Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Απορρυπαντικό κινημάτων και λοιπών λακέδων με σαφή κομματική δράση και αντιδραστική σύνθεση.

- Όχι ρε γμτ, σκάσανε πάλι οι μπάχαλοι στην πορεία...
- Τι σε νοιάζει ρε, αφού είναι εδώ το κνάιτ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκ της Μαίρης της Παναγιωταρά, μιας εργαζόμενης μητέρας, μιας καλής νοικοκυράς.

Χαλώνουμε (βάζουμε τα χαλιά) με το που πιάνει κρύο, ξεχαλώνουμε (βγάζουμε τα χαλιά όταν ζεστάνει ο καιρός).

-Ε Μαράκι, χάλωσες ακόμα;
-Μπα, ακόμα αντέχεται ο καιρός. Λέω να χαλώσω τον επόμενο μήνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιστορική αναδρομή.
Κολυνός (Kolynos) ήταν η μάρκα της πρώτης οδοντόκρεμας που κυκλοφόρησε ευρέως στην ελληνική αγορά, και επίσης του πρώτου προϊόντος σε συσκευασία σωληνάριου που κυκλοφόρησε ευρέως στην χώρα μας.

Φαινόμενο κολυνός.
Η κολυνός ήταν το πρώτο generic προϊόν στην ελληνική αγορά. Δλδ, ένα προϊόν που ουσιαστικά ορίζει μια κατηγορία προϊόντων. Για παράδειγμα σκεφτείτε την κόκα κόλα (παραγγέλετε κοκα κόλα, αλλά μπορεί να έλθει pepsi ή sinalco cola), ή τον νες (τον ζεστό στιγμιαίο καφέ, για τον οποίο κανένας δεν εγγυάται ότι δεν φτιάχτηκε με jacobs), ή τα προϊόντα της bic, που όλα δημιούργησαν οικογένειες προϊόντων (πλην του καλτσόν) κ.λ.π. Στην περίπτωση της κολυνός βέβαια, έχουμε το εξής μοναδικό φαινόμενο: όχι μόνο η συγκεκριμένη μάρκα έφτασε να σημαίνει όλες τις οδοντόκρεμες, αλλά και οτιδήποτε πουλιόταν σε σωληνάριο.

Κολυνός και σλανγκ.
Αυτό ακριβώς το φαινόμενο (το οποίο βέβαια πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του '80), παρουσιάζει ένα έντονο σλανγκ ενδιαφέρον.

Οπότε, όταν η γιαγιά σας, ή ο παππούς σας λέει, δώσε μου τον κολυνό, εννοεί σίγουρα κάτι που είναι σε σωληνάριο. Τώρα για το τι είναι αυτό θα σας γελάσω. Μπορεί να είναι:
- η οδοντόκρεμα (που σίγουρα δεν είναι μάρκας κολυνός), η κρέμα ξυρίσματος του παππού σας (πιθανόν να είναι και μάρκας κολυνός, γιατί κυκλοφορεί ακόμα)
-η κρέμα της μάνας σας
-τσιμεντόστοκος σε σωληνάριο.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι η κολυνός είναι ερμαφρόδιτη όσον αφορά το γένος, αφού πλειστάκις (χρόνια ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτό το επίρρημα και δεν κόλλαγε) χρησιμοποιείται και το αρσενικό «ο κολυνός», «τον κολυνό».

από το διαδίκτυο:

... Φαντασθείτε τι ισχυρό μπραντνέϊμ ήταν, αφού όταν έπεσε το 60 στην αγορά και η Κολγκέιτ, ο κόσμος την ζήταγε στα περίπτερα «Μια κολυνός« ...

...καλα δε ξερεις τη Κολυνος που ειχαν οι παππουδες μας κ φτιαχνανε σαπουναδα στο...

...Και η γιαγιά μας η μακαρίτισσα μάς έλεγε «πήγαινε, χαρά μου, να μου πάρεις μία Κολυνός απ’ το μπακάλη» και με τον όρο «Κολυνός» (Kolynos) εννοούσε μία οποιαδήποτε οδοντόκρεμα, όχι απαραίτητα τη συγκεκριμένη μάρκα...

(από GATZMAN, 02/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η χρηματική απάτη στη γλώσσα του «υποκόσμου». Ο όρος δεν αφορά μόνο σε ξέπλυμα χρήματος, αν και από αυτό το συμφραζόμενο πρέπει να έλκει την καταγωγή του. Μπουγάδες είναι οι «δουλειές» των απατεώνων του τύπου «επιχειρηματίας φάντασμα» κλπ., ανθρώπων που γδέρνουν αφελείς ιδιώτες με επιχειρηματικές ιδέες για επενδύσεις κλπ ή πιστολιάζουν τράπεζες εξασφαλίζοντας δάνεια (την πρώτη δόση) με πλαστές ταυτότητες κλπ. (προ κρίσης αυτά όλα δεν ήταν και τόσο δύσκολα).

Οι απατεώνες αυτοί μπορεί και να μη λερώνουν τα χέρια τους με γκάνια κ.λπ. και οι μπουγάδες είναι οι καθαρές σχετικά δουλειές (π.χ. οι απαγωγές δεν είναι μπουγάδες). Αλλά ως άνθρωποι σαφώς και προέρχονται ή διασυνδέονται με τη νύχτα, έτσι ή αλλιώς. Και σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για ένα έγκλημα ακριβώς ούτε του λευκού ούτε του μπλε κολάρου.

- Και θυμάσαι ρε Σάκη που του λέω «τι να τα δίνεις στην τράπεζα. τι να τα δίνεις εμένα»... τι μπουγάδα ρε μαλάκα του κάναμε αυτουνού...
- Ρε Στάθη, είχαμε ρέντα στη Ρόδο ρε μαλάκα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τοποθέτηση των όρχεων στο στόμα άλλου ατόμου με παρατεταμένη διάρκεια ώστε να μουλιάσουν και να καθαρίσουν.

- Τι θα κάνεις μετά τη δουλειά;
- Θα πάω στο σπίτι της δικιάς μου. Θα την βάλω να μου κάνει και ένα αρχιδόλουτρο, για να με ξεκουράσει.

(από aias.ath, 15/12/09)Ορίστε! (από knasos, 15/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τριζάτο προέρχεται από παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού πιάτων όπου, η ηθοποιός, κρατώντας ένα πιάτο καθαρισμένο από το Χ απορρυπαντικό, έσερνε τον αντίχειρά της στην επιφάνειά του και από την πολλή καθαριότητα (έλλειψη λίπους και από τις δυο επιφάνειες) ακουγόταν ο τριζάτος ήχος.

Τώρα, αν ακολουθήσουμε την παροιμία που μιλά για τριζάτα στήθια, θα φανταστούμε πόσο άσπρα και καθαρά και τριζάτα είναι που αν τα χαϊδέψεις ακούς «τριιιιιιιιζζζζζζζ» και ανάποδα τον αντίχειρα «τροοοοοοοοζζζζζζζζ».

από ΔΠ βουβις

Πρόσεχε πρόσεχε μωρό μου μη μου τα τρίψεις και ξυπνήσει ο άνδρας μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στρατιωτική μέθοδος σφουγγαρίσματος μεγάλων χώρων, π.χ. μαγειρείων. Πετάς σαπουνάδα στο πάτωμα, και με ένα μεγάλο Ταυ (σαν αυτά που καθαρίζουν οι Πακιστανοί τα τζάμια) την πας παντού, μετά ρίχνεις άφθονο νερό με τη μάνικα, ξεπλένεις με το ταυ τη σαπουνάδα και τα πετάς όλα έξω. Είναι πολύ διασκεδαστικό, ιδίως αν έχει ζέστη - δεν δημιουργεί καθόλου την αίσθηση της αγγαρείας.

Το όνομα προέρχεται από μία άσκηση που δεν θυμάμαι ακριβώς το επίσημο όνομά της (απόβαση με πλωτά μέσα;;;), πάντως στην τρέχουσα τη λένε απλώς «πλωτά». Αυτή είναι πολύ λιγότερο διασκεδαστική.

- Εστιάτορας, το πάτωμα είναι μες στη γλίτσα. Τι καραπουτσαριό είναι εδώ;
- Μα κύριε λοχαγέ, χτες κάναμε πλωτά.
- Αντιμιλάς, εστιάτορας;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διαδικασία τύπου κλύσμα, η οποία πραγματοποιείται πριν την παραφύσιν συνεύρεση, με σκοπό την απομάκρυνση τυχόν υπολειμμάτων κοπράνων και άλλων αδρανών υλικών από την υποδοχή (σούφρα). Ξεβιδώνουμε το τηλέφωνο του μπάνιου, εφαρμόζουμε το καλώδιο με το τρεχούμενο –χλιαρό κατά προτίμηση– νερό στην τρύπα, κι όλα παίρνουν μετά το δρόμο τους. Γνωστή στους gay κύκλους.

Ιωσήφ: Ρε συ Τζέφρυ, μου ανάβεις λίγο το θερμοσίφωνα;
Τζέφρυ: Οκ, αλλά κάνε γρήγορα και μη χαλάσεις όλο το νερό, γιατί κατά τις οχτώ θα έρθει από δω ο Πέτρος και πρέπει να κάνω μια γκαζόζα στα γρήγορα!!!

Υπονοούμενα... (από Hank, 20/02/09)

Παράβαλλε: μεζές, όποιος τον κώλο αναζητεί, λάσπες και σκατά θα βρει, σαντορούμι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν, κατά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, περνάω ένα κομμάτι χνούδι ή κλωστούλα τουλάχιστον δέκα φορές με τη σκούπα, αλλά δεν το ρουφάει, οπότε τελικά σκύβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το ξαναρίχνω χάμω για να δώσω μια ευκαιρία στη σκούπα να το πιάσει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

- Πέντε σκουπευκαιρίες της έδωσα της Μίλε, καιρός να το πετάξω στον σκουπιδοτενεκέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία