Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Αυτονόητος ορισμός. Όλα τα χωρά ο σάκκος ... κι άλλα τόσα!

Μ' αυτή ρε μαλάκα θα βγεις; Την ψωλαποθήκη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που ψωλαρμενίζει, που τα ξύνει.

Απο Ελληνοφρένεια:
- (γηραιά κυρία) Δεν τον έχεις ακούσει πώς μιλάει αυτόν το Γιώργο (ΓΑΠ); Σαν Αρμένης.
- (Αποστόλης) Τι; - Σαν Αρμένης!
- Ο Γιώργος δεν είναι Αρμένης. Είναι ψωλαρμένης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Δηλώνει τον τύπο χαμηλού κοινωνικού επιπέδου, εθισμένο στην κουτοπονηριά και στην «στραβή», που, ενώ σε κανονικές συνθήκες θα τον χαρακτήριζες αρχίδι, επιτακτικά και εμφατικά τον αποκαλείς ψωλαρχίδη! (με μετατροπή του ουδετέρου σε αρσενικό ευγενείας και επικλήσεως).

Υπονοεί τον ικανό ειδικώς μόνο για αναπαραγωγή και γενικώς το άχρηστο υποκείμενο.

Συναντάται και με κατάληξη -ας (ψωλαρχίδας) και δηλώνει πέραν των ανωτέρω και μεγαλοπρέπεια.

- Άχρηστος υδραυλικός ο άντρας σου χρυσή μου, όλοι στην γειτονιά το λένε!
- Ασ' τονα μωρέ, τον ψωλαρχίδα...

Δες και αρχίδας, -αρχίδας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ψώλαρχος είναι αυτός που όχι μόνο έχει αναγάγει την μαλακία σε τέχνη αλλά επιδίδεται συνεχώς και καθημερινά σε διάφορες ψωλιές με τέτοια πειθαρχία που θα εντυπωσίαζε και τον διοικητή του Κ.Ε.Ε.Δ (Κέντρο Εκπαίδευσης Ειδικών Δυνάμεων).

Χαρακτηριστικό του ψώλαρχου, η απάθεια που δείχνει στην ομήγυρη μετά το πέρας της εκάστοτε αποστολής (ψωλιάς). Ο συνειδητοποιημένος ψώλαρχος δεν παίρνει ποτέ αιχμαλώτους (η ψωλιά που θα κάνει είναι σχεδόν πάντα critical) και μάλιστα δεν του περνάει ποτέ από το μυαλό ότι η πράξη του έχει καταστροφικές συνέπειες για τους γύρω του, ενώ ενίοτε μάλιστα πιστεύει ότι λειτουργεί για χάρη της μακροημέρευσης και ευδαιμονίας ημών.

Φήμες λένε ότι μπορείς να τον αναγνωρίσεις εύκολα από τις 2 φλόγες και την χρυσή ψωλή που έχει στο πέτο του, όμως επειδή δεν υπάρχουν επίσημες μαρτυρίες για κάτι τέτοιο, είναι πιθανότερο να τον αναγνωρίσετε πχ. στο πρόσωπο του ταρίφα που αλλάζει λωρίδες απροειδοποίητα και άνευ φλας, στο πρόσωπο του δημάρχου που θα υπογράψει μια σύμβαση η οποία θα αλλάξει προς το χειρότερο τη ζωή των κατοίκων του δήμου του για τα επόμενα 43 χρόνια, στο πρόσωπο του μπάτσου που θα σε γράψει χωρίς κανένα λόγο και θα σου κάνει και μάθημα περί συμπεριφοράς από πάνω, κτλ.

Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να συγχέεται με τον απλόψωλίστα, ο οποίος είναι κάμποσες κατηγορίες κάτω στην ιεραρχία. Το κοινό τους σημείο είναι ότι και ο ψώλαρχος από ψωλίστας μάλλον ξεκίνησε κατά πάσα πιθανότητα.

Η παραδοχή δε, του να γεννηθεί κάποιος απευθείας ψώλαρχος προκαλεί ρίγος ακόμα και στη σκέψη και δεν επιβεβαιώνεται, αλλά και δεν μπορεί (τουλάχιστον) επιστημονικά να αποκλειστεί.

- Καλά, τις προάλλες στην Βουλιαγμένης μού μπήκε ένας ταρίφας από δεξιά σφήνα χωρίς φλας ...
- Έπεσες μάλλον σε μεγάλο ψώλαρχο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άντρας που δεν αξίζει τίποτα.

Δεν ξέρει να ρίχνει δίχτυα και αν κατά τύχη πιάσει κάτι δεν θα ξέρει πώς να το μαγειρέψει με αποτέλεσμα να καταντάει σαβουρογάμης. Είναι κακός παραμυθατζής και λέει όλο παπαριές.

Όποιος γνωρίζει έναν ψώλα, τον αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να μην του κάνει χαλάστρα ή κουτσουκέλα.

Άσε με βρε Κική με τον ψώλα! Δεν θέλω ούτε να τον δω ξανά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που λέει ψωλιές, δηλαδή ανυπόστατες φήμες ή ψέμματα, είτε για να σπάσει πλάκα, είτε για να περιαυτολογήσει.

- Καλά αυτός ο Σπύρος είναι μεγάλος ψωλέμπορας.
- Ναι, άσ' τα να πάνε, σε λίγο θα μας πει ότι γάμησε και τριψήφιο αριθμό.

Βλ. και αρχιδέμπορας, φιδέμπορας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητική έκφραση που δηλώνει άνθρωπο ποταπό ή ανάξιο / ανίκανο να κάνει οτιδήποτε. Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιείται και η έκφραση «ψωλή γαϊδάρου».

  1. - Τώρα που πήρα το δίπλωμα, θα κυκλοφοράω το αμάξι ελεύθερα.
    - Άντε μωρή ψωλή λαγού, που θες κι αμάξι...

  2. - Θέλεις να κουβαλήσω τα ψώνια σου μέχρι στο σπίτι; - Τι να κουβαλήσεις μωρή ψωλή λαγού, ούτε μισό κιλό δεν μπορείς να σηκώσεις...

Δες και πούτσα από λαγό

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.

Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.

Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.

Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.

  1. Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).

  2. Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.

  3. Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψωλίδης ή ψωλόπουλος: είναι αυτός που πετάγεται σαν την πορδή ή σαν τσουτσού εκεί που δεν τον περιμένεις. Λέγεται συνήθως όταν οδηγούμε στον δρόμο με μια κάποια ταχύτητα και ξαφνικά στρίβει από το στενό κάποιος μπάρμπα-Μπρίλιος ή καμιά γκόμενα και μας πάει σαν την κότα με 40.

Μπορεί όμως να το πούμε και για κάποιον που πετάγεται ενώ μιλάμε.

  1. - Φάε ένα μαλάκα ψωλίδη που βγήκε από την γωνία και μ' έκοψε. Πάτα γκάζι ρε αρχίδι με σου γαμήσω το μουνί που σε πέταγε! Τι θα γίνει ρε Ψωλόπουλε! Θα φτάσουμε καμιά φορά;

  2. (Μέσα στην τάξη)
    - Ποιος είπε «όχι» το 1940;
    - Ο Μεταξάς!
    - Γιατί πετάγεσαι ρε Ψωλίδη! Άσε να πάρει καλό βαθμό και κανένας άλλος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ξέψωλο. Το ξεψωλίδι. Η ψώλα. Αυτή που αγαπάει την ψωλή, η επονομαζόμενη και ψωλαρπάχτρα. Απαντάται σε όλη την επικράτεια, αν και η λεβεντογέννα Κρήτη έχει δική της τοπική βερσιόν, τη λεγόμενη χανιώλα (χανιώτισσα ψώλα).

- Να σου εξηγήσω αγάπη μου...
- Μη με λες αγάπη σου. Δεν είμαι η αγάπη σου.
- Μα δεν καταλαβαίνεις. Δεν είναι έ-
- Τι δεν είναι έτσι ρε; Πώς είναι; Που βρήκες το ψωλίδι αυτό και...
- Δεν είναι ψωλίδι. Μη μιλάς έτσι για την Κούλα.
- Ναι δεν είναι ψωλίδι. Είναι ξέψωλο. Είναι τσουλί. Ρε άει στο διάολο, που θα μου πεις ότι δεν καταλαβαίνω κιόλας...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία