Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Συνώνυμο του σερσερής, σερσέμης.

Μα τι αβανάκης που είσαι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χοντρός άντρας.

Τι αβοκάντο είναι αυτό ο Τάσος αδελφάκι μου; Ανεβαίνει στη ζυγαριά και γράφει «Μην ανεβαίνετε όλοι μαζί».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.

Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.

Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που, λόγω σωματότυπου ή λόγω των χειρονομιών και των κινήσεών της, έχει (ή σε κάνει να φαντάζεσαι ότι έχει) πολύ άγαρμπους τρόπους στο σεξ.

- Πώς ήταν χθες με την μικρή;
- Πολύ αγαρμπομούνα ρε παιδί μου, όταν ανέβηκε πάνω μου κόντεψε να μου τον σπάσει!

(από perkins, 03/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τελείως βλάκας, ο αθεράπευτα βλάκας, ο ανίατος βλάκας.

Ρε εισαι τελείως αγκαούγκας;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βλάκας. Βλάχος. Χαζός.

Κοίτα ο αγκόπ φόρεσε καρτέπιλα στην πόλη.

Από τον παλιό ηθοποιό Φίλιο Φιλιππίδη, ή Αγκόπ. Αγκόπ είναι ένα από τα κοινά Αρμένικα ονόματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που δεν έχει τρόπους, που κατέβηκε από τα βουνά, ο χωριάτης, όχι επειδή κατάγεται από χωριό, αλλά από τους κακούς τρόπους που τον διακρίνουν... Είναι σύνθετη λέξη από τα «αγρός» και «τσομπάνης».

Πώς τρως έτσι ρε αγροτσούμπανε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βρισιά με την οποία βρίζουμε κάποιον ότι γαμάει την αδερφή του.

Έτσι αδερφογαμιάδες! Όταν θα παίζουμε στην Ευρώπη, θα μας βλέπετε από τον καναπέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πουτάνα που εργάζεται μαύρα, η μη δηλωμένη στην εφορία.

Κατ' επέκταση, η όποια γυναίκα συμπεριφέρεται σαν πουτάνα (κυριολεκτικά, μεταφορικά, στ' αλήθεια, στη φαντασία αυτού που την κατηγορεί κλπ), δηλ. μειωτικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα που θέλουμε να την πούμε πουτάνα, αλλά είναι πιο πουτάνα κι από πουτάνα, ή απλώς δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη αυτή και λέμε μια πιο κόσμια.

  1. - Τι κάνει ο Αντρέας αυτόν τον καιρό, πηδάει καμιά στάλα;
    - Ε, έχει βρει κάτι αδήλωτες και τις κανονίζει...

  2. - Να τη χαίρεσαι Σάσα μου τη νυφούλα σου, φαίνεται άξιο κορίτσι!
    - Ποια, η αδήλωτη που μου κουβάλησε στο σπίτι;;;

  3. (μετά από κάποιους μήνες, ο γιόκας της κας Σάσας, στη γυναίκα του):
    - Ίσα μωρή αδήλωτη που θα μου πεις ότι δεν με κεράτωσες με όλο το Μπουρνάζι, άι χάσου μη σε κασιδιάσω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε