Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Στην κυριολεξία, το γόνιμο χώμα, η κοπριά.

Λέγεται μεταφορικά για το αυτοκίνητο που είναι χρέπι, κουβάς, σαράβαλο που δεν παίρνει από επισκευή, σουλούπωμα ή μάζεμα, και αξίζει το βάρος του σε κοπριά.

(Σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων)

- Πόσα πιάνει να αφήσω Lada Samara ρε λεβέντη για ανταλλαγή;
- Περίπου 100 ευρώ και να δούμε.
- Τι είπες ρε φίλε; '92 μοντέλο καταλυτικό είναι. Μόνο 100; Με σφάζεις!
- Το αυτοκίνητο είναι φουσκή κύριε μου. Ένας τόνος φουσκή κάνει 100 άντε 150.

(από slangprof, 01/12/08)(από slangprof, 01/12/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.

Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.

Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ποντιακός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την γνωστή «silent but deadly» -αγγλιστί- πορδή, η οποία αφήνει τον γνωστό υπόηχο «φφφφφφτ». Απορίας άξιο είναι εάν το φουτί (ουδέτερο) προέρχεται από το ρήμα «φουτίζω» ή από το συνηρημένο «φουτάω-ώ». Πιθανότερο το δεύτερο.

(Εν μέσω σιωπής)
«φφφφφτ»
(Χρονική καθυστέρηση, μέχρι να γίνει αντιληπτή η οσμή από τον άλλο, καθώς ο ήχος είναι αντιληπτός μόνο από τον φουτιχτή.)
- Τί έκανες ρε μαλάκα, γαμώ σε;
- ;;;;
- Φούτηξες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βορειοελλαδίτικος όρος για την μικρή ψησταριά (την μεταλλική κατασκευή, όχι το μαγαζί ταβέρνα-εστιατόριο). Έχει χώρο για τα κάρβουνα και από πάνω σχάρα για να ψήνονται τα κρεατικά, τα καλαμπόκια, τα κάστανα.

Ενδεχομένως ηχοποίητη λέξη. Το βικιλεξικό υποστηρίζει εδώ, χωρίς να επεκτείνεται, τουρκική ετυμολογία. Ο Τριανταφυλλίδης προτείνει εδώ ιταλική.

  1. - Τα κρέατα πού θα τα ψήσουμε;
    - Λίγα-λίγα ρε συ, στη φουφού. Ό,τι γίνεται το βάζουμε στο πιάτο!
    - Σωραίος!

  2. Από το τραγούδι «Να βάλω τα μεταξωτά», Γιάννης Τσατσόπουλος, Σωκράτης Μάλαμας:

[...]
Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει
στα εργοστάσια μπροστά και στα σκουπίδια πλάι
να μπερδευτώ με τους εργάτες
να πω τον πόνο μου στις γάτες
και στη φουφού του καστανά
στάχτη να γίνεις σατανά
[...]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο Ηρακλειώτης, αποκαλούμενος από Ρεθυμνιώτες. (Δες).

Πάλι οι φραγκοφονιάδες μας κυβερνούν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ελληνοαμερικανική έκφραση που αναφέρεται στην πτώση της θερμοκρασίας και το πάγωμα των λιμνών, παράφραση του the lakes froze and the temperature got under zero. Συχνή στις βόρειες πιτείες των ΗΠΑ.

Θα το κλείσω το εστιατόριο, δεν αντέχω άλλο. Κάθε χρόνο, όταν φρηζάρουν τα λέκια και πλακώνουν τα μπηλοζήρια, θέλω να γυρίσω στο χωριό στην Πρέβεζα, that shit ain't for me dude!

Βλ. μπιλοζίρια, δώσε κώλο στον ρουφιάνο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σοροπιαστό γλύκισμα που φτιάχνεται από φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, μουλιασμένες στο γάλα, κατόπιν τηγανισμένες στο λάδι και τέλος περιχυμένες με μέλι και κανέλα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνταγή.

Φολεγανδρίτικο. Πιθανόν να μην το ξέρει πια κανείς εκεί, καθότι πρόκειται για παλιό αυτοσχέδιο γλυκό και παλιά λέξη.

Προφ ιταλικής ρίζας, από το frittula (σιτσιλιάνικη λέξη), βλ. εδώ, κάτι σα να λέμε «τηγανιά».

- Θυμάσαι πώς έκανε η Δέσποινα τις φρίδουλες;
- Μμμμ... όχι, αλλά ας αυτοσχεδιάσουμε και θα το βρούμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι ελληνοαμερικάνοι. Σλανγκ της νήσου Καρπάθου, η οποία διατηρεί πολλές σχέσεις με ΗΠΑ: ακόμη και σήμερα φεύγουν μετανάστες, ενώ παλιοί μετανάστες που ζουν «μέσα» εδώ και γενιές εξακολουθούν να έρχονται στο νησί για διακοπές και να επιδεικνύουν τα περίεργα ήθη τους, όπως μπρούκλικη ομιλία, φανταχτερά ρούχα, παράξενα προϊόντα, όπως κάποτε θα ήταν το φρίσμπι, και polla lefta.

Συναντιούνται δύο συγχωριανοί στο σπίτι ενός τρίτου. Δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, γιατί ο ένας είναι από Αμερική και η άλλη από Αυστραλία.

(ΗΠΑ) - Ah, so είσαι του Γιαννή της Μαρούκλας δευτεροξαέρφισσα;
(ΑΥΣ) - Yeah.
(ΗΠΑ) - Από Ωστρέιλια, ε;
(ΑΥΣ) - Yeah. Κέμ'ρα.
(ΗΠΑ) - What;
(ΑΥΣ) - Κέμ'ρα!
(ΗΠΑ) - What's that;
(ΑΥΣ) - Εκεί μένω.
(ΗΠΑ) - Oh, I see. Πού είναι αυτό;
(ΑΥΣ) - God, Κέμ'ρα, the capital!
(ΗΠΑ) - Ah, you mean Καμπέρα!
(ΑΥΣ) - Jesus, είναι αγγλικά αυτά που μιλάτε εσείς τα φρισμπάκια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια έκφραση από Χίο.

Μετάφραση: τι κι αν αφρίζεις, εγώ σε πλήρωσα, οπότε θα σε φάω.

Χρήση: χρησιμοποιείται όταν μας την φέρνουν οι έμποροι, και μας πασάρουν κάτι σκάρτο. Και ενώ κανονικά είναι για πέταμα, εμείς, επειδή λυπόμαστε τα λεφτά που δώσαμε, το χρησιμοποιούμε.

Η έκφραση προήλθε από ένα ανέκδοτο (ίσως και συμβάν του παρελθόντος) που έχει ως εξής :
Κατέβηκε από το χωριό ο περί ου ο λόγος, να αγοράσει φέτα. Ο μπακάλης για να τον πειράξει τον χωριάτη, αντί για φέτα του έδωσε σαπούνι (τότε το σαπούνι ήταν σε πλάκες, κάτι σαν μισό κιλό φέτα). Το παίρνει ο χωρικός, και το μεσημέρι στο σπίτι πάει να το φάει. Με το σάλιο το σαπούνι αρχίζει να βγάζει αφρούς, οπότε εκείνος μονολογεί: φρίτζεις ξαφρίτζεις, τον παρά μου έδωκα, να σε φάω θω!

- Ρε μάνα, έχει φρούτο;
- Έχει καρπούζι παγωμένο.
- Ποιο; το χτεσινό; αυτό δεν τρώγεται με τίποτα...
- Φρίτζει ξαφρίτζει, το πληρώσαμε, θα το φάμε αυτό, και μετά θα πάρουμε άλλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται κατά κόρον σε χωριά της Εύβοιας (στην περιοχή γύρω από την Κύμη μέχρι το Αλιβέρι) και σημαίνει, ανάλογα με την περίπτωση:

  1. τρομαγμένος, ξαφνιασμένος
  2. ατσούμπαλος, που κινείται νευρικά και σπασμωδικά
  1. Γύρισε χθες αργά στο σπίτι ο Γιάννης φταρωμένος, λες και είδε φάντασμα.
  2. Πρόσεχε ρε φταρωμένε, θα σπάσεις όλα τα ποτήρια!

Απαντάται και το ρήμα φταρώνομαι, κυρίως στον αόριστο στα 3 πρόσωπα του ενικού:

Ρε μαλάκα πως μπαίνεις έτσι απότομα, φταρώθηκα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε