήν που τη λέμε. Χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή της Μάνης, αλλά και γενικά στον νομό Λακωνίας.

-Τι κάνεις κορώνα μου; Καλά είσαι;

extra βασιλόφρονες (από xalikoutis, 19/10/08)Σημαία της Μάνης. Που πήγε Ελευθερία, Οεο; (από Vrastaman, 20/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειδικό ξύλινο ράφι αποκλειστικά για το ψωμί, κρεμασμένο από δύο σκοινιά όπου ήταν δεμένα στις ξύλινες τράβες της οροφής ή σε τοξοειδές σημείο του σπιτιού. Το λένε στη Μύκονο. Πιθανόν βόλτο ήταν κανονικά το τοξοειδές σημείο και όχι το ίδιο το ράφι. Διότι βόλτο λένε στη Κέρκυρα το κάθε τοξοειδές σημείο σε ένα σπίτι. Σήμερα που όλοι στη Μύκονο αγοράζουν ψωμί από τους φούρνους η λέξη δεν χρησιμοποιείται έτσι, μα μόνο σε συγκεκριμένη έκφραση:

Να 'ταν ψωμιά στο βόλτο...

Το λένε σε άνθρωπο που δεν κάνει κάτι κάπου, παρόλο που μπορεί να το κάνει. Με την έννοια του αν αυτό που του είπαν να κάνει ήταν να φάει το ψωμί από το βόλτο θα το έκανε.

- Θα κατέβουμε για νυχτερινό μπανάκι στη θάλασσα, με μια φίλη μου Σλοβάκα και μία φίλη της που είναι ελεύθερη, θα 'ρθεις;
- Μπάαα, που να 'ρχομαι τώρα ψηλέ μου, βαριέμαι!
- Να 'ταν ψωμιά στο βόλτο θα ερχόσουνα. Κάτσε σπίτι να τον παίζεις. (κλακ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μουνὶ ποὺ χάσκει, στὴν Πατρινὴ διάλεκτο.

Κατὰ κυριολεξίαν, χάβαρα λέγονται οἱ ἀχιβάδες, γυαλιστερές, χτένια κλπ. Ὅταν τὰ χάβαρα εἶναι μισάνοικτα, προκαλοῦν πονηροὺς συνειρμοὺς εἰς τοὺς Πατρινούς.

Οἱ ἀξιολογικὲς καὶ ἠθικολογικὲς προεκτάσεις ποὺ δίδονται, λόγῳ τοῦ χαίνοντος, εἶναι προφανεῖς.

Ἡ λέξις, μὲ τὴ σλαγκική της ἔννοια, ἀπαντᾶται μόνο στὴ φρᾶσι τοῦ παραδείγματος. Τὸ μόνο στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ποικίλῃ εἶναι ὁ βαθμὸς συγγενείας αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ χάβαρον ἐπικαλούμεθα. Ἄρρενες συγγενεῖς ἀποκλείονται· ἐξ ἀγχιστείας ἐπίσης.

- Πῶς πᾶς ἔτσι ρὲ μινάρα, θὰ μᾶς σκοτώσῃς;
- Τῆς μάνας σου τὸ χάβαρο, ρὲ κωλομίναρε!

(από panos1962, 23/11/09)Η λέξη "Gavaro" λέει, διαβάζεται ως "Χάβαρο" στα ολλανδικά. (από Galadriel, 24/11/09)(από Vrastaman, 24/11/09)

Βλ. επίσης μύδι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούτσος, όπως προφέρονταν από τους κλεφταρματωλούς στα ηρωικά χρόνια της Ελ επανάστασης. Το λήμμα αυτό το συναντάμε πολύ συχνά στην ιστοριογραφία της εποχής και ιδίως σε αποσπάσματα ομιλιών των πρωταγωνιστών της Επανάστασης. Για παράδειγμα, ο Γ. Καραϊσκάκης, γνωστός για την αθυροστομία του, φέρεται να έχει πει «... η μάνα μου ... θα έχει φάει ίσαμε χίλιους μπούτζους.» Επίσης, στα νεώτερα χρόνια, σώζεται η αναφορά του υπαστυνόμου Κιλκίς Ι. Πετράκη με ημερομηνία 4 Απριλίου 1927:

«Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά την λίμνην της Δοϊράνης, εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε προς αυτούς «Σταθείτε, ρε πούστηδες, γαμώ το κέρατό σας» και αυτών απαντησάντων «Κλάσε μας τον μπούτζον», ούτοι απέδρασαν.»

- Στρατηγέ Μακρυγιάννη, ο Κιουτάγιας έστειλε γραφή να παραδοθούμε, 'τι θα φέρει κι άλλο ασκέρι να μας πάρει την πλάτη και τότες είμαστε χαμένοι.
- Θα μας κλάσει τον μπούτζον.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χανιώτικη ιδιωματική έκφραση που σημαίνει μου στρίβει ή μου λασκάρει (η βίδα), τρελαίνομαι... Κυριολεκτικά σημαίνει κάτι παραπλήσιο, δηλαδή, αφαιρώ τα καρφιά, ξεκαρφώνω.

«Περτσίνια» λέγονταν τα καρφιά, βενετσιάνικη λέξη - στα ιταλικά percini = καρφί). Επειδή η παράδοση πουλάει, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι προέρχεται από την ιδιόλεκτο των κατασκευαστών παραδοσιακών υποδημάτων (στιβανάδων) αλλά, αλίμονο, το λένε καμιά φορά και οι μαστόροι όταν ξεκαλουπώνουνε με το σκεπάρνι στην οικοδομή...

Εναλλακτικά λέγεται και «ξεπερτσικώνω» και καμιά φορά (εσφαλμένα) «περτσικώνω» ή περτσινιάζω».

- Κι ο Χρήστος, ίντα κάνει αυτός;
- Εξεπερτσίκωσε... εχώρισε τη γυναίκα του με το μωρό για μια Βουλγάρα, και μετά τονε παράτησε αυτή, κι εδά κάθεται στο λιμάνι και μιλεί μοναχός του σαν τον τροζό... - Μωρέ...!

Δες και περτσινώνω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκοφωνολογία. Το /j/ είναι το σύμβολο το οποίο χρησιμοποιούμε ενίοτε (και έχει σχεδόν καθιερωθεί) για να περιγράψουμε και να διακωμωδήσουμε ή να σατιρίσουμε την «χωριάτικη» προφορά, την μη «σωστή» δηλαδή, κυρίως την προφορά που έχουν οι κάτοικοι της ΒΔ Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας κά. Μπαίνει μετά το νι και το λάμδα και «μαλακώνει», λιώνει θα λέγαμε, την προφορά τους. Λειτουργεί δηλαδή όπως το «μαλακό σημείο» (ь) των σλαβικών γλωσσών ή όπως το -gn των Γάλλων (πχ στη λέξη oignon, ονιόν = κρεμμύδι).

Έκφραση: «με το νj και το λj».

  1. Κάθε καλοκαίρι που πάει το παιδί στους παππούδες στο Αίγιο, χαλάει την προφορά του και όταν επιστρέφει στο σχολείο όλα τα παιδάκια το κοροϊδεύουνε γιατί μιλάει με το νj και το λj... Τι θα κάνουμε ρε Σταμάτη;...

  2. από μέσα από το σλανγκρ:
    παράλjυτος
    γκλjίτερ
    θα μου τον(j)ιδείς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φάλια ήταν η τρύπα που είχαν στο πίσω μέρος τα παλιά εμπροσθογεμή όπλα και κανόνια, μέσω της οποίας πυροδοτούνταν η γόμωση με κάποιο φιτίλι, αναμμένο καρβουνάκι, δαυλί ή τελοσπάντων ό,τι διάολο βάσταγε ο πυροβολητής.

Στο δεύτερο παράδειγμα η φάλια φαίνεται να σημαίνει το λεπτοτριμμένο μπαρούτι που γέμιζε την τρύπα, λειτουργώντας σαν φιτίλι / καψούλι που προκαλούσε την ανάφλεξη της κύριας γόμωσης. Tα λέει εδώ χαρτί και καλαμάρι για το falya barutu.

Σε αυτό εδώ το κυπριακό σάιτ οι φάλιες (πληθ.) σημαίνουν προβλήματα / μπερδέματα, αλλά και τις τρύπες που ανοίγουν οι νταμαρτζήδες στον βράχο για να χώσουνε το -βάρδαααα!!!!- φουρνέλο.

Ετυμολογικώς βουτήξαμε τη falya απ' τους Τούρκους, που είχαν κατσικώσει απ' τους Ιταλούς τη falla (=ρήγμα σε πλοίο / διαρροή / τρύπα), πάνω στον κακό χαμό σκάσανε κάτι Προβηγκιανοί με τη falha τους και κάτι Παλαιογάλλοι με μιά faille και πήραν φωτιά τα τόπια. Τεσπα, στο τέλος πλακώσανε όλοι μαζί τους Ρωμαίους που με το ρήμα fallere (μεταξύ άλλων παναπεί ξεγλυστράω / κυλάω / διαφεύγω) προκάλεσαν το όλον νταβαντούρι. Πιό πίσω απ' τα λατινικά έχει κάτι ινδοευρωπαϊκά περίεργα, όμως αυτοί οι ινδοτέτοιοι έτσι κι αλλιώς είναι όλοι τους από καιρό εντελώς πεθαμένοι, αλλά και τότε που ζούσανε δεν είχανε κανόνια, οπότε ποιός τους γαμεί κι αυτούς...

Πάω τώρα γιατί αυτά δεν είναι σλανγκ, ντροπής πράματα.

Ήτανε μαζεμένοι καμιά δεκαριά συντρόφοι μέσα στ' αμπρί μου και λέγανε παραμύθια σαν έπεσαν οι πρώτες ασφυξιογόνες με τον ξεχωριστό κούφιον κρότο τους. Στην αρχή τις πήραμε για κοινές οβίδες που βουτούσανε στο βρεγμένο χώμα δίχως να σκάνουν. Μερικοί κιόλας φωνάζανε τη συνηθισμένη κοροϊδία: Ίσκααα! Κατέβασε φάλια μωρέε! Και συνέχιζαν το παραμύθι τους ανέμελοι.

Στρ. Μυριβήλης, Η Ζωή εν Τάφω.

Κείνος πάει και ξεκρεμάει ένα παλιοτούφεκο σκουριασμένο, γεμάτο απ' τα ορτυκοπεράσματα, βάζει φάλια κι ένα καψούλι, ανοίγει το παραθύρι και ρίχνει μιά στον αγέρα.

Επίσης μυτιληνιό, του Στρ. Αναστασέλλη, Κερατοζωή.

Ευχήθηκαν καλή αντάμωση στον άλλονε κόσμο και τράβηξαν στα πόστα. Σε κάθε κανόνι τάχθηκαν τρεις ως τέσσερις κανονιέρηδες μ' έναν αρχικανονιέρη. Βάλανε τις μίκες στις φάλιες, ανάψανε το λυχνάρι με το λάδι κ' είχαν έτοιμες τις μακριές μίτζες για να πάρουνε φωτιά απ' αυτό.

εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα Χιώτικα, αυτός που διατηρεί μιά κάποια υγρασία, νωπός, που δεν έχει στεγνώσει τελείως. Συνήθως για ρούχα απλωμένα αλλά όχι μόνο. (Αγνοώ τόσο την ετυμολογία, όσο και την ορθογραφία γιατί μόνο ακουστά την έχω και όχι κάπου γραμμένη. Όποιος μπορεί ας με φωτίσει...)

-Αφού ημάζωξες που ημάζωξες τα ρούχα, το τζίν σου πως τ' άφηκες στα σκοινιά;

-Ήτανε απλωμένο στα πιό σκεπά κι είναι ήμουδο. Α τ' αφήκω καμιάν ώρα να το βαρέσει ο ήγιος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία