Η λεσβία στα καλιαρντά, εκ του σεμνή αδερφή.
Πανε να ζησουνε τον έρωτα τους κι η Λιάνα η σεμναδερφή τους χέζει όλους και ψηφίζει επιτέλους στη βουλή για να δουν χαρά κι οι αδερφές. (Αποκατέ).
Η λεσβία στα καλιαρντά, εκ του σεμνή αδερφή.
Πανε να ζησουνε τον έρωτα τους κι η Λιάνα η σεμναδερφή τους χέζει όλους και ψηφίζει επιτέλους στη βουλή για να δουν χαρά κι οι αδερφές. (Αποκατέ).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η καλιαρντή λίγο-πιο-μεγάλη λέξη για το κρεμιέμαι στην βακουλή = Εκκλησία, δηλαδή παντρεύομαι με βακουλοπουρό και με κρεμαλότεκνο και χάνομαι (μέχρι νεωτέρας) από τον κόσμο των τζιναβωτών.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το φλερτ, η ερωτοτροπία. Από την τουρκική λέξη cilve. Χρησιμοποιείτο και στα καλιαρντά.
Είμαι χαρακτήρας με σίκ οριεντάλ. Κάνω ωραίο κλίμα, αβέλω λατσούς τζιλβέδες, σ’ αυτό θα οφείλεται που τους τραβάω. Σπάνια να κάνει άλλος τέτοια ατμόσφαιρα. (Εδώ).
«Και με τους διάκους ο Δεσπότης τζιλβέδες και καμώματα». Κώστας Βάρναλης. (Εδώ).
Esy to noy soy stoys tzilvedes kai ta makedonika stoys Makedones!!!!!!!!!! (Εδώ).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στα καλιαρντά σημαίνει μου αρέσει, γουστάρω, όπως και το λατσεύομαι (στην Μέση Φωνή), αλλά επιπλέον σημαίνει και ομορφαίνω, καλλωπίζομαι. Από το λατσός εκ της λέξης των ρομανί lačho (= καλός, όμορφος).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στα καλιαρντά σημαίνει μου αρέσει, γουστάρω, αλλά και γουσταρίζομαι. Από το λατσός εκ της λέξης των ρομανί lačho (= καλός, όμορφος).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχω κάτι ή κάποιον χεσμένο.
Από το καλιαρντό κουλό (σκατό).
Κουλάρω την παρουσία σου!
(σε έχω χεσμένο, αδιαφορώ).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Καλιαρντής προέλευσης, σημαίνει εκσπερματίζω, χύνω, ξεφορτώνομαι τα φλόκια, περισσότερο ως μια ζωώδη εκτόνωση και αποφόρτιση, που ενίοτε χρειάζεται ως εξαέρωση για να ξελαμπικάρει κανείς.
- transafentra
GLYKIA MOY S'EYXARISTW POY ME DEXTHKES STO CLUB SOY. EPISHS S'EYXARISTW GIA TA KALA SOY LOGIA. NAI PITHANON NA
GNWRIZOMASTE. SE GLYKOFILW TRANSAFENTRA.
(Διάλογος κάπου στα διαδίχτυα).
μήπως θες τις φωτο με ζουμ....και ευρυγωνειο επαγγελματικό φακό;;;;;; μάλλον για να πάιζεις την πουλαρα σου θελεις τις φωτο....μας πηδηξες με τις φωτο και τις φωτο......τραβα να ξεφλοκαρεις σε κανβα ντέλλο να ηρεμήσεις...... (Κάπου σε μπουρδελοσάι).
Μου πήρε το χεράκι μου και το’ βαλε εκεί, ύστερα με κάθησε πάνω του, λίγο μου την ακούμπησε στα μπούτια ο πουρός και με πασάλειψε με τα φλόκια του. Μπουλκουμέ. Εντάξει ο κατέ αυτό γουστάριζε, να ξεφλοκάρει ήθελε. Πήρε μετά μια παλιοπατσαβούρα, και τα καθάρισε. (Από το καλιαρντογράφημα στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σημαντική λέξη των καλιαρντών που σημαίνει πόθος, επιθυμία, καύλα, και ετυμολογείται από το γαλλικό désirer.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, Αθήνα: 1971, σ. 110) παραδίδει και τις λέξεις:
ντεζοδικελιάζω = κάνω μπανιστήρι
ντεζολαχτάρας = ο σαδιστής
ντεζοντουπού = η μαζοχίστρια
ντεζόμπουλα = το καυλόσπυρο
ντεζοπλένης = ο λάγνος
ντεζοχορχόρα = η ιδιοσυγκρασία.
Το ντέζι μου να βουέλω τζά σαν ήρωας από την καραμουτζού πολιτική δεν ήταν μουσαντό! = Ο πόθος μου να θέλω να φύγω σαν ήρωας από την πουτάνα την πολιτική δεν ήταν ψέμα! (Αποκατέ).
νάκα ντὶκ ἀπὸ ντέζι: δὲν βλέπω ἀπὸ καῦλα. (Αποκατέ).
Αχ, αδερφές και παλικάρια γινήκαμε μαλλιά κουβάρια. Να οι μπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια και τα καυλοκουνήματα, τα κουραβαλιάσματα και τα σαρμελοχαμόγελα. Τα μπουτ πιασμαντέ όλο πάθος και αλληλοκαυλοσίχαμα και δώστου φλόκια και σαρμελοζούμια… (Αποκατέ).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Λέξη των καλιαρντών. Εκ του πιάνομαι και του μουτζό που σημαίνει αιδοίο ή γυναίκα και, όπως μας υπέδειξε το Πονηρόσκυλο εδώ, δεν έχει σχέση με την μούντζα, αλλά με την ρομανί λέξη mindž = κόλπος, αιδοίο, χυδαία λέξη για το κορίτσι, τη φιλενάδα.
Το μουτζοπιάνομαι περιγράφει απρεπείς τσακωμούς μεταξύ κίναιδου (ή και στρέιτ άντρα) και γυναίκας ή δύο γυναικών μεταξύ τους, που χαρακτηρίζονται από μαλλιοτραβήγματα, ξεμαλλιάσματα, καλλιτεχνικό κατινάζ, ή στην καυλύτερη των περιπτώσεων mud wrestling. Πλέον σε μη αυθεντικά καλιαρντό πλαίσιο, η έκφραση χρησιμοποιείται ειρωνικώς για τσακωμούς, όπου το διακύβευμα δεν είναι σημαντικό, λ.χ. για διαδικτυακές τηλεμαχίες.
Το δημοψήφισμα που σκέφτονται
να μας βαλουν οι« κυβερνώντες»
μια καινουργια περιπετεια δηλ
μονο και μονο για να μας κανουν
να μουτζοπιαστουμε παλι
και να κρύψουν τις πομπες τους κατω απο το χαλι. (Αποκατέ).
Παντως το χουμε παραχεσει το τοπικ........μονο για το θεμα του δεν μιλαμε...χαχα.......σε λιγο θα μουτζοπιαστουμε κιολας, ποιος στην χαρη μας...... (Αποκατέ).
Έρχονται δύο καινούριες γυναίκες στην παρέα που είναι φίλες του κολλητού του γκόμενού σου. Λες στην κολλητή σου: «Ντικ τις μούτζες με τα εξτέ, πώς δικέλουν το δικό μου, αν τολμήσει να του μπενάψι τίποτα θα μουτζοπιαστούμε». (Αποκατέ).
Βλ. και μαδομούνι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πρόκειται για αστεϊσμό που περιγράφει σαρκαστικά την δια χειρός επαναληπτική παλινδρόμηση επί φλεβοφόρας κρεατόβεργας με σκοπό την αυτοϊκανοποίηση (AKA μαλακία)...
Η φράση αυτή προέρχεται από την λίγο-πολύ γνωστή σε όλους μας επαναληπτική καραμπίνα, κοινώς χράπα χρούπα, και χρησιμοποιείται για την χιουμοριστική περιγραφή της ανδρικής αυτοϊκανοποίησης και ενίοτε για να καταδείξουμε ένα συγκεκριμένο άτομο που συνηθίζει να επιδίδεται σε αυτό το είδος της ψυχαγωγικής άθλησης!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία