Αϊτιμάλε, με βαρύ βορειοελλαδίτικο λ. Συνώνυμο της φράσης "ό,τι να 'ναι", τόσο για τον χαρακτηρισμό καταστάσεων όσο και ανθρώπων, ενεργειών, αντικειμένων κ.α. Χρησιμοποιείται κυρίως στα χωριά της Δράμας, ίσως και αλλού.
Από το τραγούδι του Γιώργου Ξανθιώτη "Τσικουλάτα".

-Ρε μ@λ@κες δεν είπαμε ότι σήμερα θα πηγαίναμε για μπύρες ;!
-Εε είπαμε ρε Γιάντσο αλλά ο Λιάκος με τον Τότωρο πήγαν Θεσνίκη.
-Αϊτιμάλε είναι οι σαρσέμιδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αναφερόμεθα στο μπαοκικής προέλευσης ρατσιστικό ποδοσφαιρικό μπινελίκι εις βάρος του Άρη, του επονομαζόμενου και σκουληκιάρη ή ερπετού: πριν ακόμα ανακαλύψουν την Ιντιφάντα στην μέση ανατολή, εμείς στην Θεσσαλονίκη απολαμβάναμε επικά μαδομούνι μεταξύ εβραίων και μωαμεθανών.

Από που κι ως πού Εβραίοι οι Αρειανοί; ίσως επειδή στο παρελθόν πολλοί ιουδαίοι αθλητές διέπρεψαν στην ομάδα, όπως γράφει και η ιστιοσελίδα του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου. Επίσης, σύμφωνα με ανεξακρίβωτες αναρτήσεις στο διαδίκτυο, στους ιδρυτές του Άρη συγκαταλέγεται κι ο ελληνοεβράιος Κάρολος Σαλούστο.

Πέον να σημειωθεί κι ο αστικός μύθος ψεκασμένων ΜΠΑΟΚτσήδων πού θέλει ανθρώπους Αρειανούς παράγοντες να ««εξαφάνισαν» τα εβραϊκά ονόματα από το καταστατικό ίδρυσης του σωματείου, ενώ κατά καιρούς ΠΑΟΚτσήδες έχουν εμφανίσει και καταστατικό με τα πραγματικά, κατά τους ισχυρισμούς τους, και εβραϊκά ονόματα των ιδρυτών του Άρη» (βλ. σχόλιο εδώ). The plot thicken εάν αναλογιστούμε ότι ακόμα και ορισμένοι οπαδοί του Άρη αποκαλούν το γήπεδο τους στην Χαριλάου «Νταχάου». Ίσως εν είδει αντιηρώωνε, σαν τα Μπαόκια που κραδαίνουν Βουλγαρικές σημαίες. Tottenham, ένα πράμα.

Κλείνουμε σημειώνοντας ότι η μπάλα παραμένει ένα χαρούμενο πολυπολιτισμικό φεστιβάλ ρατσισμού και μισαλλοδοξίας, με Τούρκους, τουρκόσπορους και χανούμια ΑΕΚτζήδες, Τουρκόγυφτους, βούλγαρους και μωαμεθανούς ΜΠΑΟΚτσήδες, ιεχωβάδες Απολλώνιους, και ταλιμπάν.

Πάσα από το δουπού: Khan. Βλ επίσης: βουλγαροεβραίοι, Μακάμπι Θεσσαλονίκης.

1.
MAΘΑΤΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΑΡΑΜΕΛΑ ΟΤΙ ΚΑΙ ΚΑΛΑ Ο ΑΡΗΣ ΕΧΕΙ ΕΒΡΑΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ..ΑΠΟ ΠΟΥ ΡΕ;;ΠΑΡΤΕ ΕΝΑ ΒΙΝΤΕΟ ΝΑ ΔΙΕΤΕ ΟΤΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΥΔΡΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΡΗ ΜΠΟΥΦΟΙ..

2.
Ο άρης είναι επίσης αδελφοποιημένος με το (εναπομείναν) εβραϊκό στοιχείο της πόλης και την τοπική μακάμπι, παράλληλα όμως ήταν από τους ευνοούμενους της κατοχής, σύμφωνα με την κυρίαρχη ασπρόμαυρη προπαγάνδα –κι ας τον αποκαλούν ‘εβραίο’ κι αυτοί σε κάποιο σύνθημά τους (στη μελωδία του «σαρά περκέ τι άμο»).

3.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟ ΕΒΡΑΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΕΧΩ ΔΕΙ ΝΑ ΚΑΘΥΒΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΑΔΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΟΚ ΘΥΡΑ 4. ΥΠΗΡΧΕ Η ΑΠΟΨΗ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΛΕΦΤΑΔΩΝ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΟΜΑΣΟΝΩΝ.

4.
Εφτιαξα αυτο το βιντεο επειδη βαρεθηκα να βλεπω την ατελειωτη προπαγανδα ιδιαιτερα απο την πλευρα των τουρκων-ρουφιανων της πολης οι οποιοι διαδιδουν την προπαγανδα οτι ο ΑΡΗΣ ειναι εβραιος μιας και ξερουν οτι ειναι τουρκοι και τπτ παραπανω..

(από σφυρίζων, 26/09/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση της βορείου Ελλάδος. Αυτός που λέει άλλα λόγια από μπροστά, και άλλα λόγια από πίσω. Ο διπρόσωπος

- Ναι Μήτσο, συμφωνώ μαζί σου
- Ρε α' στο διάλο από δω, κιοξέ !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοπέλα με άσχημο παρουσιαστικό. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές της Βορείου Ελλάδος.

Νίκος: - Η Μαρία θα φέρει το βράδυ και τη Ρίτα μαζί. Θα σκάσεις καμιά βόλτα;
Λάκης: - Σιγά μη σκάσω για να ξεμείνω μ' αυτή την κιούσπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υβριστικός χαρακτηρισμός για κάτοικο της Αιανής Κοζάνης. (Δες).

Κορακογάμηδες, πώς βρίζονταν οι οικισμοί μεταξύ τους. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Γενικά, τύπος άξεστος και βωμολόχος - η σημασία αυτή έχει καλυφθεί στον ορισμό του krepsinis.

Ειδικότερα, οπαδός του ΠΑΟΚ. Ιστορικά, απαξιωτικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν οπαδοί άλλων ομάδων - κυρίως της Θεσσαλονίκης - για να δείξουν ότι θεωρούν τους Παοκτζήδες άτομα κατώτερης κοινωνικής στάθμης. (Παρ. 1 & 2). Πιο πρόσφατα, αυτοχαρακτηρισμός που έχουν υιοθετήσει κάποιοι χαρκόρ Παοκτζήδες ως τίτλο τιμής, σε ένα κλίμα νοσταλγίας για τα χρόνια 1972 - 1986, για τον καλύτερο ΠΑΟΚ όλων των εποχών και, κυρίως, για την έξαλλη κερκίδα που τον στήριζε.

Παλιότερα, η λαχαναγορά στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν σε σχετικά κεντρικό σημείο - στην Αγίου Δημητρίου, δέκα λεπτά με τα πόδια από το Διοικητήριο/Υπουργείο Βορείου Ελλάδος και είκοσι λεπτά από την Τσιμισκή. Οι θόρυβοι, οι μυρωδιές, οι εικόνες της λαχαναγοράς ήταν οικεία για την πόλη. Και οι άνθρωποι της λαχαναγοράς επίσης - και είναι αλήθεια ότι οι Παοκτζήδες μεταξύ τους ήταν πολλοί.

Η χρήση της λέξης λαχαναγορίτης ως βρισιά με στόχο τους οπαδούς του ΠΑΟΚ άρχισε, νομίζω, να ατονεί στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν πια η αγορά είχε μεταφερθεί στην Δυτική Είσοδο της πόλης και οι άνθρωποι της ήταν πλέον αθέατοι. Η επαναφορά του χαρακτηρισμού, αυτή τη φορά με θετική φόρτιση, από τους ίδιους τους Παοκτζήδες συμπίπτει με τα πέτρινα χρόνια του συλλόγου, επί διοικήσεων Βουλινού, Μπατατούδη και Γούμενου, από το '90 και μετά.

Θέτικη φόρτιση, σε κάποιο βαθμό, έχουν η λαχαναγορά και οι μανάβηδες και στην σημειολογία του ρεμπέτικου - Παπάζογλου, Μπίνης, Τσιτσάνης, Σκαρβέλης, Παγιουμτζής, Μπαγιαντέρας και Γιοβάν Τσαούς έχουν όλοι αναφορές. Οι άνθρωποι της λαχαναγοράς μπορεί να είναι άξεστοι αλλά θεωρούνται και τσαμπούκια και μαγκίτες, ζόρικοι και λαρτζ - ιδιότητες με τις οποίες σαφώς θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ο πωρωμένος Παοκτζής, ειδικά όταν τα πράματα πάνε στραβά. (Παρ. 3)

Έχει σημασία και το γεγονός ότι όσοι κοιτούσαν αφ' υψηλού τους ανθρώπους της λαχαναγοράς δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ τους - και τον χαμάλη που δούλευε μέχρι να βγάλει τη ρετσίνα και τον πατσά και τον μεγαλοφρουτέμπορα με το κλασικό μασούρι τα χιλιάρικα που έκαιγε (κυριολεκτικά) τα μπουζουκομάγαζα, και τους δυο λαχαναγορίτες τους έβριζαν. Η ισοπέδωση αυτή λειτουργεί ως επιβεβαίωση ενός καίριου Παοκτζήδικου μύθου, ότι δηλαδή η αγάπη για τον ΠΑΟΚ ενώνει και καταργεί τις διαφορές - εξ ου και ο ΠΑΟΚ είναι θρησκεία/ιδεολογία/πάνω απ' όλα (Αθήνα καριόλα). (Παρ. 4)

Εμβληματική φυσιογνωμία για τον σύγχρονο Παοκτζή που γουστάρει να αυτοχαρακτηρίζεται ως λαχαναγορίτης είναι, εννοείται, ο Μάκης ο Μανάβης. Κατά κόσμον Θωμάς Μαυρομιχάλης, ήταν ο αναμφισβήτητος αρχηγός του σκληρού πυρήνα της Θύρας 4 στις δεκαετίες '70 και '80. Ήταν όντως μανάβης - δεν δούλευε, όμως, στη λαχαναγορά αλλά είχε δικό του μαγαζί στην πόλη. Οι φανατικοί πιτσιρικάδες που τον ακολουθούσαν ήταν γνωστοί και ως μαναβόσκυλα. (Παρ. 5, 6 & 7 και μήδια - αν θέλει κανείς να δει περισσότερα για τον Μάκη τον Μανάβη, ας πάει εδώ).

Άλλοι χαρακτηρισμοί για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ: γύφτοι, Τούρκοι, Τουρκάκια, Τουρκόγυφτοι, μωαμεθανοί, κοτόπουλα (ως σαρκασμός του δικέφαλου αετού) και βούλγαροι (αυτό σε χρήση μόνον από Νότιους).

  1. Γύφτοι - αλήτες - λαχαναγορίτες! (Ιστορικό σύνθημα των οπαδών του Άρη)

  2. Γιατί χωρίς τον Ντιόγκο μας, πάμε στην Τούμπα και μας κερδίζουν αυτοί οι αλήτες, οι άξεστοι, οι βάναυσοι οι Παοκτζήδες. Ας είχαμε τον Ντιόγκο μας και θα βλέπατε εσείς, ρεμάλια λαχαναγορίτες. Από εδώ

  3. Όσο για το «χωριάτικο»... φιλαράκι να σε πω δυό πράγματα γιατί με τσάτισες; Εμείς είμαστε λαχαναγορίτες απ' τη Σαλονίκη, δεν είμαστε φλώροι και ας έχουμε τελειώσει και πανεπιστήμια. 'ντάξει τ' αγόριμ; ;ο) (Από εδώ)

  4. Θυμάστε τότε που βγαίναμε στην αυλή του σχολείου και τραγουδούσαμε το «ήρθαμε από τη Βουλγαρία και μαμάμε Αθήνα Πειραιά»; Θυμάστε κάποτε που πηγαίναμε στο σταθμό και ζητάγαμε διαβατήρια από τους Αθηναίους; Θυμάστε πριν από χρόνια που μπαίναμε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα κάναμε γυαλιά καρφιά επειδή λέγανε διάφορα για τον ΠΑΟΚ; Θυμάστε κάποτε που λαχαναγορίτες, μορφωμένοι, αμόρφωτοι, κάθε καρυδιάς καρύδι ήμασταν ένα και το αυτό μέσα και έξω απ' την Τούμπα; (Από εδώ).

  5. Ναι, ο Μάκης ο Μανάβης ήταν και η πρώτη μούρη των Ελληνικών γηπέδων. Κάθονταν προσοχή μπροστά του όλη η αλητεία της 4. (Σχόλιο στο You Tube)

  6. Βλέποντας ότι θα φτάσουμε νωρίς, ο αρχηγός (Μάκης Μανάβης) πήρε το μικρόφωνο και κοντά στις 12 το βράδυ είπε: «Ακούστε λίγο ρε, να πούμε. Επειδn να πούμε, είναι πολύ νωρίς για να φτάσουμε στηv Αθnνα, θα κάνουμε μια στάση να πούμε, στη Λαμία, τρεις ωρίτσες. Ακούστε, να είστε, να πούμε, προσεκτικοί στις κινnσεις σας και να μn δώσουμε δικαίωμα μέσα στη Λαμία. Δε θα συγχωρέσω κανένα παρατράγουδο,…λέω,... με καταλάβατε να πούμε; . ..» (Από εδώ).

  7. Γιατί δεν βγήκε κανένας από τα μαναβόσκυλα που τότε κάνανε πόλεμο στον Παντελάκη να πούνε κάτι αυτές τις μέρες; Για εσάς που γουστάρετε τον μάκη το λέω... αυτά τα ξέρετε η μόνο για τα ντου σας έχουν μιλήσει; (Από εδώ)

Μια σπάνια εμφάνιση του Μάκη του Μανάβη on camera (από poniroskylo, 10/02/10)Ο Μάκης ο Μανάβης στα κάγκελα (από poniroskylo, 10/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως λέγεται για την Αθήνα από φιλάθλους αντίπαλους αθηναϊκών ομάδων, και περισσότερο από τους οπαδούς του ΠΑΟΚ, που έχουν και το σύνθημα «βάλτε φωτιά, κάψτε καλά, Ομόνοια και Πειραιά, το Σύνταγμα και τη Βουλή, τη μπασταρδούπολη αυτή», αλλά και από άλλους Θεσσαλονικείς οπαδούς, λ.χ. του Άρη. Επίσης, μπορεί να ειπωθεί γενικά για την Αθήνα και ανεξαρτήτως συμφραζομένων αθλητικών ανταγωνισμών, αλλά και ως βρισιά για άλλες πόλεις στο πλαίσιο αντεγκλήσεων οπαδών ομάδων.

  1. Αντίπαλος μας είναι η μπασταρδούπολη! Μην ασχολείστε με ανύπαρκτους!
    «10 ΑΠΟ ΤΟΥΣ 10.000 ΛΟΓΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΕΔΡΕΥΕΙ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΞ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΕΣ!»
    Υπάρχει λόγος να ασχολούμαστε με μία ομάδα που έπεσε 2 φορές στη Β' Εθνική;
    Υπάρχει λόγος να ασχολούμαστε με μία ομάδα που δεν μπόρεσε να πάρει πρωτάθλημα ούτε στη Β' Εθνική;
    ΑΔΕΡΦΕ ΠΑΟΚΤΣΗ! ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΟΙ 3 ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ Π.Ο.Κ. (όπως και αντίπαλος της Αθήνας, φυσικά, είναι μόνο ο ΠΑΟΚ!!!). (Εδώ).

  2. Nα περνας καλα εκει στην μπασταρδουπολη και να μη ξεχνας την ωραιοτερη χωρα του κοσμου: τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. ΑΡΗΣ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ-SUPER3. (Εδώ).

  3. Μπορεί όλοι εμείς που ζούμε στο δικό μας κόσμο να απαιτούμε με το καλημέρα παικταράδες, όραματα, ντου στην μπασταρδούπολη για να γκρεμίσει το κατεστημένο, ο Ρωσοπόντιος όμως κινείται στους δικούς του ρυθμούς, χωρίς βιασύνη, χωρίς φανφάρες και κινήσεις εντυπωσιασμού. (Εδώ).

  4. δέν πρόκειται νά διαβώ τόν Ρουβικώνα (λέγε μέ Ηριδανό) καί νά ανέβω στήν μπασταρδούπολη. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ξίξα, ξίκης

Ξίξα στη Β. Ελλάδα, είναι η ελαφρόμυαλη, η λειψή και στο λεξικό βλέπω, -δεν γοίδα γιατί- ότι είναι το θηλυκό του ξίκης.

Συνώνυμο: χαζιά.

ξίκ (η)ς, ξίξα, ξίτκου· ξίκης, ανόητος, χαζός, ελαφρόμυαλος, [τουρ. eksik= ελλιπής].

Ο Ξη, σε σχόλιό του στο λήμμα ξίκικος, προτείνει την ορθογραφία ξύκης, ξύκισσα :

Στα Χιώτικα το ξίκικος λέγεται απλά ξύκης και είναι συνήθης χαρακτηρισμός, ιδίως για τούς κατοίκους του Βροντάδου. Θηλ. ξύκισσα , σαν α΄συνθετικό ξυκο- (ξυκοτράγουδα), ξυκομπές (πιό τούρκικη ευμολογία), σαν β' συνθετικό -ξυκος (θεόξυκος).
Γιατί με υ κι όχι με ι; Άν το ακούσεις ζωντανά προφέρεται ύψιλον (πιό παχύ) κι όχι ψιλό (γιώτα), με μισάνοιγμα στα χείλη (ξέρω, ξέρω ι-ψιλόν κλπ αλλά το υ προφέρεται παχύ) και επίσης σαν επώνυμο (άρα από παλιότερο παρατσούκλι) γράφεται με υ. Πιστεύω, παρά τους Μπάμπηδες κλπ οτι όσο μπορούμε να αποδώσουμε τον ήχο καποιου ι με το αντίστοιχο από τα δικά μας (που το καθένα προφέρεται αλλιώς) καλό είναι να το κάνουμε. Συχνά λέω μεγαλόφωνα μια λέξη και μου βγάζει την ορθογραφία της.

dryhammer εδώ κι εδώ

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την παρατήρηση του Ξιου και θυμάμαι θαμπά μια διαφήμιση με κάποιον που πρόφερε έτσι το πρώτο i της Ζυρίχης, που και να μην ήξερες πώς γράφεται, θα έβαζες ύψιλον.

  1. Που ήσαν μαρή ξίξα;

  2. "Welcome to Βροντάδες, ξύκηδες, ούργιοι κι αγαλιάδες". (εδώ)

  3. -Ρε τι ωραια λεξη το σουρουκλεμε
    -εχω καλυτερες : Ξίκη, Σερσέμη, Μισκίνη
    -καινουργια ξενη γλώσσα;
    -Χαλκιδικιωτικα ΕΔΩ

  4. "Ας έρθουν να με πιάσουν" ΛΕΕΙ Η ΡΟΥΠΑ. ΣΩΣΤΗ ΑΝΤΑΡΤΙΣΑ. ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΞΙΚΗ ΤΟ ΚΟΝΚΛΑΒΙΟ. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τζεντζερές ή τζέντζερης: στα Πολίτικα και στα Ποντιακά είναι οικιακό μαγειρικό σκεύος. Κάποιοι το παραβάλλουν με το γνωστό μας τέντζερη, δηλαδή, την κατσαρόλα.

Χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη από κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, σε περιοχές όπως η Ημαθία, οι Σέρρες, η Κομοτηνή κ.α., όπου οι Ποντιακές καταβολές του καθημερινού λόγου δεν έχουν ακόμη εξασθενίσει.

Ως χαρακτηρισμός προσώπου χρησιμοποιείται σαν υβριστικό της διανόησης, συνώνυμο της βλακείας, ομόηχα με τον «τενεκέ» (θυμηθείτε τον «τενεκέ ξεγάνωτο» του αειμνήστου Βαγγέλη Γιαννόπουλου)...

σο σπίτ ντ'εμπαίνει ο τζεντζερές...και κάθεται σο κρύον

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η χωριάτισσα, η επαρχιώτισσα, όχι τόσο ως προς την καταγωγή, όσο ως προς την νοοτροπία.

Ετυμολογικά από το τσουράπι, πλεκτή κάλτσα που αποτελεί μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς πολλών περιοχών της Μακεδονίας, όπου και συναντάται πολύ η λέξη.

Μπορεί να τρέχει απ' τον Δαναό στο Μέγαρο κάθε μέρα, αλλά είναι μια τσουράπω τέταρτης γενιάς η δικιά σου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία