Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ο χαβαλές. Λέξη ευρέως διαδεδομένη στα σχολεία του νομού Ηλείας.

- Την ώρα της μουσικής γίνεται πολλή αρβάλα μέσα στην τάξη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αναψυκτικό 7-up (εφτά-κι-απά(νω)) σε κάποιες περιοχές της επαρχίας.

Πιάσε ένα 'φτά κι απά.

(από Galadriel, 30/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξεθερμάω, ξεθερμίζω: Κάνω λάντζα, πλένω πιάτα. Έκφραση από νησιά.

Ενίοτε λέγεται καί σκέτο ξεθερμίζω, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε τα πιάτα, αν και είναι πλεονασμός γιατί εννοείται.

Έχω να ξεθερμίσω τα πιάτα και μετά θα αράξω.

Βλ. και αξεθέρμιστα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τρελός στα χιώτικα!

-Θα πάω για κατάδυση!!!
-Καλά λωλή είσαι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γνήσιος, αυτόχθων Αθηναίος.

- Από πού κατάγεται ο κ. Αγησίλαος:
- Είναι γνήσιος Αθηναίος, γκάγκαρος, γενεές δεκατέσσερις!

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).

- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!

κούρβα τα πίτσκατα (από Fotis Nitsiopoulos, 27/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Ισθμός της Κορίνθου.

Οι κάτω από το αυλάκι = οι Μωραΐτες, οι Πελοποννήσιοι.

- Περνιέστε για έξυπνοι ρε, εσείς κάτω από το αυλάκι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από τη λέξη αρουραίος, δηλ. ποντικός. Υποδηλώνει αναφορά σε τυπάκι - αλάνι - κάτοικο Ζαρουχλέικων Πατρών.

- Κοίτα, κοίτα το αρούρι ρε! Α ρε μινάρες ποντικοί...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φαγητό, ποτό ή οτιδήποτε αναλώσιμο, νοθευμένο ή σάπιο, γενικώς αυτό που προκαλεί απλά αηδία ή χειρότερα δηλητηρίαση.

Χρησιμοποιείται ευρέως στην Ικαρία.

- Πω πω, έφαγα 1 σάντουιτς το πρωί και ψακώθηκα.
- Και γω είμαι χάλια απο χτες. Ήπια μια τεκίλα και ήταν ψακί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καθόλου. Λέξη τουρκικής προελέυσεως (Hic). Χρησιμοποιείται ευρέως από υπερήλικες βορειολλαδίτες προσφυγικής καταγωγής και όχι μόνο.

  1. - Ax Νίτσαμ... Κείνος ο γιος μου, ντιπ χαϊβάν'... 30 χρονών έγινε και χιτς μυαλό δεν έβαλε... - ΜΜ Κορτέσαμ'... τι να σε πω... Ο δικός μου 'κόμα καλύτερος... Τον έστειλα και στα ξένα να σπουδασ'... Βόδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.

  2. -Σουλτάνααααα... Χάλια τα γιουβαρλάκια... Χιτς αλάτι δεν έβαλες;
    - Χιτς... Αφού έχεις πίεση για...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία