Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραλλαγή του «στην υγειά σου», με ιδιαίτερη σημασία στην Κρήτη, όπου συνοδεύει ένα ολόκληρο τελετουργικό για πιώματα μέχρι λιποθυμίας.

Το «στην αφεντιά σου» είναι πιο σοβαρό απ' το «στην υγειά σου», το οποίο είναι γενικότατο. Δηλώνει ρισπέκ, και δείχνει ότι θεωρείς τον άλλον κύριο του εαυτού του - να κάτι που δεν ισχύει για όλους.

Το τελετουργικό έχει ως εξής. Παρεάκι μαζεύεται στην αυλή (σπίτι, μπαλκόνι, νυχτερινό κέντρο, οπουδήποτε), με το μπουκάλι / κανάτα / νταμιτζάνα κρασί στη μέση. Στην αρχή, ο κόσμος κερνάει και πίνει κανονικά, βάζοντας στα ποτήρια των άλλων και στο ποτήρι του (ο κεραστής, τελευταίος) και λέγοντας «γεια μας, μ'ρε παιδιά!» ή κάτι τέτοιο πριν τσουγκρίσει και πιει. Ως εδώ καλά. Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος θα κάνει τη μαλακία και θα «καλέσει». Έτσι ξεκινάει ένας κατήφορος που θα τελειώσει ανυπερθέτως με ένα τσούρμο λιώματα, χυμένους ο ένας πάνω στον άλλον.

Ο καλεστής, πρώτ' απ' όλα, σκώνεται όρθιος να τον βλέπουν. Μετά παίρνει το δικό του ποτήρι και το γιομίζει μέχρι πάνω πάνω, ξέχειλο που λένε. Μετά το σηκώνει προς τη μεριά αυτού που θέλει να καλέσει (παναπεί να προκαλέσει...), λέει σοβαρά-σοβαρά «στην αφεντιά σου», και το κατεβάζει κούπα (παναπεί μονορούφι). Αμέσως μετά το ξαναγιομίζει, πάλι ξέχειλο, και το δίνει σ' αυτόν που κάλεσε. Ο οποίος διαλέγει κάποιον άλλον στην παρέα να καλέσει, λέει κι αυτός «στην αφεντιά σου», πίνει την κούπα, ξαναματαγιομίζει, και ούτω καθ' εξής.

Οι κανόνες του παιχνιδιού:
1. Απαγορεύεται να καλέσεις χωρίς να πιεις. Πρώτα θα κατεβάσεις την κούπα σου, και μετά θα τη δώσεις στον άλλον. Το παιχνίδι είναι μια πρόκληση (dare που λένε στα εγγλέζικα), και δε νοείται να προκαλείς κάποιον να κάνει κάτι που εσύ δεν μπορείς.
2. Όλοι πίνουν απ' το ίδιο ποτήρι. Δεν έχει «σιχαίνομαι» και «μα η Κατερίνα φοράει κραγιόν» και αηδίες. Είναι παιχνίδι τση παρέας, και η παρέα κάνει bonding έτσι. 3. Απαγορεύεται να αρνηθείς κάλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, και θα 'σαι για πάντα πλέον ο ξενέρωτος που δεν πίνει όταν τον καλούν. Στη χειρότερη, ο καλεστής θα το πάρει προσωπικά και θ' ανάψει καβγάς. Εδώ ένα απλό τσούγκρισμα να αρνηθείς, ο άλλος παρεξηγιέται. Πόσο μάλλον ένα επίσημο κάλεσμα κι ένα αρχοντικό «στην αφεντιά σου». Όπως και να' χει, αν κάποιος δεν πιει, το παιχνίδι χαλάει, προς μεγάλη απογοήτευση της ομήγυρης.
4. Μπορείς να καλέσεις όποιον θέλεις στο τραπέζι, ακόμα κι αυτόν που σε κάλεσε αμέσως πριν, κάτι το οποίο έχει παρενέργειες. Αφενός, μπορεί να εξελιχθεί σε μονομαχία, όταν δύο στην παρέα καλούν συνέχεια ο ένας τον άλλον, συνήθως για να δουν ποιος αντέχει να πιει περισσότερο. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ανταλλαγή σκωπτικών μαντινάδων, όπου ο ένας προσπαθεί να πικάρει τον άλλον. Αφετέρου, μπορεί να οργανωθεί (εκ προμελέτης ή επιτόπου) ομαδική στοχοποίηση ενός από την παρέα, και όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι να καλούν αυτόν, με γέλια και πειράγματα. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ενέσεις καφεΐνης στο νοσοκομείο, ώρες αργότερα.
5. Τέλος του παιχνιδιού δεν προβλέπεται. Θεωρητικά, τελειώνει όταν τελειώσει το κρασί. Φυσικά, όταν μιλάμε για σπίτια εξοπλισμένα με βαρέλια, μέχρι να τελειώσει το κρασί, ο κόσμος έχει αρχίσει να σωριάζεται.

Παραλλαγές:
1. Κούπα όχι σε κρασοπότηρο, αλλά σε υπερδιπλάσιας χωρητικότητας νεροπότηρο. Τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου πολύ γρηγορότερα έτσι.
2. Κούπα σε ακόμα μεγαλύτερο, αυτοσχέδιο σκεύος. Έχω δει σε γλέντι γάμου κόσμο και λαό να βγαίνει εκτός μάχης σε dt, αφού ξεκίνησαν αφελώς τα «στην αφεντιά σου» με ένα πλαστικό εναμισόλιτρο μπουκάλι νερού, κομμένο λίγο κάτω απ' τη μέση. Μονορούφι πάνω από μισό λίτρο κρασί τη φορά...
3. Κούπα σε νεροπότηρο, με ρακή αντί για κρασί. Αυτά, λογικά, τα κάνουν μόνο οι βοσκοί, που ως γνωστόν έχουν υπεράνθρωπες αντοχές.

Παραλληλισμοί:
Το να πίνεις κρασί απ' το ίδιο σκεύος είναι μάλλον παγκόσμιο σύμβολο φιλίας ή/και αγάπης. Βλέπε τον καθολικό γάμο, όπου νύφη και γαμπρός έπιναν συμβολικά μια γουλιά απ' το ίδιο ποτήρι (το «διπλό» ποτήρι, που είδαμε στον Ελαφοκυνηγό, είναι νεότερη επινόηση βέβαια). Βλέπε το ορθόδοξο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπου όλοι οι πιστοί μεταλαμβάνουν με το ίδιο κουτάλι. Βλέπε και το αρχαιοελληνικό έθιμο του κότταβου, όπου ο συμποσιαστής έπινε κι άφηνε μια γουλίτσα κρασί, την οποία γυρνούσε παιχνιδιάρικα στα χείλη του ποτηριού πριν το πασάρει στον εραστή. Ah, l' amour, l' amour!

Ετυμ. : < μσν. αφεντία < αφέντης < αρχ. αυθέντης

- Ώφου κι ώφου! Η τσεφαλή μου!
- Ηντά 'παθες, μ'ρε Μανολιό;
- Οψέ μαζωχτήκαμε παρέα στου Ψαρονίκου, κι είχε φέρει το καλό το κρασί απ' το χωριό, κι εξεκίνησε ο κουζουλός ο Νεκτάριος τα «στην αφεντιά σου», κι εγινήκαμε σύσκατοι ούλοι. Ώφου η τσεφαλή μου!
- Ε, και δεν αντέεις το πιώμα, μ'ρε Μανολιό; - Κούπες με το κανάτι πίναμε, Ζαχάρη!
- Χίλιοι μαύροι διαόλοι!

- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! Κουτελοβαρίσκω σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Μιχαλιό! Κι εγώ αντιστέκομαί σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! (...ad nauseam. Κυριολεκτικώς.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συμπληρωματικά προς τους υπάρχοντες ορισμούς:

Η αρχική σημασία της λέξης πόρτα είναι αυτή του τυπά που δε σε αφήνει να μπεις στο κλαμπ επειδή φοράς άρβυλα ή επειδή το τζην σου είναι σχισμένο. Κλασσική ατάκα «το μαγαζί είναι γεμάτο φίλε» (ατάκα που έχει αυτονομηθεί αρκετά ως γείωση). Βέβαια, για τον επόμενο δεν είναι γεμάτο, αλλά άλλο ζήτημα αυτό. Γλιτώνεις αν συνοδεύεσαι από κυριλέ γκόμενα (η εκδίκηση της γυφτιάς).

Το σχήμα είναι μάλλον «δουλεύω πόρτα < δουλεύω στην πόρτα του μαγαζιού». Από τη μεριά του πορτιέρη η πόρτα ρίχνεται, ενώ απ' τη μεριά του παραλήπτη τρώγεται. Στο απρόσωπο του πράγματος η πόρτα είναι θεόσταλτη και πέφτει. Βλέπε πρώτο παράδειγμα.

Κατ' επέκτασιν, ιδωμένο από τη σκοπιά του φαγωμένου, πόρτα νοείται ως κάθε πιθανή αποτυχία-απόρριψη, συντάσσεται σκέτη, με το αγαπημένο ρήμα «τρώω» που χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης ή με ρήματα τύπου ρίχνω, χώνω όταν περνάμε σε ενεργητική διάθεση.

Ειδική περίπτωση είναι και το χι στο κινητό, αυτό το μαγικό κόκκινο κουμπάκι. Βλέπε παράδειγμα δύο.

1α. - Πόρτα ο Τάσος σε κωλόμπαρο ρε συ; Να βγάλει τα λεφτά του το τζυμ τουλάστιχον.
- Έτσι πάει ρε συ, πρώτα φουσκώνεις και από κομοδίνο που ήσουνα γίνεσαι σα ντουλάπα, ε, και μετά γίνεσαι πόρτα.
- Μια ζωή έπιπλο αυτός ο Τάσος.

1β. - Τι έγινε χτες ρε; Πώς και δεν ήρθατε;
- Ο μαλάκας ο τζήζα ρε, πήγε να μπει στο μαγαζί λες και βγήκε απ' το κλουβί με τα θηρία. Είχατε κι όλες τις γκόμενες μαζί σας, πολύ θέλει; Φάγαμε μια πόρτα αποδώ ίσαμ' απέναντι. Παραλία και περιπτερόμπυρες τη βγάλαμε.

2α. - Τι έγινε με την Αγγελική ρε;
- Μου έχωσε πόρτα. Περνάει φάση λέει και μαλακίες τούμπανα.

2β. - Από δουλειά ρε;
- Παπάρια με τη ρίγανη. Πόρτες παντού.

2γ. - Ένα σάντουιτς ζαμπό, τυρί, μπέικο...
- Δεν έχουμε μπέηκον κύριε, μας τελείωσε.
- Πόρτα.

2δ. ντρίιιιιιιιν (παλιό κουδούνι τηλεφώνου, ρίνγκτόουν σε μυ-τζη-θρή κινητό, για να γίνει βίντατζ το γκατζέτι)
- Ποιος ήτανε;
- Δεν είδα καν. Έχωσα πόρτα. Μα μία η ώρα το μεσημέρι τηλέφωνο;

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τι ρομαντική λέξη! «Ήτανε εκείνη τη νυχτιά, που φύσαγε ο Βαρδάρης», που λέει κι ο ποιητής. Αυτά είναι!

Καμία σχέση όμως.

Νυχτιά, στην επαγγελματική διάλεκτο των (ελληνίδων) πορνών, είναι το να φορτωθείς ένα πελάτη για όλο το βράδυ. Δεν σημαίνει και ότι θα του κάνεις όλα τα γούστα, αυτό είναι πάντα θέμα διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, κατά τους αιωνίους νόμους της αγοράς.

Παρόλο που πληρώνεται καλά, οι πουτάνες το αποφεύγουν γιατί το θεωρούν πιο κουραστικό από το να ξεπετάξουν δέκα – είκοσι πελάτες τη βραδιά, ανά πεντάλεπτο. Βλ. και λήμμα περιποίηση, για τις κοπέλες που και καλά «δεν βιάζονται».

Συντάσσεται με το ρήμα παίρνω, «παίρνω κάποιον νυχτιά» ή «με παίρνουν νυχτιά».

«Δε μου αρέσει να με παίρνουν νυχτιά. Προτιμώ να πάω με δέκα πελάτες σε ένα βράδυ παρά να πάω μα μείνω με έναν άνθρωπο για μια ολόκληρη νύχτα συνέχεια στο ίδιο δωμάτιο, να τον έχω πάνω απ΄ το κεφάλι μου, να πρέπει να τον υποστώ, να πρέπει να βγω μαζί του και να πρέπει να φερθώ σωστά επειδή αυτός έτσι νομίζει».

Καταγραμμένη μαρτυρία της πόρνης Βανέσας, στο βιβλίο «Πουτάνα» της Τασίας Χατζή, εκδόσεις Οδυσσέας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη γλώσσα των μαφιόζων, σημαίνει ψεύτικο, κάλπικο, πέτσινο.

Ακούγεται στην ταινία «Donnie Brasco»,με τους Al Pacino, Johnny Depp και Michael Madsen (βλ. μήδι).

Εκ του fugazi.

- Αυτό το δαχτυλίδι είναι φουγκάζι.
- Ποιος το χέζει...

Στο 0:13 (από allivegp, 08/12/11)(από allivegp, 08/12/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανοίγω (γεμάτο και σφραγισμένο) μπουκάλι με ποτό. Αυτό μπορεί να είναι απλώς ένα κόκκινο ουισκάκι ή, κυρίως, ένα πιο σπέσιαλ, είτε σαραντάρι είτε κρασί, κάτι που κρατούσα για περιπτώσεις σαν κι αυτή.

Μάλλον δεν λέγεται όταν ανοίγουμε μπουκάλι σε μαγαζί - το μπουκάλι πρέπει να ανασύρεται από το προσωπικό μας απόθεμα.

Παρεΐστικη χαριτωμενιά που θυμίζει παλαιότερες εποχές: ότι και καλά «σφάζω μια κότα» ή τον μόσχο τον σιτευτό για να το 'φχαριστηθούμε όλοι. Ή καμιά ρέγγα.

- Φίλε δεν αρχίζουμε με κάνα ξίδι σιγά-σιγά; Καμιά μπυρίτσα παίζει;
- Μπυρίτσα λες; Ή να σφάξουμε ένα γκλένφιντιχ δωδεκάρι που έφερε ο κουμπάρος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

[i]Ετυμολογία[/i]

Από το καρέκλα + την παραγωγική κατάληξη -ιά, κατά το γροθιά, μαχαιριά κλπ. (στο μεταίχμιο, ίσως, μεταξύ «κανονικής» και σλανγκέ εκδοχής της κατάληξης -ιά).

[i]Η Καρεκλιά ως Νόημα Εχθροπραξίας στο Πλαίσιο Τσαμπουκάδων[/i]

Αξίζει νομίζω ξεχωριστής αναφοράς καθώς είναι εμβληματικό και νοηματικώς έντονα φορτισμένο χτύπημα, που προσδίδει ξεχωριστό χρώμα στον αυθεντικό και αυθόρμητο τσαμπουκά όχι μόνο λόγω της σφοδρότητάς του, αλλά και του ότι δίνει περιθώρια συμμετοχής στον παθητικό θεατή, επεκτείνοντας τη σύρραξη κατά ομόκεντρους κύκλους.

Οι καρεκλιές είναι ορόσημο για τη διάκριση ανάμεσα σε βρωμόξυλο και ταβερνόξυλο - ο τσαμπουκάς ακόμα και σε ταβέρνα χωρίς καρεκλιές δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ταβερνόξυλο, αφού το τελευταίο εμπλέκει μεγάλο μέρος της πελατείας του καταστήματος και προκαλεί χάος, ακριβώς μέσω της χρήσης καρεκλών.

Να σημειωθεί, λοιπόν, αρχικά ότι ο κύριος όγκος καρεκλιών δε φέυγει από τους πρώτους εμπλεκομένους στον καυγά, καθώς αυτοί κατά κανόνα και σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εναρκτήρια σπρωξιά (αμπωχτέ στη δυτική Κρήτη) ή μπουκετίδι αναλώνονται σε λαβές. Η καρεκλιά είναι το κύριο πλήγμα που καταφέρνουν οι ας πούμε εφεδρείες, οι δυνάμεις που ρίχνονται τρίτες στη μάχη, μετά τους πρώτους εμπλεκομένους και εκείνους που κατά κανόνα επιχειρούν να αποσοβήσουν και καλά τον καβγά χωρίζοντας τους πρώτους εμπλεκομένους.

Ως πλήγμα, λοιπόν, η καρεκλιά είναι η χρήση καρέκλας ως αγχέμαχου όπλου σε εκ του συστάδην συρράξεις. Σπανιότερα, και σε περιπτώσεις μαζικού ξύλου μεγάλης διάρκειας, η καρεκλιά μπορεί να αφορά και στη χρήση καρέκλας ως βλήματος - από απόσταση. Η καρέκλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως αμυντήριο όπλο και αυτοσχέδια ασπίδα, αλλά αυτό από μόνο του δε θα πρέπει μάλλον να λέγεται καρεκλιά, εκτός και αν θέλει κανείς να φουσκώσει το επίπεδο ενός καυγά – αν θέλει να πει, δηλαδή, ντε και καλά ότι βρέθηκε σε φάση που «παίξανε», «ρίξανε», ή «πέσανε» ή «φύγανε καρεκλιές».

[i]Η Καρεκλιά από τη Σκόπια του Δρώντας Υποκειμένου ως Διαλεκτική Δραστηριότητα και Πλήγμα[/i]

Ως δραστηριότητα η καρεκλιά αφορά σε μιαν αλληλουχία γεγονότων, μια ροή δράσης μάλλον παρά κάτι το ακαριαίο, και ενέχει ορισμένες τυπικές φάσεις. Καθεμιά απ' αυτές ολοκληρώνεται με μια κρίσιμη απόφαση από πλευράς του δρώντος υποκειμένου (ένα σημείο “χωρίς επιστροφή”) και εκπέμπει τα αντίστοιχα διακριτά σημεία προς τους λοιπούς εμπλεκομένους.

α) Ο δρων αντιλαμβάνεται την έναρξη του τσαμπουκά σε μέση απόσταση. Σηκώνεται από την καρέκλα και με μέτωπο στη σύρραξη μεταβαίνει από πίσω της, κρατώντας σφιχτά την πλάτη της με το αριστερό χέρι. Εξασφαλίζει έτσι ότι την έχει διαθέσιμη αλλά και μια σχετική κάλυψη στο κάτω μέρος του σώματος, ενώ δυνητικά μπορεί να τη χρησιμοποιήσει αμυντικά ως ασπίδα για το θώρακα ή ακόμα και το πρόσωπο.

β) Ο δρων παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και αποφασίζει να εμπλακεί. Σηκώνει την καρέκλα κρατώντας την και με τα δύο χέρια από την πλάτη, περίπου το μέσο της, την αναποδογυρίζει και τη ζυγιάζει. Από δω και πέρα είναι προφανές ότι έχει εμπλακεί...

γ) ... και άρα αυξάνονται οι πιθανότητες αν δεν επιτεθεί πρώτος να δεχθεί επίθεση. Στην τελευταία περίπτωση η σηκωμένη και αναποδογυρισμένη καρέκλα και δη τα πόδια της μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο απώθησης. Αν αυτό γίνει επιτυχημένα και ο δρων συνεχίσει να κρατά και να κραδαίνει ενδεχομένως την καρέκλα, ενδέχεται να τη χρησιμοποιήσει επιθετικά με την ορμή και το μένος που έχει σωρεύσει. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να επιχειρήσει είτε....

δ1) έφοδο, με τα πόδια της καρέκλας ως ωθητικό μέσο - ειδικά αν πρόκειται για σκαμπό. Με την έφοδο, ο δρων [στο εξής, ο πλήττων] καταφέρνει έτσι ένα πρώτο χτύπημα στο άτομο της αντίπαλης παράταξης [στο εξής, ο πληττόμενος], ώστε μετά να μπορέσει από πλεονεκτική θέση να επιχειρήσει είτε το δ2, είτε άλλα χτυπήματα. Να σημειωθεί παρενθετικά από δίπλευρη έφοδο έχουν προκύψει και περιπτώσεις καρεκλομαχίας, όπου οι αντίπαλοι κραδαίνουν και χτυπούν ο ένας την καρέκλα του άλλου, ένα μάλλον γελοίο θέαμα.

δ2) πλήγμα με την καρέκλα ως ρόπαλο, η κυρίως καρεκλιά.

Το πλήγμα μπορεί να έχει σα στόχο τα πλευρά, λόγω όμως του βάρους της καρέκλας, της παρεμβολής των χεριών του πληττομένου και άλλων χαοτικών παραγόντων κατά κανόνα καταλήγει είτε στα χέρια, είτε πιο χαμηλά, στους μηρούς.

Το πλήγμα, ωστόσο, μπορεί να έχει ως στόχο και το κεφάλι, ιδίως αν ο πληττόμενος έχει βρεθεί σε δυσχερή για τον ίδιο κυπτή θέση . Το μεγαλοπρεπές σήκωμα της καρέκλας σε αυτήν την περίπτωση από πλευράς του πλήττοντος, ακόμη και πάνω από το ύψος της κεφαλής του, μπορεί να συνοδεύεται από έντονη εσωτερική διερώτηση: “αν του την κατεβάσω [την καρέκλα], θα του συνθλίψω το κρανίο. Τι να κάνω;”. Σε αυτήν την περίπτωση, ο πλήττων είτε προτιμά να προσβάλει τον αντίπαλο με ηπιότερο πλαγιοκοπικό χτύπημα ή χτύπημα στη ράχη (αρκούντως ζόρικο και αυτό), είτε να αφήσει την καρέκλα κάτω και να τον πλακώσει με άλλο τρόπο, είτε να προβεί στο συντριπτικό αυτό χτύπημα...

...με πολύ οδυνηρές συνέπειες για όλους.

Τέλος, στο χάος πάντα προσθέτει το γεγονός ότι κανείς αφού έριξε καρεκλιά δεν τοποθέτησε την καρέκλα με τάξη στο πάτωμα, αλλά κατά κανόνα αυτή εκσφενδονίζεται από δω κι από κει, επιτείνοντας το χάος, την «αρμάτω ταραχή», και τον κονιορτό σε περιπτώσεις καυγάδων στο ύπαιθρο (πανηγύρια, ψαροταβέρνες, μπητς μπαρ).

[i]Εικονοπλασίες, «Μύθοι» κ.α.[/i]

Να επισημανθεί εδώ ότι η απειλή «θα στη φέρω κολάρο» και η σχετική εικονοπλασία, με προέλευση κυρίως τα γουέστερν και λούκυ λουκ, είναι μάλλον φυσικώς αδύνατο να πραγματοποιηθεί, ειδικά με τις πατροπαράδοτες πλεχτές ψάθινες καρέκλες – θα μπορούσε ίσως κάποιος να το φανταστεί με σάπιες κακής ποιότητας καρέκλες βιέννης με τη μελαμίνα στο κάθισμα.

Να σημειωθεί επίσης ότι σε παραδοσιακά «ελληνικά» πλαίσια και κυρίως καφενεία, στα οποία ο πελάτης χρησιμοποιούσε πληθώρα καθισμάτων για άνεση ή που καθόταν ανάποδα, με την πλάτη της καρέκλας στο στέρνο του και ανοιχτά τα πόδια, πολλές φορές ο τσαμπουκαλεμένος δήλωνε την πρόθεση του να εμπλακεί σε καβγά «πετώντας πέρα» ένα από αυτά - κάτι που τείνει να εκλείψει μαζί με τους παραδοσιακούς αυτούς αρρενωπούς τρόπους καθίσματος.

[i]Επίλογος[/i]

Όλα τα παραπάνω είναι σχηματικά και ιδεοτυπικά, κάθε σύρραξη άλλωστε ενέχει τόσο το στοιχείο του μένους του πολέμου, του ορθολογικού υπολογισμού και της τύχης σύμφωνα και με την wunderliche Dreifaltigkeit του Κλαούζεβιτς, και αυτά επικαθορίζουν τα επιμέρους της αντιπαράθεσης.

Παραθέτω το γνωστό τραγούδι του Λάκη Παπαδόπουλου, το οποίο περιγράφει περιστατικό κατά το οποίο ενεπλάκη μόνος του σε καυγά με καρεκλιές, το εξαιρετικό της οποίας προσθέτει στον τραγικό ηρωισμό της μοναχικής πράξης του και την καθιστά αξιομνημόνευτη.

Στίχοι: Λάκης Παπαδόπουλος
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Τούρκο με ξεφώνισες
Και μου ανάψαν τα λαμπάκια
Γιατί εσύ κι ο φίλος μου
Τα κάνατε πλακάκια

Τούρκο με ξεφώνισες
Και μου αλλάξαν τα κλαπέτα
Γιατί σας είδαν στο χοτέλ
Κάτω από καρώ κουβέρτα

Έγινα για σένα τούρκος
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές (δις)

Ώωωπα... Τούρκος... Οζάλ... Ναι!

Τούρκο με ξεφώνισες
Εγώ δεν είχα να πληρώσω το νοίκι
Κι εσύ ώρες ατέλειωτες
Τηλεφωνούσες στη Θεσσαλονίκη

Τούρκο με ξεφώνισες
Εσύ 'σαι μία άκαρδη γυναίκα
Γιατί μας άφησες τους δυο
Κι αλλάζω πάνες στη μπεμπέκα
Μπεμπέκα

Έγινα για σένα τούρκος
(Αλή Πασάς)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Ομέρ Βρυώνης)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές

Έγινα για σένα τούρκος
(Τουργκούτ Οζάλ)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Σελί Μπερίς)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές
Καρεκλιές

Έλα... Οζάλ... Αλή Πασάς... στα Γιάννενα... Ζήτω η εικοσιπέντε Μαρτίου

Έγινα για σένα τούρκος
(Αλή Πασάς)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Ομέρ Βρυώνης)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές

Έγινα για σένα τούρκος
(Τουργκούτ Οζάλ)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Σελί Μπερίς)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές
Καρεκλιές
Καρεκλιές
Κουτουλιές
Και μπουνιές

Ρε... 'Ντάξει ρε μη βαράς ρε! Παρ' τη δική σου. Στη χαρίζω!

Έγινα για σένα Τούρκος - Λάκης Παπαδόπουλος, 1991 (από poniroskylo, 27/07/09)ε μα πια... (από BuBis, 03/09/09)Φιλικός αγώνας (από Khan, 20/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επικρατεί βαβούρα, γίνεται μπάχαλο, το έλα να δεις, ο καθένας μιλάει δυνατά και λέει ό,τι νά 'ναι, δημιουργώντας τελικώς ένα γενικό μπουρδέλο όπου κανείς δεν ακούει κανέναν.

Σύνηθες φαινόμενο στην παραθυρομουρμούρα με τους εισαγγελάτους και τους δημοσιοκάφρους να δίνουν το σύνθημα και οι μόνιμοι φωνακλάδες καλεσμένοι να στήνουν ένα κωλοχανείο.

Λέγεται όμως και για μαγαζιά που έχουν πολλή και θωρυβώδη πελατεία.

Από τον όλο αυτό τζερτζελέ δεν πρόκειται να βγει τίποτα, διότι ακόμα κι αν ο μουγκός πονάει πάνω στο φίκι-φίκι δεν μπορεί να μιλήσει, αλλά και να μιλούσε, στου κουφού την πόρτα...

- Αποστόλη σήμερα θα φέρω μια παρεούλα στην ταβέρνα που παίζεις, να μας πεις κανένα τραγουδάκι από τα καλά που ξέρεις. Κλείσε τραπέζι δίπλα στο παταράκι να σ' ακούμε καλύτερα.
- Κοντά-μακριά ρε Νικόλα, τζάμπα θα έρθετε. Γίνεται πανικός εκεί μέσα, τους μουσικούς μας γράφουν στην καραπουτσακλάρα τους ο κόσμος. Ούτε ραδιόφωνο να ήμασταν.
- Τόσο πολύ ρε κολλητέ;
- Χαμός σου λέω... Γαμάει ο κουφός τον μουγκό...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ζαχαρώνω γκόμενα, κάνω παιχνιδάκι με τα μάτια, εκπέμπω και λαμβάνω σεξουαλικά υπονοούμενα προς και από μια γυναίκα. Παίρνω μάτι και θαυμάζω χωρίς να αγγίζω.

Μάλλον αθηναϊκός ή νοτιοελλαδίτικος όρος, προς τα πάνω ο γράφων δεν τον έχει ακούσει.

- Θα τα ματιάξεις τα κορίτσια ρε! Τι τα κοιτάς τόση ώρα, να πάμε από εκεί;
- Νταξ ρε φίλε άμα γουστάρεις μέσα. Με ξέρεις, μ' αρέσει να καυλαντίζω τα μουνάκια όταν αράξω σε μαγαζί, έχει τη φάση του το παιχνίδι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία