Ο δυσκίνητος και κατ' επέκταση άχρηστος παίχτης. Λέγεται και πάλτουρας.
Τι να κάνετε έξω ρε με τα παλτά που 'χετε μαζέψει στην ομάδα!
Ο δυσκίνητος και κατ' επέκταση άχρηστος παίχτης. Λέγεται και πάλτουρας.
Τι να κάνετε έξω ρε με τα παλτά που 'χετε μαζέψει στην ομάδα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο καθυστερημένος, βλάκας, αρκετά ηλίθιος. Από τον γνωστό πολυτάλαντο καλλιτέχνη.
- Πήρα τηλέφωνο στο ΚΕΠ να κανονίσω τα χαρτιά μου, και μου βγήκε ένας Κατέλης και δεν έβγαλα άκρη...
Βλ. και κατελισμός / Σχετικά: αρπαγμένος, κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, richard, Σελήνη, ριτάρντεντ, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο σπασαρχίδας, αυτός που πρήζει τους πάντες με τη συμπεριφορά του, τις ερωτήσεις του, την επιμονή του κτλ.
- Πού πήγες χθες;
- Σε κλαμπάκι..
- Ποιο;
- Club47...
- Καλά ήταν;
- Ναι...
- Με ποιους πήγες;
- Τον Τάκη, το Σάκη και το Μάκη.
- Πουτσαρία δηλαδή ε;
- Όχι...
- Ε πώς όχι...;
- Βρήκαμε και τη Σούλα, τη Ρούλα και την Τούλα...
- Καλά γκομενάκια;
- Ναι...
- Από πού βγαίνει το Σούλα;
- Από το Τασούλα...
- Πώς είσαι σίγουρος; Την έχεις ρωτήσει;
- Είσαι και πολύ σπασοκλαμπάνιας ρε αδερφάκι μου!
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο χέστης, ο επιδειξίας ο οποίος όταν δει τα σκούρα την κάνει με ελαφρά.
- Μου 'κανε ζοριλίκια χθες ένας κουραδοκεφτές και μόλις πήγα να τον ξαπλώσω, το έβαλε στα πόδια!
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Βλέπε κάγκουρας...
Πλακώσαν κάτι πιτσιρικάδες μολυντήρια...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο ψεύτης. Αυτός που λέει μούσια.
α. (www.alfisti.gr) Μην αρχίσετε τώρα να με λέτε φιδέμπορα , αλήθεια λέω , πιστέψτε με!
β. (www.say.gr) Φοβάμαι ότι θα με παρεξηγήσει και θα με περάσει για κανένα φιδέμπορα
Βλ. και αρχιδέμπορας, ψωλέμπορας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο δειλός άνθρωπος.
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η χειρότερη. Απο το «χάλι» και «καλλίτερη».
Πολύ χάλι η γκόμενα -- η χαλίτερη του μαγαζιού.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σημαίνει μουνόπανο. Γράφεται έτσι στον online γραπτό λόγο, χάριν συντομίας. Χαρακτηρισμός με αρνητική χροιά, που αναφέρεται σε κάποιον που επιδίδεται στην πουστιά, που δεν έχει μπέσα.
- Giati banarate ton takis_7654;
- Giati itan mnpn...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο μαλάκας, στα κρητικά. Χρησιμοποιείται με την αρνητική έννοια του μαλάκα.
- Κοίτα με έναν γρόθο που έχουμε μπλέξει επαέ πέρα. ©2006(Φυλάκιο Δ.Β. Αστυπάλαιας)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!