Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Μεγεθυντικό καταληκτικό επίθημα ονομάτων, επιθέτων κ.ά. της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη.

Είναι αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε -άρι (πρβλ. παλληκάρι - παλληκαράς, καλαμάρι - καλαμαράς, ποδάρι - ποδαράς > βρωμοποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. -άρος και -άς ή -άρα και -άς (πρβλ. παπάρα - παπάρας). Κατ' άλλη άποψη, δυνατόν να προέκυψε απευθείας από μεγεθυντικά σε -άρα (πρβλ. κοιλάρα - κοιλαράς, κωλάρα - κωλαράς), πράγμα που δικαιολογείται για ονόματα όπως μυταράς, χειλαράς κ.ά. (π.χ. μυταράς «αυτός που έχει μυτάρα, μεγάλη μύτη» κ.ο.κ.).

Από (αφηρημένα) ουσιαστικά ή επίθετα προήλθαν ονόματα σε -αράς ή -άρας, που δηλώνουν πλησμονή του πρωτοτύπου, επίταση, μεγέθυνση, χλευασμό / εμπαιγμό, ειρωνεία ή ύβρη, (πρβλ. κλέφτης - κλεφταράς, ψεύτης - ψευταράς, πουτσαράς, καυλάρας, Ελληνάρας, ανθελληνάρας κ.λπ.).

Συχνά η κατάλ. -αράς χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που ασχολείται με κάτι (πρβλ. άλογο - αλογαράς, μηλαράς).

Παραδείγματα από λέξεις του slang που έχουν το -άρας / -αράς ως καταληκτικό επίθημα:

e-λληνάρας / e-λληναράς, ΑΕΚάρας, ανθελληνάρας, βρωμοποδαράς, Ελληνάρας, καλαμαράς, καυλάρας, κωλαράς, κωλομπαράς (θεωρώντας ότι προέρχεται από τη λέξη κωλόμπαρο), μηλαράς, κλαπανάρας, βροντάρας, κακσάκαρας, ματζαφλάρας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάτι εξαιρετικά ελληνικό, με αποτέλεσμα να απέχει σημαντικά από τα αμερικάνικα / χολυγουντιανά πρότυπα – συχνά συνδυασμένο από εφήβους με λαϊκά τραγούδια. (πρβλ. Απεχθή τραγούδια)

Αυτό το νέο τραγούδι του Ρέμου είναι πολύ ελληνικούρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με το μεγεθυντικό επίθημα -ούμπα της γαμοσλανγκοτέτοιας, δηλώνεται ότι πρόκειται για βυζιά που είναι ευμεγέθη, ευβαρή και μεγαλοπρεπή. Τα βυζιά, δηλαδή, από τα οποία θα ευχόμασταν να φάμε βυζοσκάμπιλο, ακόμη και με κίνδυνο της σωματικής μας ακεραιότητας, τα βυζιά για τα οποία θα κάναμε και τον μαλάκα ή τον Ισπανό τουρίστα στην κοιλάδα των Τεμπών. Κατά προτίμηση φυσικά, φευ συχνά είναι κονάτα. Η φορέας τους λέγεται βυζουμπάτη.

  1. Αν της περισσεύουν κιλά στην περιοχή τους στήθους, τα μοστράρει επιδεικτικά σε στυλ «μαλάκα δεν είναι λίπος, βυζούμπες είναι» ενώ αν έχει μεγάλο κώλο, τον περιφέρει με την υπεροψία του «αν οι πλατείες δεν αξίζανε, δε θα τους δίναν κι όνομα». (Εδώ).

  2. ΒΥΖΙΩΝ ΕΓΚΩΜΙΟΝ. Βυζιά,βυζάρες,βυζούμπες,μπαλονια,κλπ. όπως και να τα λένε είναι το αντικείμενο του πόθου.Enjoy.. (Από το εξειδικευμένο βλόγιον byzares.blogspot.com, μην το χάσετε οι βυζολάγνοι).

  3. άλλο τα βυζά,άλλο οι βυζάρες,άλλο οι βυζούμπες και άλλο οι βυζόμπαλες. (Αναλυτικός φορουμόβιος εδώ).

  4. Το σωστο στηθος πρεπει να εχει 3 προυποθεσεις:
    -Να ειναι ΦΥΣΙΚΟ
    -Να ειναι ΜΕΓΑΛΟ
    -Να ειναι ΤΕΡΑΣΤΙΟ.
    Ο καταλληλοτερος δεικτης για το αν μια γυναικα εχει ωραιο στηθος ειναι το κεφαλι της...Ναι σωστα διαβασατε το κεφαλι της.Αν το καθε βυζι ειναι μικροτερο απο το κεφαλι της τοτε απλως δεν ασχολεισαι.Αν κεφαλι-βυζι ειναι περιπου ιδια το πραγμα αρχιζει να αποκτα ενδιαφερον.Αν ομως το καθε βυζι ειμαι μεγαλυτερο απο το κεφαλι, τοτε τη γαμας και μετα την παντρευεσαι για να μην προλαβει αλλος. (Ανατομία του στήθους).

  5. φωναζει την κοπελα και μαγκες ερχεται στο σαλονι μια καυλα . μια 23 μουνιτσα ψηλη με βυζουμπες . μεσ τα υγρα ητανε!!! αμεσως δινω τα λεφτα και μπαινω μεσα . ενα δωματιο αρκετα καλο θα μπορουσα να πω. μπαινει κι αυτή μεσα , και ξεκιναει το παιχνιδι . αρχιζει να με γλιφει απο πανω μεχρι κατω . να αρχιζει να παιζει με τις βυζουμπες της, με τον κωλο της, με το μουνι της τον πουτσο και με καυλωνει του πουστη. (Ευμενής μπουρδελοκριτική Εδώ).

Veronica Zemunova (από Khan, 10/01/11)(από Khan, 20/03/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν πολλά είδη φιλιών:

Υπάρχει όμως και μια παραλλαγή πασπαρτού που συνδυάζει όλα τα ανωτέρω: οι φιλούρες!

Ασίστ: Khan.

- Είναι γνωστό αφενός ότι οι μογγόλοι ιππείς είναι κοντοί βάσει δαρβινείωνε νόμωνε, (=επέζησαν οι ιππείς με το πιο αεροδυναμικό σχήμα), και αφεδύο είναι γνωστοί για τις σεξουαλικές τους επιδόσεις, «για την αγάπη πάντα τραβούσες σπαθί, το πιο όμορφο κορίτσι το είχες εσύ», που λέει και το άσμα του Έλεκτρον για τον Τζένγκις Χαν. Φιλούρες.
(παραβιάζοντας το απόρρητο τση αλληλογραφίας του Χάνκου)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται προ επιθέτου με μειωτική σημασία σε φράσεις τύπου «καλά, καλός μαλάκας/σκιντζής/κτλ είναι κι αυτός», για να δείξει ότι ο ομιλητής γνώριζε εκ των προτέρων ότι το πρόσωπο έχει την αποδιδόμενη ιδιότητα, και ότι την έχει αποδεδειγμένα και σε μεγάλο βαθμό.

Το καλός δεν έχει την κυριολεκτική του έννοια, καθώς δεν θαυμάζουμε τη μαλακοσύνη ή την σκιντζότητα του υποκειμένου, ούτε κάποια μεταφορική, αλλά μάλλον εμμέσως τη λέμε στον άλλον ότι θά 'πρεπε να τον είχε πάρει χαμπάρι πιο πριν. Ή πριν πιω... μπερδεύτηκα.

Ένιγουέη, όταν χρησιμοποιείται στο πρώτο πρόσωπο, στο στυλ «καλός μαλάκας / καραγκιόζης είμαι κι εγώ», παίρνει μια περίεργη χροιά τύπου «μου τά 'λεγα» και στο δεύτερο πρόσωπο κάτι σαν ήπιο «σ' τά λεγα».

  1. - Πήγα στον Σκορδομπούτσογλου τον οδοντίατρο για εξαγωγή και μου έβγαλε τρία-τέσσερα δόντια μέχρι να βρει το σωστό...
    - Εμ, καλός σκιντζής είναι κι αυτός, δι' αλληλογραφίας από Βουλγαρία το πήρε το πτυχίο.
    - Τώρα μας τα λες ρε μαλάκα;

  2. Καλό ρεντίκολο είσαι και συ ρε πστ μου... Ήπιες χτες τον κώλο σου σου πάλι και άρχισες τα δικά σου. Αφού σε χαλάει, γιατί το πίνεις;

  3. Μου ζήτησε δανεικά δύο τούβλα πέρσι ο Ψωλοπέογλου κι ακόμα να τα γυρίσει. Αλλά καλό θύμα είμαι και γω που του τά 'δωσα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εμφανέστατη, πέραν πάσης αμφιβολίας, παράβαση που συνίσταται σε επαφή της χειρός (βραχίονα, αντιβραχίου ή άκρας χειρός) ποδοσφαιριστή με την μπάλα, στη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα.

- Έι! Χερούκλα! Δεν το έδωσε ο πουλημένος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μακριά, χοντρή και κυλινδρικής διατομής κουράδα, από την ομοιότητά της με το λουκάνικο (χωριάτικο, κατά προτίμηση). Παράγεται συνήθως λόγω παρατεταμένης κατανάλωσης κρεατικών. Σφηνώνει άσκημα στη λεκάνη, και άντε ύστερα να βρεις ποπέρα να την ξεβουλώσεις...

Σύνθετο: λουκανοπαραγωγός.

- Βρήκα μια λουκάνα σαν υπερωκεάνιο μες στη λεκάνη!
- Θα έχεσε πάλι ο Βασίλης...

Ο παλαίμαχος άσος του ΠΑΟ Τάκης Λουκανίδης (από allivegp, 29/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα από τα εις -ούμπα σλανγκικά ουσιαστικά, και μάλιστα από τα πιο χαρακτηριστικά. Εννοείται το στρατιωτικό κράνος.

Νομίζω ότι σε -ουμπα σλανγκίζονται αντικείμενα με τα οποία έχουμε ιδιαίτερη οικειότητα, είναι εξαρτήματά μας απαραίτητα, ή ιδιαιτέρως ποθητά, πρβλ αδειούμπα, φραπεδούμπα, κινητούμπα.

Πηγή: Κπάτακας.

Καλά, χρησιμοποιείς την κρανούμπα για να πλένεις τα ρούχα σου;

(από granazis, 24/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα υποκοριστικά δύο από τους πρωταγωνιστές του Παναθηναϊκού (μπάσκετ), δηλαδή του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους και του Δημήτρη Διαμαντίδη. Συνεκδοχικά, όλη η ομάδα του Παναθηναϊκού (μπάσκετ 2008-2009), αν και εξίσου σημαντικοί είναι ο Σπανούλαρος, ο Μπατίστ, ο Πέκοβιτς κι όλοι οι υπόλοιποι...

Ο Σάρας να μην συγχέεται με την σάρα.

- Θα το πάρουν απόψε το ευρωπαϊκό ο Σάρας κι ο Μητσάρας;
- Για να δούμε, για να δούμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητικά για γυναίκα την οποία θεωρούμε ότι είναι για τον πέουλο...

συνων. μαλακισμένη (απλά πράματα...)

(στίχος τραγουδιού)

[...]Είσαι μια πουτσοκαρούμπα εσύ, δεν θέλω να σε κρίνωωωω... Τ΄αρχίδια μου τα έσπασες μεγάλη συμφορααααααααά.... Τα νεύρα μου δεν τα συγκράτησα και όπως σηκωνόσουουν... «Κριτίμπομπο!» μια τόφα, σου γάμησα τα πρέκιαααα...

(σ.σ. η μελωδία όπως στο κουπλέ του λαϊκού άσματος «Μια καρδιά στα χέρια μου μου φέρανε, καντην ό,τι θες είναι για σένανε»)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία