Επιπλέον ετικέτες

Ρήμα που δηλώνει δύο τύπους γυναικείας κυρίως -αλλά συχνά και αντρικής- συμπεριφοράς:

α) Το κυριλέ μπιτσάρισμα: Κυνική, ενίοτε πραγματιστική, και σε κάθε περίπτωση άκρως αντισυναισθηματική συμπεριφορά απέναντι σε πρόσωπα, πράγματα, και καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, μπιτσιάζω σημαίνει ότι βλέπω τα πάντα με ψυχρό μάτι (ή καλύτερα, με το ψυχρό δικό μου μάτι) και δεν αφήνω τίποτα και κανέναν να με επηρεάσει ή να με εκτρέψει από αυτό που θεωρώ εγώ σωστό. Ότι πω, έτσι είναι. Και λάθος να κάνω, δεν έχει σημασία. Έτσι τα βλέπω τα πράγματα, και δεν αλλάζω που να χτυπιέσαι κάτω.

β) Το κατ' εξοχήν μπιτσάρισμα: Άμεσα επιθετική συμπεριφορά και στάση, αυτή τη φορά απέναντι σε πρόσωπα, στοχεύοντας στην ταπείνωση, τον εξευτελισμό και τον ολοκληρωτικό ευνουχισμό του άλλου ή της άλλης, και την ανάδειξη της bitch (θηλυκής ή αρσενικής) ως κυρίαρχης προσωπικότητας. Το σφάξιμο του αντιπάλου μπορεί να γίνεται με το γάντι (υπονοούμενα που σκίζουν σπλάχνα) ή με απευθείας προσβολή (που και πάλι έχει το ίδιο αποτέλεσμα). Φού και φού η συμπεριφορά αυτή δεν μένει στα λόγια, οπότε στην πορεία δεν είναι σπάνιο ή εκτός προγράμματος να πέφτει και καμιά ψιλή.

Τα κίνητρα του μπιτσαρίσματος διαφέρουν, όπως και η τεχνική τους. Μπορεί να είναι κάτι που γίνεται με την καλημέρα, ή κάτι που συντελείται έπειτα από καιρό, σε ανύποπτο χρόνο, μόλις ο στόχος έχει χαλαρώσει τις άμυνες του (οπότε η ζημιά είναι ακόμα μεγαλύτερη). Οι αφορμές, απ' την άλλη, είναι πρακτικά άπειρες. Εξάλλου, θα πρέπει κανείς να έχει κατά νου ότι υπάρχουν και άτομα που έχουν αναγάγει το μπιτσάρισμα σε τρόπο ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να δώσει τον καλύτερο εαυτό του, χωρίς αυτό να τον γλιτώσει από μία τέτοια κατάσταση. Τρόπος καταπολέμησης; Ο γράφων δεν έχει να προτείνει κάτι. Γενικά, άμα είναι να μπιτσιάσει η άλλη (ή ο άλλος), θα μπιτσιάσει. Και να μην υπάρχει λόγος, θα τον βρει. Τόσο απλά.

Εκ του αγγλικού bitch, που δίνει ως παράγωγο το bitching. Βλ. και μπιτσάρα, μπιτσόνι.

Πάσα: mafie, από Δ.Π.

  1. Οι χαρακτήρες είναι ένας κι ένας, αυτή η οικογένεια είναι τρομερή έχει τους πάντες. Θεούληδες όλοι, ο Μάνι πρώτος και καλύτερος τον θαυμάζω σε κάθε του σκηνή, ο Φίλ είναι πραγματικά ο μπαμπάς που όλοι θα θέλαμε και γελάω πάρα πολύ με τις τραγικές καταστάσεις που βρίσκεται συνέχεια, η Κλέρ θεά μου αρέσει πολύ όταν μπιτσιάζει και βασανίζει τον Φίλ, ο Κάμ απλά υστερικός, ο Τζέι στην αρχή μου φαινόταν πολύ κακός αλλά τον συνηθίζεις και τα άλλα τα παιδιά είναι όλα καταπληκτικά. (Από εδώ)

  2. Πάντως μου κάνει εντύπωση ότι ΑΓΓΛΟΙ μπιτσιάζουν για τα άπλυτα πιάτα. ΕΛΕΟΣ! Που έψαχνα σε όλα τα asda, tesco κτλ να βρω σφουγγαράκι για τα πιάτα. Γιατί οι βρωμύλοι, γεμίζουν τον νεροχύτη με νερό και απορρυπαντικό, τα βουτάνε μέσα και ουτε καν τα ξεπλένουν μετά! Τι να σου πω, ίσως να τους τη σπάς που κάνεις ντους και χαλάς πολύ νερό. (Από εδώ)

  3. Ξέρεις πόσο καιρό το σχεδίαζα να το ανοίξω; Αλλά πού να προλάβω. Μια η σχολή, μια η δουλειά της μαμάς, μια κάτι έκτακτα γκομενιακού τύπου, άσε. Ε, μια μέρα το πήρα απόφαση. Όχι κύριοι λέω, ΔΕ θα σας περάσει. Θέλω το χώρο μου να μπιτσιάσω. (Από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που χρησιμοποιείται για να δείξει κάτι καταπληκτικό, το οποίο μας ευχαριστεί ή απλώς είναι ψιλογελοίο.

Προέρχεται απο το, κλασικό πλέον, lol και το γνωστό μας awesome.

lol + awesome ----> lolsome

Φίλιππας: -Έλα ρε μάγκα, είδες το βιντεάκι της («γνωστής», ο Θεος να την κάνει) τραγουδίστριας στο youtube;

Μάνος: Καλά ρε μαλάκα, γάμησε, πολύ lolsome...

Βλ. και lol, λολ, lol-οκαύτωμα, Loles - λόλες, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολ / λωλ, λολάρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πρακτική του να ρίχνουμε ονόματα «αυθεντιών», συχνά ασχέτων προς το θέμα συζητήσεως, με σκοπό την κακώς εννοούμενη τεκμηρίωση ή (στην χειρότερη) τον εντυπωσιασμό.

Το νέιμ ντρόπινγκ, άκα επίκληση στην αυθεντία, παρατηρείται σε κάθε κοινωνικό, μορφωτικό και επαγγελματικό στρώμα, από τον μεταμοντερνιάρη χρονογράφο που δεν χάνει ευκαιρία να επικαλεστεί τους Foucault και Braudrillard μέχρι και τον τσιμπουκόχειλο κομμωτή που διακόπτει τον εαυτό του στα παράθυρα για να τονίσει πόσο ευτυχισμένες πελάτισσές του υπήρξαν οι Βουγιούκλω και η Κάρλα Μπρούνι.

Ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια των λογικών ολισθημάτων τ. argumentum ad potential.

Εκ του αγγλικανικού name dropping.

...το (μεγαλύτερο αν μη τι άλλο) άγχος του να μη πετάξεις καμία κοτσάνα (γραμματική, συντακτική) ή να κάνεις κανένα πολύ πολύ άτυχο νειμ ντροπινγκ τύπου «συνεργαζόμουν πολύ στενά με την εξεκιουτιβ μάνατζερ κυρία τάδε» και η κυρία τάδε να είναι τρίτη ξαδέλφη ή αδελφή του μπατζανάκη του γαμπρού του τύπου που σου κάνει την συνέντευξη. και εσύ να μην έχεις συνεργαστεί ποτέ μαζί της.
(εδώ)

- Εμένα μου τη σπάει που απευθύνεται στον Πρίγκηπα α λα σύγχρονος Μακιαβέλι. Έξυπνος είναι, αλλά τόσο νέημ-ντρόπινγκ ομολογώ δεν το περίμενα
(εκεί)

- Το name dropping (νέιμ ντρόπινγκ στα Ελληνικά) είναι μια μόδα, που έχει ενσκήψει τα τελευταία χρόνια μεταξύ των ματαιόδοξων, κατά τ’ άλλα κενών ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούν να επιδεικνύονται προσποιούμενοι ότι γνωρίζουν κάποιους «επώνυμους». Νομίζουν έτσι, ότι «πετώντας ένα όνομα», κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης, ενός γνωστού προσώπου (ηθοποιού, βουλευτή, τραγουδιστή, δημοσιογράφου της TV, κλπ) ότι αποκτούν κάτι από την αίγλη (το γκλάμορ, που λέμε Ελληνικά) που φέρει το όνομά του.
(παραπέρα))

Εμείς τα χτίσαμε αυτά τα μαγαζά! (από Vrastaman, 06/06/11)(από Vrastaman, 06/06/11)

Όπως είπε και ο Θεύδιος ο Μάγνης, το νέιμ ντρόπινγκ δεν πρέπει να συγχέεται με αυτό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καταρρέω, σπάω, ψοφάω. Συντρίβομαι ψυχολογικά από την εξωτερική πίεση, ξεπερνώντας τα όρια της αντοχής μου, σκάω από το κακό μου. Προέρχεται από το ιταλικό crepare που πα να πει εκρήγνυμαι, σπάω.

Το κρεπάρισμα, με όποια σημασία και να το πάρεις, είναι μια ξεχωριστή λέξη που συνδυάζει πρόβλημα με θέαμα, ως φαίνεται για τις παρακάτω έννοιες:

  1. Ένα πράγμα που ραγίζει, ή μπορεί και να σχιστεί, ή μπορεί και να σκάσει, ή μπορεί και να σπάσει. (Καλά δεν τα λες όλα τούτα, πρόβλημα είναι, σημαίνουν καταστροφή, αλλά παίζει και θέαμα, καθώς προείπα, με τα ζλάνγκαρα μάνγκαρα). Παράδειγμα 1.

  2. Ένας άνθρωπος που στενοχωριέται, ή που θλίβεται, ή που τα χει παίξει, ή που τα χει βάψει μαύρα, ή που είναι έτοιμος να καταρρεύσει ψυχολογικά, ή που έχει καταρρεύσει ήδη ψυχολογικά, ή που όλα αυτά τον κάνουν να καταρρεύσει και σωματικά. (Εμ ούτε τούτα τα λες και πολύ καλά, πρόβλημα είναι η σκατοκατάσταση, ενώ το θέαμα παίζει όταν επέλθει λιποθυμία, ειδικά αν ο άλλος είναι ψηλός. Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτή είναι και η πιο συνήθης σλαγκοσημασία της λέξης, βλ. §1). Παράδειγμα 2.

  3. Ένα ίσιο μαλλί που το ξύνεις (ή ξαίνεις) για να αποκτήσει όγκο. Πρακτική ιδιαιτέρως προσφιλής σε κάτι γιαγιάδες που έχουν μείνει στα 60ς και στους emo. Τα μήδια #1,2 εξηγούν περίπου πως γίνεται αυτό: σηκώνεις την τούφα με το ένα χέρι και με το άλλο την περνάς με μια χτένα κόντρα για να φουντώσει. Ισιώνεις την άκρη κατά βούληση και φτάνεις μέχρι μαλλί κουνουπίδι. Απ' έξω δεν φαίνεται ότι μέσα είναι ψιλοτζίβα, σο ποιος γαμεί. (Κι αυτό είναι λίγο πρόβλημα, σπάει η τρίχα σαν τρελή και τί να μαζέψουν οι μάσκες και τα κοντισιονέρ, από την άλλη το θέαμα είναι καλό γιατί, άλλο ένα αφράτο, αεράτο μαλλί (μήδι #3), άλλο ένα κολλημένο στην κράνα σαν να στό 'γλειψε μοσχάρι). Παράδειγμα 3.

  4. Φτιάξιμο κρέπας. Όχι ότι το 'χω ακούσει δηλαδή ως τώρα με αυτή την έννοια, αλλά μπορεί να αρχίσει να χρησιμοποιείται από τώρα και μπρος, γιατί όχι; Στην τελική, το παράδειγμα 2 υποστηρίζει αυτή την άποψη. (Το πρόβλημα εδώ το 'χει όποιος τις φτιάχνει και κουράζεται και πλένει μετά τα τσουμπλέκια, ενώ ως θέαμα εγώ λέω τώρα τις ικανοποιημένες πασαλειμμένες φάτσες όσων τις τρώνε ή τις έκπληκτες όσων κοιτάνε την ζυγαριά μετά που τις φάγανε). Παράδειγμα 2 λέμετε.

Νομίζω είμεθα κομπλέντερ από ορισμό, άμα μου ξέφυγε τίποτα άλλο πλιζ αφήστε σχόλιο.

Ασίστ: Ο ΑΛΛΟΣ από το ΔΠ.

  1. Εδώ: Ανέβηκα στην τζιτζιριά, στη μιτζιριά, στην τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψω τζίτζιρα, μίτζιρα, τζιτζιμιτζιχότζιρα, κρεπάρισε η τζιτζιριά, η μιτζιριά, η τζιτζιμιτζιχοτζιριά κι ούτε τζίτζιρα, ούτε μίτζιρα, ούτε τζιτζιμιτζιχότζιρα... Χε.

  2. Εδώ: Και τ’ αφεντικό μου στην κρεπερί, που γκρίνιαζε ότι σέρνομαι και ότι δε γλυκομιλώ στους πελάτες, κρεπάρισα και του ‘χωσα ένα πιρούνι στο λαιμό.

  3. Εδώ: Elle prêt-a-porter: Το κρεπάρισμα έχει τη μερίδα του λέοντος, αφού τα μαλλιά χρειάζονται όγκο και πρόσθετη ανεμελιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από σχόλιο στο λήμμα μποτσάρω.

Είναι ναυτικός όρος και σημαίνει ότι το σκάφος ταλαντεύεται δεξιά-αριστερά από τα κύματα (η αντίθετη, δηλαδή, κίνηση από το σκαμπανέβασμα, όπου πλώρη-πρύμη πάνε πάνω-κάτω). Χρησιμοποιείται και για ανθρώπους που ταλαντεύονται, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, παραπατάνε ή εμφανίζουν αστάθεια. (poniroskylo).

Εξ ου και η έκφραση «έχει μπότζι (ή μπότσι) σήμερα η θάλασσα». Το λένε συνήθως για το βουβό (χωρίς αφρό) κύμα που βγάζει η νοτιά. Αυτό το κύμα, κάνει τα σκάφη στα λιμάνια (που τα πιάνει η νοτιά) να κινούνται όπως ακριβώς περιγράφεται ανωτέρω, και μάλιστα με τέτοιο καιρό τα σκάφη δένονται σε απόσταση, αφήνοντας κενή μια δέστρα, για αποφυγή ζημιών. O όρος προέρχεται από το αγγλικό botch = κάνω κάτι αδέξια, τσαπατσούλικα.

Στην μπαρμπαδοναυτοσλάνγκ χρησιμοποιείται για να περιγράψει την παραπανίσια κίνηση γυναικείων γλουτών. Πρώτον γιατί θυμίζει το μπότζι της νοτιάς, και δεύτερον γιατί προκαλεί κύμα σχολίων.

Συσυγγραφέας, χωρίς να ρωτηθεί: poniroskylo

  1. περνάει 45άρα, παχουλή, στολισμένη με περπάτημα μανεκέν
    - Ε καπετάνιο, έβγαλε μπότζι η νοτιά.
    - Άσ' τα, να πάνε. Σκέψου να πέσεις και μέσα.
    - Δε σώνεσαι με τίποτα. Αύτανδρο πάει το σκάφος!!

  2. - Καλή η καινούρια γκαρσόνα;
    - Από μπότζι καλά το πάει, στην πρόσθεση έχει ένα πρόβλημα.
    - Αυτό διορθώνεται....

(από electron, 18/09/09)μπότση (από johnblack, 18/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αν η πασίγνωστη αγγλιά «until hell freezes over» θεωρηθεί συνώνυμο της λέξης «ποτέ», ο λημματογράφος είναι στην εξαιρετικά ευχάριστη θέση να ανακοινώσει, ως άλλος Πήτερ Παν, σε όλους τους κατοίκους του οικισμού Κάτω Σλανγκόρεμα ότι ολόκληρος ο πλανήτης έχει μεταβληθεί στην Χώρα του Ποτέ.

Οι εκ των χρηστών του σάη βλάσφημοι και αμαρτωλοί μπορούν πλέον να αναπνεύσουν ελεύθερα. Ουδεμία τιμωρία τους περιμένει μετά θάνατον. Η χαρμόσυνη είδηση μας ήρθε νετικώς από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το κείμενο που ακολουθεί είναι πραγματική απάντηση που δόθηκε σε τεστ Χημείας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον. Ήταν τόσο βαθύ σε νόημα που ο καθηγητής του μαθήματος θεώρησε χρέος του να το μοιραστεί με την υπόλοιπη Ανθρωπότητα.

Η ερώτηση είχε ως εξής και βαθμολογούνταν έξτρα:

Η Κόλαση είναι εξώθερμη ή εσώθερμη; (στη Χημεία η εξώθερμη εκπέμπει θερμότητα ενώ η εσώθερμη απορροφά).

Οι περισσότεροι φοιτητές έδωσαν απαντήσεις βασισμένες στο Νόμο του Boyle (ένα αέριο ψύχεται όταν μεγαλώνει ο όγκος του και θερμαίνεται όταν συμπιέζεται). Ωστόσο, ένας έγραψε τα εξής :

«Πρώτον πρέπει να γνωρίζουμε αν ο όγκος της Κόλασης αυξάνεται προς τον Χρόνο. Επομένως, χρειάζεται να ξέρουμε τον ρυθμό με τον οποίο οι ψυχές εισρέουν στην Κόλαση και τον ρυθμό με τον οποίο διαφεύγουν.

Νομίζω ότι μπορούμε ασφαλώς να υποθέσουμε ότι όταν μια ψυχή πάει στην Κόλαση, δεν πρόκειται να διαφύγει. Επομένως, δεν διαφεύγουν ψυχές. Τώρα, για το πόσες ψυχές μπαίνουν, ας δούμε πόσες θρησκείες υπάρχουν σήμερα στον κόσμο. Οι περισσότερες από αυτές δηλώνουν ότι αν δεν είσαι οπαδός τους θα πας στην Κόλαση. Εφόσον υπάρχουν περισσότερες από μία τέτοιες θρησκείες και εφόσον οι άνθρωποι δεν ανήκουν σε περισσότερες από μία θρησκείες, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όλες οι ψυχές πάνε στην Κόλαση. Και όπως έχουν οι ρυθμοί γεννήσεων και θανάτων, θα πρέπει να αναμένουμε ότι ο αριθμός των ψυχών στην Κόλαση θα αυξηθεί εκθετικά.

Τώρα, ο λόγος για τον οποίο εξετάζουμε τον ρυθμό αλλαγής του όγκου της Κόλασης είναι γιατί ο Νόμος του Boyle ορίζει ότι για να παραμείνει σταθερή η θερμοκρασία και η πίεση στην Κόλαση, ο όγκος της πρέπει να αυξάνεται αναλόγως με τις ψυχές που προστίθενται.
Αυτό μας δίνει 2 περιπτώσεις:

  • Αν η Κόλαση διαστέλλεται με πιο αργό ρυθμό από αυτόν με τον οποίο εισέρχονται ψυχές, τότε η θερμοκρασία και η πίεση θα αυξάνονται μέχρι να εκραγεί η Κόλαση και να ξεχυθούν οι ψυχές.
  • Αν διαστέλλεται με ρυθμό πιο γρήγορο από αυτόν της εισροής των ψυχών, τότε η θερμοκρασία και η πίεση θα πέφτουν μέχρι να παγώσουν τα καζάνια της.

Ποια από τις δύο περιπτώσεις ισχύει;

Αν αποδεχτούμε το αξίωμα το οποίο μου είπε η Τερέζα όταν ήμουν πρωτοετής «Θα πρέπει να παγώσει η Κόλαση πριν κοιμηθούμε μαζί», και συνθεωρήσουμε και το γεγονός ότι χτες το βράδυ κοιμήθηκα μαζί της, τότε ισχύει η δεύτερη υπόθεση και επομένως είμαι σίγουρος ότι η Κόλαση είναι εξώθερμη και ότι ήδη έχει παγώσει. Άρα δεν δέχεται άλλες ψυχές και επομένως έχει εκλείψει ... αφήνοντας μόνο τον Παράδεισο.

Αυτό με τη σειρά του αποδεικνύει την ύπαρξη ενός Θεϊκού Όντος, πράγμα που εξηγεί γιατί χτες το βράδυ η Τερέζα φώναζε συνεχώς :
«Θεέ μου, Θεέ μου».

Αυτός ο φοιτητής πήρε το μοναδικό «Α».

Πάσα: malakia (Για νόσον τίποτα; Γιατί θείο;)

What the hell, θέλετε και παράδειγμα ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάποιος νοιώθει έντονη περιέργεια να γευθεί μια αποκλίνουσα για αυτόν σεξουαλική εμπειρία ή παραφιλία.

Ως νεολογισμός, αποδίδει τις αγγλικές εκφράσεις bi-curious, gay-curious, κ.α.

  1. - Τόσο οι straight όσο και οι gay μπορούν περαιτέρω να προσδιοριστούν ως «curious» και «non-curious» («περίεργοι» και «μη-περίεργοι», αντίστοιχα).
    (εδώ)

  2. (πριν από μερικά χρόνια)
    - Βαγγέλη μου, δεν σου κρύβω ότι είμαι περίεργος. Θέλω να δοκιμάσω τις λανθάνουσες ορμές μου.
    - Πρόσεχε Πέρι, γαμάω περίεργους!
    - Τι ωραία που τα λές!

  3. - (Το ποδοφραπέ είναι) value-for-money υπηρεσία φραπέ-με-το-πόδι που προσφέρουν τα κορίτσια ορισμένων στριπτιζάδικων σε ποδοφετιχιστές ή ποδοπερίεργους.
    (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος μπουκέτου που ραπίζει κατευθείαν τον στόχο του. Εκτός ρινγκ, παίζει στο ποδόσφαιρο, αλλά και στην πολιτική (βλ. μήδια με αριστερό και ακροδεξιό ντιρέκτ).

Εκ του αγγλικάνικου direct jab.

- Μιλάμε τέτοιο χτύπημα θα ζήλευε και ο Ρόκι Μπαλμπόα. Δεξί ντιρέκτ κατευθείαν στο σαγόνι του αντιπάλου.
(εδώ)

- Ενας υπουργός με καλό... ντιρέκτ
(εκεί)

- Ο ρόλος του Θ. Πάγκαλου στην κυβέρνηση είναι να... βγάζει τα κάστανα απ' τη φωτιά, το κάνει όμως με το δικό του τρόπο, ρίχνοντας ενίοτε και μερικά ντιρέκτ. Χτες έριξε ένα ντιρέκτ στο οικονομικό επιτελείο, λέγοντας (Mega) ότι «έπρεπε να μελετήσουν λίγο περισσότερο την πραγματικότητα» σε ό,τι αφορά το πάγωμα μισθών. (παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία