Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Στα Χιώτικα, αυτός που διατηρεί μιά κάποια υγρασία, νωπός, που δεν έχει στεγνώσει τελείως. Συνήθως για ρούχα απλωμένα αλλά όχι μόνο. (Αγνοώ τόσο την ετυμολογία, όσο και την ορθογραφία γιατί μόνο ακουστά την έχω και όχι κάπου γραμμένη. Όποιος μπορεί ας με φωτίσει...)

-Αφού ημάζωξες που ημάζωξες τα ρούχα, το τζίν σου πως τ' άφηκες στα σκοινιά;

-Ήτανε απλωμένο στα πιό σκεπά κι είναι ήμουδο. Α τ' αφήκω καμιάν ώρα να το βαρέσει ο ήγιος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γκιουγκιούρα ουσιαστικό , ρήμα γκιουγκουρίζω , επίθετο γκιουγκιούρης . Η ενοχλητική φασαρία η βαβούρα που κάνει κάποιος όταν λέει λέει λέει .... μιλάει συνεχώς, συνήθως μέσα από τα δόντια του ψιθυριστά ή και φωναχτά αν θέλετε , σε σημείο να γίνεται ενοχλητικότατος , ώστε να κλείνεις τ' αυτιά σου σαν σε κινέζικο μαρτύριο. Συνήθως γκιουγκιουρίζουν οι Ελληνίδες μαμάδες και οι πεθερές επίσης οι σύζυγοι που θέλουν να 'χουν το πάνω χέρι , οι μέγαιρες γιαγιάδες και οι χήρες στο κρεββάτι . Λέγεται στα χωριά της Σητείας στο Λασίθι της Κρήτης.

Ρε μαμά σταμάτα πια τη γκιουγκιούρα μ'έχεις τρελάνει ! Θα φορέσω το σακάκι μου και θα βγω ή θα το φάω το φαγητό μου. Ή Ρε μαμά σταμάτα μην γκιουγκιουρίζεις άλλο, φοράω το τζάκετ μου και δεν κρυώνω στην σκοπιά ! ¨η στο σπίτι ο σύζυγος : Αμάν πια μην γκιουγκιουρίζεις άλλο θα τα πύνω τα χέρια μου και μετά θα φάω !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Πορσούχι είναι ιδιωματισμός για τον Ασβό που συναντάται στις ορεινές περιοχές κυρίως της Δράμας όπου κατοικήθηκαν απο πρόσφυγες μετά , την μικρασιατική καταστροφή . Η ΄λέξη προέρχεται απο το τούρκικο porsuk . Ο ιδιωματισμός αυτός πλέων συναντάται , πολύ σπάνια

Καλά ρε , τι έγινε εδώ πέρα και βρωμάει τόσο , πορσούχι έκλασε

]1]2

ένα πορσούχι λοιπόν

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Βρομόξυλο. Από το τουρκ. değnek= μαγκούρα, μπαστούνι και, κατά συνεκδοχή, μπερντάχι που ρίχνεται με το εν λόγω σύνεργο. Για βορειοελλαδίτικο το ξέρω. Εδώ στα νότια γιόκ, εκτός κι έχω χάσει επεισόδια. Ας πει κάνας Σαλονικιός.

Που τον θμυθκες και συ ορε [...]??????????? χιχιχιχιχι!!!!! Τι ντεγνεκι ειχε φαει εκει αυτος ομους

Το μοναδικό τρέχον ιντερνετικό εύρημα. Παλιότερα είχα πετύχει καναδυό φορές στο γούγλη άλλα παραδείγματα αλλά τότε βαριόμουνα να το γράψω, και μετά εξαφανίστηκαν.

[...] ήταν οι δυό καλύτεροι φίλοι του, μαζί απ' τη Μικρασία, που τα 'χαν πατήσει κι αυτοί τα ογδόντα, ογδονταπέντε χρόνια. Ήρθαν και κάθησαν σιωπηλοί στο μιντέρι. Άφησαν δίπλα τα ντεγνέκια τους και τον κοίταζαν περιμένοντας υπομονετικά, χωρίς να μιλούν.

Γ. Σκαμπαρδώνης Η ψίχα της μεταλαβιάς, εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το βατράχι στην πατρινή διάλεκτο.

- Τι καλό έχει το τσουκάλι; - Σφορδάκλια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα Χιώτικα η (συνήθως χειροποίητη) σβούρα.

Απο πού και πώς δεν ξέρω... και δεν το έχω ακούσει κι αλλού (πάσα βοήθεια δεκτή)

Πλανόδιος πωλητής, με το γά(ι)δαρο γύριζε τα χωριά, back in the days, διαλαλώντας: - Ζβίνν... ζβίνν... Αζγαβααάδες και γαιτάνια... (=Σβούρες και κορδέλες)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

  1. Ενεργητικής φωνής με ενεργητική διάθεση μεταβατικό: σημαίνει κυριολεκτικά μαλακίζω (δεν χρησιμοποιείται συνήθως κατά κυριολεξία) και μεταφορικά τεμπελιάζω
  2. Ενεργητικής φωνής με μέση διάθεση: σημαίνει κυριολεκτικά μαλακίζομαι (δεν χρησιμοποιείται συνήθως κατά κυριολεξία) και μεταφορικά τεμπελιάζω και πράττω ανόητα
  1. «μινάρω τους κουλούς»=δεν κάνω τίποτα, κάθομαι άπραγος
  2. «δεν θα τους πληρώνω τζάμπα για να μινάρουν όλη μέρα», (επί ατζαμή οδηγού, συνοδευόμενη με χειρονομία χούφτας σε γροθιά που πάλεται πάνω κάτω): «ρε φίλε μινάρεις;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Εκφερόμενο κυρίως σαν "πιτάφιο" με ανάλογη βαριά Καρδαμυλίτικη προφορά. Ελαφρώς προσβλητικός χαρακτηρισμός στην περιοχή των Καρδαμύλων - και ίσως και της Χίου; - που αναφέρεται στον ελαφρόμυαλο, απερίσκεπτο άνθρωπο. Κατά τον Κώνστα έχει να κάνει με τον σκαλιστό χαρακτήρα του Επιταφίου, και υποδηλώνει ότι και το κεφάλι του κατηγορούμενου είναι ομοίως σκαλιστό άρα κούφιο.

Καλά, συ σαι καλά-καλά πιτάφιο, δε περίμενα να καταλάβεις. Καλά βρε πιτάφιο, δε σου 'πα να μην το πεις σε κανέναν;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Πελοποννησιακο ιδιωμα (προς καλαματα μεριά) που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το πολύ λιωμένο φαγητό. Ετυμολογικά άγνωστης προέλευσης, ωστόσο δυο πιθανές εκδοχές είναι

  • να προέρχεται απο το ρήμα λιώνω
  • να προέρχεται από τον ήχο που παράγει το μάσημα του υπεραλεσμένου φαγητού στο στόμα (λίγο προχωρημένη ετυμολογική ανάλυση αυτή :D )

Μεταφορικά χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που κάποιος υπεραναλύει ένα θέμα ή μια διαδικασία / ακολουθία βημάτων

- Ασε φίλε, πάλι πιτόγυρα έφαγα σήμερα.
- Δεν έλεγες θα άρχιζες διατροφή σήμερα? Εσπασες τελικά?
- Οχι ακριβώς, έβαλα να βράσω κάτι αγρια χόρτα του βουνού, αλλά αποκοιμήθηκα και έβραζαν μια ώρα και γίνανε λιαλιά τελικά, δε τρωγόντανε τα ρημαδιακά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειδικό ξύλινο ράφι αποκλειστικά για το ψωμί, κρεμασμένο από δύο σκοινιά όπου ήταν δεμένα στις ξύλινες τράβες της οροφής ή σε τοξοειδές σημείο του σπιτιού. Το λένε στη Μύκονο. Πιθανόν βόλτο ήταν κανονικά το τοξοειδές σημείο και όχι το ίδιο το ράφι. Διότι βόλτο λένε στη Κέρκυρα το κάθε τοξοειδές σημείο σε ένα σπίτι. Σήμερα που όλοι στη Μύκονο αγοράζουν ψωμί από τους φούρνους η λέξη δεν χρησιμοποιείται έτσι, μα μόνο σε συγκεκριμένη έκφραση:

Να 'ταν ψωμιά στο βόλτο...

Το λένε σε άνθρωπο που δεν κάνει κάτι κάπου, παρόλο που μπορεί να το κάνει. Με την έννοια του αν αυτό που του είπαν να κάνει ήταν να φάει το ψωμί από το βόλτο θα το έκανε.

- Θα κατέβουμε για νυχτερινό μπανάκι στη θάλασσα, με μια φίλη μου Σλοβάκα και μία φίλη της που είναι ελεύθερη, θα 'ρθεις;
- Μπάαα, που να 'ρχομαι τώρα ψηλέ μου, βαριέμαι!
- Να 'ταν ψωμιά στο βόλτο θα ερχόσουνα. Κάτσε σπίτι να τον παίζεις. (κλακ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία