Κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού «what's your poison» που στην ουσία ρωτά «με τι φτιάχνεσαι;», «με τι την βρίσκεις;», «ποιο το κόλλημά σου;».

Αν κι αναφέρεται κυρίως σε ξίδια, ουσίες και βίτσια, έχει φτάσει να κυκλοφορεί από και καλά αλάνια μπάρμεν, ίσως, γιατρούς και νταβατζήδες με πολλά κονέ, μέχρι το πληκτρολόγιο κάθε βιαστικής ντεμέκ άνετης και περπατημένης νετο-γιαλόμας, όταν βολιδοσκοπεί τα όποια γούστα του εκάστοτε συζητητή.

To γνωστό αναντάμ παπαντάμ απ' τον Titus Lucretius Carus: Ut quod ali cibus est aliis fuat acre venenum πως «ό,τι αποτελεί τροφή για κάποιον, αποτελεί πικρό δηλητήριο για κάποιον άλλον», μοιάζει να ανάγεται από μια υπερανεκτική κοινωνία, σχεδόν χαριτωμένα και τελείως απενοχοποιητικά, σε αήθη κατανάλωση (ο πελάτης έχει πάντα δίκιο) οποιουδήποτε προϊόντος ή υπηρεσίας (όλα εμπορεύματα προς πώληση, για να κινηθεί με το νταλαβέρι η Αγορά).

Υπονοείται προφανέστατα, πως καθένας έχει τουλάχιστον από ένα, που στην τελική τον χαρακτηρίζει μονοδιάστατα, τουλάχιστον σ' όποιον ρωτά.

1.
-Η μόνη απορία πλέον είναι ποιο είναι το δηλητήριο σου πρωί - πρωί. Ουίσκι; Βότκα; Ρούμι; Τσίπουρο; Ποιο; -Όλα ρε, σε σφηνάκι.

2.
Λοιπόν, ποιο είναι το δηλητήριό σου απόψε; Τι είναι αυτό που σε βοηθά να κρύψεις αυτό που τα μάτια σου προσπαθούν να προδώσουν; Τι είναι αυτό που σου δίνει ενέργεια να χορεύεις όλο το βράδυ, αυτό που σε κάνει να δείχνεις όμορφη, ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα; Τι έχει κάνει όλα τα μάτια να καρφωθούν πάνω σου; Είναι μήπως αυτό που βρίσκεται μέσα στο ποτήρι σου, που έχει γεμίσει κι αδειάσει ήδη τρεις φορές; Είναι η μουσική που έχει πλέον γίνει ένα με τους παλμούς της καρδιά σου, τα φώτα που έχουν κάνει τα πάντα γύρω σου να εξαφανιστούν κι αισθάνεσαι σα να έχεις μεταφερθεί ολομόναχη σ' έναν πύρινο πλανήτη;

(όλα απ' το δίχτυ)

Δες και δηλητήριο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στον ορισμό του Κρεψ που επιμένει στην εμφάνιση να προσθέσουμε το προφανές ότι βιζιτού είναι αυτή που όντως κάνει βίζιτα. Με μια παρατήρηση: Νομίζω ότι βίζιτα είναι πιο τεχνικός προσδιορισμός, ενώ το βιζιτού λέγεται για να στιγματίσει κάποιαν σχετικά ευυπόληπτη μοντέλα, τραγουδιάρα, τηλεπερσόνα, που κάνει βίζιτες ως μέρος μιας υπόγειας διπλής ζωής. Για να κάνω μια παρομοίωση από το Συντακτικό, το βίζιτα είναι σαν επιθετικός προσδιορισμός αποδίδων μόνιμη ιδιότητα (Η βίζιτα Λάουρα έκανε αυτό...), ενώ το βιζιτού σαν κατηγορηματικός προσδιορισμός αποδίδων εμφατικώς παροδική ιδιότητα (βιζιτού η Λάουρα που έκανε αυτό!).

  2. Αυτοαναφορικώς, είναι ο Σλάνγκος, που κάνει βίζιτα στο σάιτ, και καταθέτει σχόλιο ως Επισκέπτης χωρίς προηγουμένως να κάνει login και να χρησιμοποιήσει μια μόνιμη ταυτότητα. Μια από τις λίγες διαφορές που έχει από την ως άνω βιζιτού, είναι ότι αυτός έρχεται απρόσκλητος. Υπάρχουν αρκετά είδη βιζιτούς:

α. Βιζιτού η πρωτάρα:
Δεν έχει ξαναγράψει στο σλανγκρ και ντρέπεται. Ή είναι υδραυλικός/ ηλεκτρολόγος/ βοθρατζής που έχει ψαρώσει από τα ιερά τέρατα του σάιτος και αισθάνεται ότι δεν έχει αρκούσα κουλτούρα για να συμμετάσχει, ή ευυπόληπτος -άρης επιστήμων που θεωρεί ότι η αλητεία του σλανγκρ δεν συνάδει με την ευπρεπή περσόνα του, ή αντιστρόφως νταβατζής/ μαστρωπός/ τραβέλι/ πουτάνα/ καλιαρντόπουστας που βλέπει το σλανγκρ ως ίδιον αργκόσχολων που δεν είναι αρκετά περιθωριακό. Έχει αμφίθυμα αισθήματα, οπότε προτιμά να γράψει τις καμαρωτές παπαριές του ως επισκέπτης. Χαρακτηριστική περίπτωση τοιαύτης βιζιτούς ο Άλλος, που έπρεπε να τον παρακαλέσουμε πολύ για να δημιουργήσει ταυτότητα, ή εν προκειμένω αλλότητα. Τελικά, μια βροχερή νύχτα παρεξηγήθηκε και την έκανε γι' άλλα.

β. Βιζιτού η ευκαιριακή:
Μπαίνει ευκαιριακά για χαβαλέ και κράξιμο. Συχνά με περσόνα πιπινιού/ λολίτας/ πορνιδίου που γράφει με γκρήκλις, ή οπαδού ομάδας/ χουλιγκανίου. Αναγνωρίζονται από το ότι είναι γκρηκλιστές ή φωνακλάδες. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν και οι κολασμένοι της σλανγκ, Βλάχοι, τουρκόσποροι, Αλβανοί, Πόντιοι κ.ο.κ. που μπαίνουν για να διαμαρτυρηθούν.

γ. Βιζιτού η νωχελική:
Επιφανής Σλάνγκος σε προκεχωρημένο στάδιο σλανγκοπάθειας μπαίνει τόσο συχνά στο σάιτ για να δει αναρτημένες τις παπαριές που σκάλωσε με το πληκτρολόγιό του, ώστε μερικές φορές βαριέται να κάνει λογκίν. Πρόκειται για Σλάνγκους που δίνουν έμφαση στα αμπελοφιλοσοφικά σχόλια, και όχι τόσο στα μήδια και την βαθμολογία, που απαιτούν λογκίν. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκουμε συχνά εγώ και ο John Black.

δ. Βιζιτού η αντικαθεστωτικιά άκα βιζιτού η κουκουλοφλώρος:
Αυτοπροσδιόριζεται ως το άλας της γης, που ως άλλος μπαχαλάκιας θέλει να φέρει τα πάνω κάτω στο σάιτ, για να δημιουργήσει στιγμή επαναστατικής δυναμικής. Έχει σύνθημά του το ni mod ni maître και θεωρεί ότι οι μόντουλες αποτελούν τάξη που πρέπει να ξεπεραστεί από την επαναστατική διαλεκτική. Ο σλανγκομπαμπάς ξυπνάει μέσα του τον Οιδίποδα, κι η σλανγκομαμά τον Ορέστη. Συχνά εκδραματίζει πάνω στον σλανγκομπαμπά στοιχεία της προηγούμενης σχέσης του με την πατρική φιγούρα συνιστώντας μια ιδιότυπη διαδικασία μεταβίβασης ή και αντιμεταβίβασης μέσα στον ιδιότυπο θεραπευτικό χαρακτήρα που έχει προσλάβει το σλανγκρ για πολλούς από μας. Η τοιαύτη βιζιτού είναι ένα είδος κουκουλοφλώρου: Θεωρεί ως αδιάβλητο δικαίωμά του το να διαφεύγει από το πανοπτικόν του ρουμάνου και των αγγέλων του καταθέτοντας σχόλια χωρίς λογκίν. Αντιμετωπίζει την αιτίαση ότι δεν έχει το θάρρος της γνώμης του, αλλά απαντά ότι η ανωνυμία είναι ένα αναπόδραστο στάδιο της επαναστατικής διαδικασίας. Σημειωτέον ότι με όρους της Judith Butler αναλαμβάνει την τρωτότητα του να μην έχει κανείς (ταυτοτικό) όνομα. Τοιαύτη βιζιτού φέρεται να είναι ο επισκέπτης με το όνομα Αρνητής Σύνδεσης/ Συνδετής Άρνησης.

ε. Βιζιτού η βαμπιρόεσσα: Παλιοί ένδοξοι Σλάνγκοι που σε κάποια στιγμή «σκοτώθηκαν» κι έκτοτε στοιχειώνουν το σάιτ περιφερόμενοι ως εκδικητικά ή και καλόγνωμα φαντάσματα.

στ. Βιζιτού η σχιζοφρενής: Πρόκειται για τον διάδοχο του σπαστήρος. Επειδή από κάποια στιγμή και μέρα προπαγανδίστηκε η δυνατότητα των μοντουλαίων να διαγιγνώσκουν τους σπαστήρες (με τρόπους που παραμένουν κρυφίως αδιάγνωστοι για το σλανγκεπώνυμον πλήρωμα), και, κυρίως, επειδή η σπαστηροσύνη απαξιώθηκε στην συνείδηση του λαού ως αντιδραστική μέθοδος, πολλοί πρώην σπαστήρες εξελίχθηκαν σε βιζιτούδες. Τους καταλαβαίνεις από το γεγονός ότι έχουν υψηλή κουλτούρα και γνώση των τεκταινομένωνε στο σάιτ, λ.χ. της Λιλιάδας ή της ιδιολέκτου της σλανγκικής σέκτας. Έχουν κοινό σύμπτωμα με τους σπαστήρες ότι μπορεί να συγχαρούν ή έστω να συμφωνήσουν επιδοκιμαστικά με τον εαυτό τους, για να κάνουν μπούγιο. Ενίοτε είναι πιο αποθρασυμένοι από τους σπαστήρες.

ζ. Βιζιτού η αρμένισσα:
Ο επισκέπτης που κάνει αρμένικη βίζιτα, που αρχίδει και κουράδει έως το γαμάει και ψοφάει.

Όπως και η ορίτζιναλ βιζιτού, η αυτοαναφορική βιζιτού επισύρει τον ψόγο ότι πρόκειται για άλλοτε γκλαμουράτη περσόνα που έπεσε στην κατρακύλα της βίζιτας σε μια εποχή παρακμής. Αλλά μην βιαστούμε να κρίνουμε: Πολλές βιζιτούδες έπεσαν οι ίδιες θύμα βίζιτας σε ευαίσθητη παιδική ηλικία.

  1. Από το freegossip:

Ασύλληπτο News: Ο πατέρας της Τζούλιας λέει την κόρη του «βιζιτού».
Αυτά τα πράγματα δεν έχον ξανασυμβεί στην Ελλάδα, ζούμε απίστευτες εποχές. Απίστευτο! Για πρώτη φορά στα χρονικά βγαίνει πατέρας και παραδέχεται ότι η κόρη του κάνει σεξ επί πληρωμή με αγνώστους. Ότι συναντιέται με άντρες σε πολυτελή ξενοδοχεία στην Αθήνα και την επαρχία και πληρώνεται για να κάνει σεξ μαζί τους.

Σχόλια:
- ΑΥΤΗ Η ΚΟΠΕΛΑ ΔΕΝ ΘΑ ΕΧΕΙ ΚΑΛΟ ΤΕΛΟΣ ΕΧΕΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΑΥΤΗ Η ΚΟΠΕΛΑ ; ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΗ ΚΑΙ ΝΑ ΑΓΑΠΗΘΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΟΙΞΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ; ΤΙ ΘΑ ΛΕΕΙ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ;
- Αμάν ρε κομπλεξικοί, σιγά μην είναι η κοπέλα βίζιτα, επειδή γύρισε μία ταινία; Σιγά... Το βγάλαμε το συμπέρασα, βίζιτα. Έλεος, μη δείτε ωραία και πετυχημένη
- 2000-3000 eyrw ti vradia pernei oli i ellada to kserei o pateras tis twrA to katalave ; anergia yparxei tina kanei to koritsi;; - asxeto alla einai panemorfi s auti ti photo! - Kαμια δουλεια δεν ειναι ντροπη

  1. - Φοβερός ο Σλάνγκογλου! Τι λήμματα! Τι ορισμοί!
    - Ποιος; Η βιζιτού; Ο την μέρα ενάρετος Σλάνγκος και τη νύχτα κάνω βίζιτες; Να τον προσέχεις, θα σε παρασύρει κι εσένα στον βούρκο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μία από τις γκατσμανικές λεξιπλασίες, που κάνουν τους Σλάνγκους παλαιών αρχών να βγάζουν σπιθουράκια, αλλά αποτελούν και σανίδα σωτηρίας για τους βιοπαλαιστές καβουροσλανγκόσαυρους, που κυνηγούν το λήμμα το επιούσιον.

Παράγωγο εκ των φραπέ- φραπεδιάρα, και αιδοιάρα- αιδοίον, μπορεί να σημαίνει:

  1. Την φραπεδιάρα που είναι μουνάρα, θρυλική, επική, τριφασική κ.τ.λ.

  2. Την φραπεδιάρα, που εκτελεί φραπέ με αιδώ, λόγω φραπεαπαγόρευσης, και όχι χύμα στο κύμα, στα καναπέδια-ντιβάνια-κρεβάτια-ανάκλιντρα των Φραπεδίμ.

Στην πρώτη περίπτωση ελλοχεύει η παρενέργεια ο καφές να είναι Εσπρέσο.

Σλανγκικός Φραπεμφύλιος:

- Αμάν ρε Τάκη, έχεις ακούσει ποτέ τον όρο «φραπαιδοιάρα»; - Οι φίλοι του Γκάτσμαν κι εμένα το φραπεδιάρα το προφέρουν με άλφα γιώτα κι όμικρον γιώτα! Πρόβλημα; Πρόβλημα; Μη μου κολλάς πολύ, γιατί έχω και δυσλεξία και θα σε πω ρατσιστή!
- Τώρα, είσαι μαλάκας ή (αλφα-) γιωτάς ;
- Απλώς, τελειωμένος κάβουρας!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τζόγος, το τυχερό παίγνιο. Εκ του τουρκικού kumar που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Βέβαια το κουμάρι δεν παραπέμπει σε avantgarde καταστάσεις ενός ναού στο Μονακό, ούτε καν σε Πάρνηθα, και ταιριάζει σε άτομα low level, παρακάτω και από έναν απλώς άξεστο τζογαδόρο. Το κουμάρι είναι πιο underground και παρακμή. (Έχω μια μανία με την παρακμή...). Οι διαφορές πολλές:

1. Ο χώρος:
Ο κουμαρτζής δεν πάει κατά κανόνα στο καζίνο, ούτε θα τον συναντήσουμε σε καρέ που παίζονται στα λεγόμενα «καλά σπίτια» με τα μεγάλα σαλόνια, προτιμάει τις παράνομες λέσχες ή τα καφενεία χωριών ξεχασμένων από το θεό και την κοινωνία.

2. Τα παιχνίδια:
Ο κουμαρτζής δεν παίζει με πανάκριβη πλαστικοποιημένη τράπουλα, και κοκάλινες μάρκες σε καινούργια τσόχα, θα παίξει με τη λιγδιασμένη απο απλό χαρτόνι, και πάντα με μετρητά πάνω σε τσόχα μαύρη από τη λέρα και με άφθονες τσιγαριές. Δεν παίζει blackjack, αλλά στούκι, δεν παίζει στα crap tables του καζίνο, αλλά μπαρμπούτι πάνω σε κουβέρτα (βρώμικη) ή τραπέζι του μπιλιάρδου. Δεν παίζει Texas Hold'em, αλλά χαρακίρι, ασανσέρ, κούκο (μονό ή διπλό), νεκροταφείο, το κρυφό μπαλαντέρ, η ψωλή του βασιλέως κ.α. Δεν παίζει καν «πάμε στοίχημα», εννοείται πως έχει δικό του μπούκη (bookmaker) και παίζει παράνομο στοίχημα.

Τέλος, η λέξη κουμάρι δίνει μια ικανοποίηση όταν τη χρησιμοποιούμε, γεμίζει το στόμα, έχει μια δόση μαγκιά παραπάνω.

(Στη γειτονιά):

-κα Ευανθία: Είδα τον Κωστάκη σου κυρα Φωφώ μου, να βγαίνει απ΄του γερο-Φωκά τον καφενέ νωρίς τα ξημερώματα χθες.

-κα Φωφώ: Αχ! Τι να κάνω με τον αχαΐρευτο! Τον έφαγε το κουμάρι. Ως τις τέσσερις τον περίμενα, την ώρα που γύριζε η Λίλιαν με κάποιο αγόρι.

-κα Ευανθία: Η Λίλιαν έξω στις 4 το πρωί; Θεός φυλάξοι! Κάποιο λάθος θα έκανες Φωφώ μου. (Από μέσα της: δεν κοιτάς να μαζέψεις τον κουμαρτζή το γιο σου λέω 'γω...).

-κα Φωφώ: Δίκιο έχεις Ευανθία μου, μπορεί να λάθεψα. (Από μέσα της: Δεν κοιτάς να μαζέψεις το πουτανάκι την κόρη σου που πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα και την έχουν κάνει βούκινο οι Σλάνγκοι Δράκοι σε όλο το internet...).

He-Who-Can-Slang (από Vrastaman, 21/01/09)Ο Κουμαρτζής (Χ. Πιπεράκης 1939) (από HODJAS, 25/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία