Η χανιώτισσα ψώλα. Ο όρος ουσιαστικά αναφέρεται σε όλες τις γκόμενες που κατάγονται και ζουν στα Χανιά Κρήτης.
- Άντε μωρή χανιώλα.
Η χανιώτισσα ψώλα. Ο όρος ουσιαστικά αναφέρεται σε όλες τις γκόμενες που κατάγονται και ζουν στα Χανιά Κρήτης.
- Άντε μωρή χανιώλα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τρελαίνω κάποιον με τις μαλακίες που λέω. Όρος αυστηρά απευθυνόμενος από και προς Σαλονικιούς.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Καθημερινή έκφραση που δηλώνει την έκπληξή μας σχετικά με μη αναμενόμενες ενέργειες. Την χρησιμοποιούν κυρίως κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας, χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα.
(μεταφορά από δηλώσεις εργαζόμενης σε super market στην τηλεόραση...)
-Και μπήκε μέσα και μου λέει ληστεία και του λέω.... πλάκα με κάνεις.
Δες ακόμη: θεσσαλονικιώτικα, σε λέω, με λες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και προέρχεται από το «Δίαβολε, να μπεις μέσα του». Αντίστοιχο με το άντε γαμήσου, αλλά πιο ήπιο.
-Με τρόμαξες, ωρέ διαλέμπαμεσασου
Βλ. και μπα που να 'μπει ο διάολος μέσα σου και νά 'ναι φορτωμένος παλιούρια !, που να μπουν ούλοι οι διαούλοι μέσα σου, χίλιοι διαόλοι μέσα σου!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έκφραση της Ιθάκης υπό μορφή κατάρας.
Ώρέ ασίφταε με τρόμαξες, που να'μπουν ούλοι οι διαούλοι μέσα σου.
Βλ. και διαλέμπαμεσασου, μπα που να 'μπει ο διάολος μέσα σου και νά 'ναι φορτωμένος παλιούρια !, χίλιοι διαόλοι μέσα σου!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης και γενικά της Βόρειας Ελλάδας για τους Αθηναίους. Προφανώς από το «χάμω» (= «κάτω»), επειδή η Αθήνα είναι πιο νότια και επομένως πιο κάτω στον χάρτη.
-Τι με λλλες ρε συ; Χαλλλκίδα είναι το πάρτυ; Δεν μπορούσε να' τανε Χαλλλκιδική;
-Πλλλάκα με κάνεις ρε αδέρφι; Ούτε στον ύπνο τους δεν έχουνε δει Χαλλλκιδική οι χάμηδες! Δεν πάμε να πιούμε κάνα ουζάκι τώρα να γίνουμε ζάντα κιετσ';
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.
-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.
Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Μαντράνι: (mandrine): Λέξη αγνώστου προελεύσεως. Πρωτοεμφανίστηκε σε ένα χωριό της Μεσσηνίας (Χανδρινός). Υποδηλώνει άστατο χαρακτήρα. Συνώνυμες λέξεις: αλάνι, τσογλάνι, μαλάκας (μεταφ.)
-Χτες πάλι ήταν μπλεγμένος σε μια παρτούζα ο Γιώργος. -Ρε το μαντράνι, πώς τα καταφέρνει;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Εναλλακτικός (καλαματιανός) τρόπος να αποκαλέσει κανείς την πολύ όμορφη γυναίκα μικρής σχετικά ηλικίας. Συνώνυμες λέξεις: γκομενάκι, πατουράκι, τσουλάκι.
-Πολλά τζα το μαγαζί ρε φίλε ε;
-Τσι πουτάνας γίνεται. Για πολύ γκότζα κολίτζα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το πέος (σε ορισμένα μέρη της Εύβοιας).
Δήλωση 1: - Ο Μήτσος έχει μια κουκούνα σα γαριδάκι!!
Δήλωση 2: - Θα σου ρίξω μια κουκούνα! (θα σε γαμήσω!)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία