Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Όπως εξ άλλου τέρμα Θεού πάνω έχει αναφερθεί, το λjjήμμα τούτο, εκτός από την απεριποίητη, αντισεξουαλική γυναίκα σημαίνει και το ταγαροκνίτικο στιλ, το οποίο με τη σειρά του υπάγεται στο ευρύτερο ρεύμα κνιτγουέρ, της ημέτερης οτ κουτύρης.

Την σήμερον, χρησιμοποιείται πλέον ευρύτατα και ως συνώνυμο του βλάχου, της βλαχούτσας, και γενικότερα του κιτς, πάντα κατά τη λεπταίσθητη γνώμη της εκάστοτε υπερκαλλιεργημένης σνομπαρίας και με την υποψία ότι κάπου, δεν μπορεί, ο εν λόγω καλός απόγονος των Αφελίμ, έχει κάνει μια μαλακία.

ι. Δραχμή, ζαγάρι και Hermès ταγάρι!

ιι.
Μια φορά Κνίτης μια ζωή ταγάρι

ιιι.
Γιαυτό πέθανε η κλασική μουσική. Δεν είχαν ντράμερ. Που πας χωρίς ντράμερ ρε ταγάρι;;

ιν. Ο Δήμαρχος και το ταγάρι!...
(...) »Καταγγέλλουμε το γεγονός και δηλώνουμε ταυτόχρονα την αντίθεσή μας σε συνήθειες που θυμίζουν κοινοτάρχες της παλιάς εποχής, οι οποίοι κουβαλούσαν την σφραγίδα της κοινότητας στο ταγάρι τους», καταλήγει στην ανακοίνωση/καταγγελία η Λαϊκή Συσπείρωση

ν.
Σόρρυ που σας χαλάω το αφήγημα, αγαπητό αγράμματο ταγάρι αλλά ο όρος low cost αφορά τους χαμηλούς ναύλους των εταιρειών αυτών

νι.
Ποιος είναι η «λατέρνα» του ζωδιακού κύκλου και ποιος το «ταγάρι» του αστρολογικού χάρτη;

νιι.
Βγαίνει η άλλη η περπατημενη σελέμπριτι με μπουφάν γυαλιά ηλίου γοβά και ταγιέρ μαζι με 2 δρομείς κ λέει ούαου μαραθώνιος Ουστ ταγάρι !!

νιιι.
Θα κρατάω ένα κόκκινο γαρύφαλλο για να με γνωρίσεις. Εσύ πάρε μαζί το ταγάρι σου για να σε γνωρίσω κι εγώ.

(ιx.)
Δεν θα ξεχάσω την σοφία της γιαγιάς μου που με τόση καλοσύνη με συμβούλευε «Πρόσεχε ρε ταγάρι μην στα φάει κανα βρωμοπούτανο και τρέχεις»

Elie Tahari εσείς, Elie Tagari εμείς! (από Khan, 02/04/15)Elie Tahari εσείς, Elie Tagari εμείς! (από Khan, 02/04/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δικατάληκτο επίθετο (ο/η πουτσοφάγος) ή ουσιαστικοποιημένο επίθετο, που δηλώνει αυτόν/ήν που τρώει πούτσες για να το πούμε εύσχημα. Μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιηθεί ως σεξιστική βρισιά για κάποιον που είναι ή θεωρείται ως ομοφυλόφιλος ή για να εξυβρίσει γυναίκα. Μπορεί, επίσης, να έχει και πιο κυριολεκτικές σημασίες σχετιζόμενες με την πεολειχία από στυλιαροκαταπότρες. Το -φαγος παραπέμπει και σε ζωολογική ταξινόμηση (τ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος, σπερματοφάγος) μάλλον επιτείνοντας τον σεξισμό της έκφρασης.

  1. - ποιά ναταλί φιλε; δωσε διεκρισιν\σεις γιατι υπαρχουν πολλες ναταλιες..που δουλευε; ετων; εθνικοτητα; την πουτσοφαγο λεμε ;D
    - γιατι ξερεις εσυ καμια σλαυα ναταλία που να μην ειναι πουτσοφάγος;;;
    - ηταν κανονικη πουτσοφαγος...δαγκωνε πουτσους...ειχε αφησει πληγες σε πολλους... (Διάλογος στο θρεντ «Αναζητήσεις χαμένων ιερόδουλων» σε μπουρδελοσάη).

  2. Eκτος απο ψωλαρπάχτρας και πουτσοφαγος εγινες και πουτσομετρης τωρα;; ΠΩς τις μετρας τις πουτσες; Με το στομμα; (Από βρις-οφ εδώ).

3. Ο ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΠΟΥΤΣΟΦΑΓΟΣ ΕΓΙΝΕ ΤΩΡΑ ΔΕΝΔΡΟΦΑΓΟΣ!

4. Εμφανίστηκε κι αυτός ο πουτσοφάγος ο πρόεδρος του 4ου Ράιχ, με το όνομα που θυμίζει βήχα να ζητήσει συγνώμη. Είπε κάτι για «συμβολικές» αποζημιώσεις του κατοχικού ληστοδανείου, κάτι για τουρισμό και ότι μας αγαπάνε οι Γερμανοί. Και μετά βγήκε περιχαρής σε όλες τις τηλεοράσεις της Γερμανίας και παίνευε την γαμημένη φάρα του: «Τι ανώτεροι είμαστε εμείς οι Γερμανοί, μέχρι και συγνώμη από τους Έλληνες ζητήσαμε». (Εκτός από βελανιδοφάγος...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε συνέχεια της προσπάθειάς μας να ορίσουμε το κωλαράκι, επεκτεινόμαστε τώρα και στο κωλάκι. Πρόκειται για άλλο ένα υποκοριστικό του κώλος (νταξ το κωλαράκι θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως υποκοριστικό του κωλάρα, μα μην το κοσκινίζουμε πολύ). Αλλά:

  1. Στην κυριολεκτική του σημασία, ήτοι ζουμερός, πεταχτός, σφριγηλός, τουρλωτός κ.τ.ό. πρωκτίσκος είναι πολύ πολύ πιο σπάνιο από το συνώνυμο κωλαράκι, όπως φαίνεται κι από μια βόλτα στον γούγλη. Λέγεται πάντως και αποτελεί την κυρίως σημασία του όρου. Συνήθως στον πληθυντικό κωλάκια και ως αντικείμενο ρημάτων γαμεύσεως σημαντικών όπως τα (ξε)σκίζω, σφαλιαρίζω κ.τ.ό. Για άλλα υποκοριστικά βλ. κωλί, κωλίτσα, κωλίδι.

  2. Αντιθέτως προς το κωλαράκι, χρησιμοποιείται επίσης και μεταφορικώς ως χαρακτηρισμός προσώπου. Σύσσλανγκος είχε προσφυώς ορίσει ότι η κατάσταση κώλος είναι η κατάσταση που είναι εντελώς τελείως μουνί. Μπορούμε να πούμε παρομοίως ότι κωλάκι είναι το άτομο που είναι εντελώς τελείως μουνάκι. Πρόκειται δηλαδή για κάποιον που η καθ' υπερβολήν κυριολεκτική ή μεταφορική πρωκτογάμευσις ή πρωκτολειχία τον έχει καταστήσει μουνάκι με την κακή έννοια, πούστη με τη σεξιστική έννοια, δηλαδή γατάκι, πονηρό, ύπουλο, εκθηλυμένο, αναξιόπιστο πλην αξιόπουστο, ανάξιο λόγου, μηδαμινό κ.ά.

  3. Ελεμένταρι το ότι όπως ακριβώς και το κωλαράκι, το κωλάκι μπορεί να σημάνει συνεκδοχικώς όλη την εύκωλη γκόμενα ή γκόμενο.

1.α. Γιατί ξέρει ότι όταν θα γίνει η Μilan, πχ, το πιθανότερο είναι να γαμήσει κωλάκια στο ΤσουΛου.

β. Δώστε του ενα γαμάτο μηχανάκι να σκίσει μερικά κωλάκια!!

γ. Μπρος, συνέλληνες, πάρτε τις παντόφλες κι αρχίστε να μελανιάζετε φεμινιστικά κωλάκια.

2.α. Πώς γίνεται κύριε Ράμφο όντας χριστιανός να είσαι και με το Μνημόνιο; Ή βγαίνει το άλλο το κωλάκι στο Σκάι και λέει «αναγκαστικά, πρέπει να τα πληρώσουμε». Να τα πληρώσουμε από πού ρε μαν; Αφού δεν υπάρχει μία. Πλήρωσέ τα εσύ που τα 'χεις. Και τα βγάζεις τόσα χρόνια ξύνοντας τα παπάρια σου και γράφοντας βιβλία κύριε Τσιτσόπουλε Τσατσόπουλε Τσουτσόπουλε. (Τοποθέτηση των Χατζηφραγκέτα για την κρίση εδώ).

β. μην υποβάλλετε τον εαυτό σας σε τέτοια ασχήμια...πρέπει να ζήσουμε πολλά χρόνια, μη μας θάψουν τα κωλάκια αυτού του κόσμου. (Από το Τουίτερ).

γ. Ολυμπιακό δεν σχολιάζω, αφού είναι ΤΟΣΟ κωλάκια πια.

δ. Κωλάκια σχιστομάτηδες!

ε. Αμερικανοκίνητα κωλάκια πουτανάκια του Νιξον. (Σχόλιο στο συσιφόνι σε έκθεση του Πατακού για το πώς προσέφερε αστακομακαρονάδες στους Αμερικανούς, ενώ οι κρατούμενοι στη Γυάρο «ας πέφτανε στη θάλασσα να κολυμπήσουν να πιάνουν αστακούς μόνοι τους»)

  1. Θα φέρω και δυο τρία κωλάκια για χαβαλέ. (Από σόσιαλ μήντια).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τσούλα, η ψωλαρπάχτρα.

Είναι λέξη που έχω να την ακούσω τουλάχιστον 20 χρόνια. Δεν είναι πουθενά καταχωρημένη και πιστεύω ότι είναι κρίμα να χαθεί.

Τελευταία φορά την άκουσα από μια γιαγιά που έμαθε ότι ο γυιός της είχε δεσμό με μια παντρεμένη. Οταν ρώτησα λοιπόν τη γιαγιά γιατί δεν της μιλάει μου είπε.
- Μακριά από δω η ψωλαηδόνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου σημαίνει το νεαρώτατον κοράσιον που συμπεριφέρεται ήδη ως πούτα ή, μάλλον, ως αγγελοπούτα λόγω της αγγελικής εμφανίσεως της καυλαγγέλου καυλόπαιδος. Χρησιμοποιείται σε γαμησιάτικα ή αυνανιστικά μπινελίκια, όπου με τον χαρακτηριστικό στον Εμπειρίκο «μίνιμουμ σαδισμόν» εξυβρίζεται η ερωμένη ώστε να επιταθεί η καύλωσις του ερώντος ή της ερώσης. Πέον να σημειωθεί ότι το πουτανοκόριτσο είναι κυριολεκτικά (άνευ λινκ) κορίτσι, ήτοι ανήλικη παιδίσκη, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του ποιητού που θα έκαναν τη σύγχρονη κορεκτίλα να φρίξει (δικαίως μάλλον) και τον Αλέξανδρο Αβρανά να γυρίσει δέκα ταινίες για τη νεοελληνική οικογένεια που εκπορνεύει τα νεαρά μέλη της.

Εκτός του Εμπειρικείου λογοτεχνικού σώματος το βρίσκω ως βρισιά για νεαρό κορίτσι.

  1. «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» ἐψιθύρισε σφαδάζουσα εἰς τὴν κρυφήν της σκοπιὰν ἡ βοηθὸς τοῦ ταχυδακτυλουργοῦ Γκρεγκουάρ. Καὶ ἀποταμιεύουσα ἄθελά της, παρὰ τὴν ζηλοτυπίαν της, μὲ ἀπληστίαν τὸ ὡραῖον καὶ συνταρακτικὸν τοῦτο θέαμα εἰς τὴν ψυχήν της, μὲ ἓν εἶδος ἐξάρσεως οδυνηρότατα ἡδονικῆς, ἡ Ὑβόννη ἐπανέλαβε μὲ ψίθυρον φλογερὸν καὶ μὲ μῖσος, ἐνῶ ἡ Ἐθὲλ ἐσείετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς σπασμούς τοῦ ὀργασμοῦ της: «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» καὶ προσέθεσε «Ἀστροπελέκι νὰ πέσηι ἐπάνω σου, νὰ σὲ κάψηι». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 155).

2. (προσεξτε οταν το άπλυτο πουτανοκοριτσο φωναζει εις διπλουν το «φασιστες κουφαλες ερχονται κρεμαλες») αχαχαχαχαχαχαχαχαχα

3. ΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ ΑΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟ ΠΟΥΤΑΝΟΚΟΡΙΤΣΟ ΑΣ ΕΡΘΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΤΟ ΠΕΙ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένας πλεοναστικός εμφατικός τρόπος για να βρίσεις κάποια(-ον) (ή να αποκαλέσεις στο πλαίσιο γαμησιάτικων μπινελικίων) ως πουτάνα.

  1. -Ψωλοπουτάνα όλκης. Να πάει να γαμηθεί...
    -Τόσες και τόσες ρομούνες, την πιο ξυνή διαλέξατε; (Ντέλια Βελκουλέσκου, η Ρουμάνα του ΔΝΤ για την Κύπρο).

2. Κύριε ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΑ η μανούλα σου η ψωλοπουτάνα σε έμαθε να φοβάσαι τους μετανάστες και τους αναρχικούς τόσο πολύ;! Κάτι ξέρει μάλλον

3. Να πεθάνουν τα ψωλοπούτανα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Εκδοχή της κοινής πουτάνας.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ. και πουτί.

Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή που αρέσκεται στο στοματικό σεξ ακόμα και στα πεταχτά, σε κανένα σοκάκι, καμιά πιλοτή πολυκατοικίας ή στο ασανσέρ. Μεταφορικά η βλαμμένη και τεμπέλα γυναίκα.

  1. Αυτή η ψωλοσφυρίχτρα η Μιμή δεν έχει το θεό της - με στρίμωξε στις σκάλες ρε!
  2. Τι λε ρε Βασίλη; Αν περιμένω από τη ψωλοσφυρίχτρα τη γυναίκα μου να μαγειρέψει σώθηκα!

(από Khan, 06/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η βρωμιάρα, ελεεινή γυναίκα ή και άνδρας που συμπεριφέρεται ύπουλα και απαίσια.

''Με κάρφωσε στο αφεντικό ότι άργησα το μουνόπλυμα''!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά το γεννητικό όργανο της προβατίνας. Μεταφορικά απαξιωτική φράση για το γυναικείο αιδοίο. Δίνει την επιπρόσθετη εικόνα του ξεχυλωμένου, του κρεμάμενου, του πολυχρησιμοποιημένου γυναικείου γεννητικού οργάνου.

Κοίτα τα αρνιόμουνα που θέλουνε τραγόπουτσες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία