Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Όταν, στο παρκάρισμα ή στο ξεπαρκάρισμα, στουκάρουμε τον μπροστινό ή τον από πίσω μας τόσο δυνατά ώστε το ακούνε όλοι. Το λέμε για όσους, την ώρα που (ξε)παρκάρουν, κοιτάν αλλά δεν βλέπουν (είναι κοντοί ή γέροι ή άσχετοι ή ξανθιές) και περιμένουν να ακούσουν το μπαμ για να σιγουρευτούν ότι δεν πάει άλλο η μανούβρα.

ΚΡΑΑΑΑΤΣ!!!
- Ω τον παππού! τον τσάκισε τον πίσω του!
- Α, καλά, αυτός παρκάρει δια της ακουστικής μεθόδου.
- Άμα ακούει κιόλας το χούφταλο, πάλι καλά...

(από nick, 05/04/09)Γούντι Άλεν, «Μπανάνες» (1971) (από vikar, 27/07/11)

βλ. και παρκάρω με το αυτί

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει το κακό αποτέλεσμα που έχουν βιαστικές ενέργειες. Επίσης χρησιμοποιείται (και μάλλον από εκεί προέρχεται κιόλας) σε περίπτωση αυτοκινήτου που παίρνει μία στροφή με μεγάλη ταχύτητα και το αποτέλεσμα είναι να σκάσουν τα λάστιχα (λόγω «άτσαλης» εξόδου) και να μείνει με τις ζάντες.

- Τι έγινε τελικά, ξέμπλεξες με την χθεσινή υπόθεση που έλεγες ότι θα είχες ολοκληρώσει μέχρι σήμερα;
- Άσ' τα μαλάκα. Μπήκα με τις πάντες και βγήκα με τις ζάντες!!! Σιγά μην τελείωσα. Θα μου πάρει καμιά βδομάδα ακόμα όπως το κόβω... Δεν είχα λάβει υπ' όψη μου όλα τα δεδομένα και την κάτσαμε τη βάρκα...

Δες επίσης και μπαίνει με τις μπάντες, φεύγω με τις μπάντες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτός που το έχει σκάσει από κάπου, αυτός που δεν βρίσκεται εκεί που οφείλει. Βλ. και κατσάκι, κοπάνα, την κοπανάω, το σκάω.

    α. Από εδώ:
    Είμασταν μονάδα από τις πιο καραχύμα της επικράτειας, οι μισοί ήταν σκαστοί, και με το που μυρίστηκαν όλοι ότι κάτι παίζεται, σε λίγα λεπτά ήταν όλοι πίσω χωρίς να τους έχει φωνάξει κανένας

    β. Από εδώ:
    Hταν πολύ φιλικός σαν να με ήξερε χρόνια. Εκτίμησα το γεγονός ότι ήρθε σκαστός από την δουλειά του.[/I]

  2. Αυτός που κάνει ήχο έκρηξης, κυρίως μεταφορικά. Η ενέργεια που ολοκληρώνεται με ένταση, με πάταγο. Βλ. και σκάω, σκασίδι. Πρβλ. σκασάκια, μπραφ.

    α. Από εδώ:
    H κυβέρνηση θέλει να πνίξει το σκαστό σκάνδαλο της Zίμενς

    β. Από εδώ:
    Σκαστό ψεύδος!

    γ. Από εδώ:
    Παρακαλώ, δώστε ένα σκαστό φιλί στο γιο σας όταν έρθει, και τα συγχαρητήριά μου φυσικά!

    Ως εδώ λεξικογραφημένα, π.χ. εδώ.

  3. Το κομμάτι της ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης που κάποιος πραγματικά εκτίει στη φυλακή. Έλκει την νοηματική του προέλευση πιθανόν από το 2 παραπάνω, ως δηλαδή «καταβαλλόμενα» χρόνια που δεν σηκώνουν βερεσέ.

    α. Από εδώ:
    Δεν ελπίζω πια σε καμία αποφυλάκιση. Με το σύστημα των συγχωνεύσεων, παρανομούν εις βάρος μου. Δηλαδή εγώ για να αποφυλακιστώ θα πρέπει να εκτίσω 30 χρόνια “σκαστά” και ό,τι μου έχει καταλογιστεί με την ποινή του κ. Περικλή Παναγόπουλου.

    β. Από εδώ:
    Ο Παπακ. πρέπει να φυλακισθεί για καμιά δεκαριά χρόνια, -σκαστά, εννοώ-, μόνο και μόνο για το θράσος του να λέει κατάμουτρα στον ελληνικό Λαό ότι “έχασε” το CD.

    γ. Από εδώ:
    Εξίμισι χρόνια σκαστά στην Κέρκυρα, δεσποινίς μου. Εξίμισι χρόνια και τις πλήρωσα όλες τις μέρες, μία προς μία. Εχεις πάει ποτέ στην Κέρκυρα;[/I]

  4. Η μπαλιά, το σουτ, το γκολ ή το καλάθι κλπ που περιλαμβάνει γκέλα της μπάλας στο έδαφος.

    Από εδώ:
    ο Καραγκούνης εκτέλεσε φάουλ, ο Πατς έδιωξε, ο Μήτρογλου έκανε ένα σκαστό σουτ και ο «Τόρο» μπήκε στην πορεία της μπάλας και [...]

  5. Το μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο (ιδίως μηχανάκι) όταν το βάζουμε μπρος με σμπρώξιμο και εισαγωγή ταχύτητας στο κιβώτιο (λόγω αποφόρτισης της μπαταρίας κλπ).

    α. Από εδώ:
    Τώρα που το συζητάμε έχω μια απορία, στη γριά αρκετές φορές το έβαλα «σκαστό» με ψεκαστά όμως τι παίζει; Υπάρχει πρόβλημα να το «σκάσεις» αν δεις ότι δεν έχεις άλλη επιλογή;

    β. Από εδώ:
    δεν περνει μπρος... ουτε «σκαστό»!!! Καλημέρα! χθες έμεινα απο...(δε ξερω τι) στο παρκιν στα carrefour ευκαρπίας. πηγα μια χαρά και εκεί που θέλησα να φήγω... τίποτα...!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάτι το εξαιρετικής ποιότητας, όπως θεωρούνται ότι είναι πάντα τα αυτοκίνητα της ομώνυμης Γερμανικής μάρκας.

Έλα να πάρεις! Οι φράουλες είναι μερσεντές! (από τη λαϊκή αγορά στη Φυλής)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αποκτώ διαρκές αγαθό με χαμηλή αξία μεταπώλησης.

- Έμαθες ο Αποστόλης, παντρεύτηκε ένα Saab!
- Έ τον παπάρα, όταν έρθει ή ώρα θα πρέπει να το σκοτώσει για να το διώξει!

(από Vrastaman, 21/09/10)(από electron, 21/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάποιος οδηγεί κάποιο όχημα πολύ γρήγορα, δηλαδή το πάει μαλλιοκούβαρα.

- Πως πάει έτσι αυτός με το αμάξι;
- Τσουρούλια το πάει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπερβολικά υψηλή ταχύτητα.
Συνήθης όρος για τους απανταχού λάτρεις τις αυτοκίνησης και ειδικά των κοντράκηδων.

- Μαλακααααά... τον είδες πως πέρασε; Τάπα το πήγαινε το εργαλείο!

Βλ. και πηγαίνω τάπες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται κυρίως στους κάγκουρες οδηγούς που σε προσπερνούν από τα δεξιά χωρίς φλας με 187 km/h στο κέντρο της πόλης. Και ας μην είναι κάγκουρες όμως είναι σίγουρα βλαμμένοι που θέλουν να δείξουν την καινούρια μπέμπα, βρίζουν κάθε γυναίκα οδηγό και κάνουν επικίνδυνα πράγματα. Δε φοβούνται μη φάνε τα μούτρα τους όμως γιατί έχουν μάθει να οδηγούν από τα πέντε τους, όταν ο θείος τους ανέβαζε στο τρακτέρ. Και μην αρνηθεί κανένας ότι δεν έχει δει ποτέ έστω ένα τέτοιο τύπο. Τέλος πάντων, η ατάκα αυτή λέγεται σε αυτούς τους γαμήκουλες της ασφάλτου σε στιγμές τεράστιου επιδειξιακού-καγκουρικού οργασμού για να καταλάβουν ότι δεν οδηγούν μονοί τους σε αυτή τη γη.

Ελπίζω να κάνατε το συνειρμό με τα άλογα του αυτοκίνητου, που είναι παρά πολλά και τέτοια. Όποιος δεν κατάλαβε είναι στόκος.

- Που πας ρε μαλάκα έτσι; Πρόσεχε μη σου φύγει κανένα άλογο!
- Άντε μωρή πατσαβούρα να πλύνεις κάνα πιάτο που θες να μου οδηγάς κιόλας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που αγαπούν οι κάγκουρες, αυτοκινητάκηδες και μηχανόβιοι. Οι αιωνίως καυλοτίμονοι και καυλόγκαζοι, οι αμετανόητοι εραστές της γρήγορης και επικίνδυνης οδήγησης, της οδήγησης που φτάνει τόσο το εργαλείο όσο και τον πιλότο στα όριά τους...

Πάω κωλοπαντιέρα λοιπόν, σημαίνει πως αναπτύσσω υπερβολική ταχύτητα, πάω του σκοτωμού, πάω μαλλιά / μαλλιοκούβαρα / κουβάρια / πουτάνα / σπασμένος / με σπασμένο γκάζι / σανίδα / σανιδωμένος / φουλαριστός / κομμάτια / τέζα / του θανάτου. Κωλοπαντιέρα είναι η κωλοπηλάλα σε μηχανοκίνητα συμφραζόμενα.

Όπως έγινε αντιληπτό, η κωλοπαντιέρα δεν ταυτίζεται μόνο με τις υψηλές ταχύτητες και τα τελικιάσματα, που μπορούν υπό προϋποθέσεις να επιτευχθούν και υπό ασφαλείς συνθήκες. Η κωλοπαντιέρα είναι γενικότερα η επικίνδυνη, ινδιάνικη, πολεμική και στα όρια οδήγηση, όπου συμπεριφέρεσαι σαν να μην υπάρχει αύριο. Επιβάλλεται να είσαι μάχιμο τιμόνι για να πηγαίνεις κωλοπαντιέρα, αλλιώς παίζει να κλαίει μετά η μάνα σου πάνω από κάνα μνήμα...

Προέλευση όρου. Η λέξη είναι σύνθετη, εκ:

α) του προθέματος κωλο-, που εν προκειμένω λειτουργεί καθαρά επιτατικά, βλ. π.χ. κωλοφτιαγμένο = το υπερ-φτιαγμένο ή κωλολέει = τα σπάει, είναι καύλα. Το κωλο- προσθέτει μια νότα ελαφρότητας, ευτραπελίας και παραλογισμού. Δεν δηλώνεται καταγωγή, όπως π.χ. στο κωλόπαιδο = το παιδί που συνελήφθη απ' τον κώλο ή που γεννήθηκε απ' τον κώλο.

β) του ουσιαστικού παντιέρα, που προέρχεται από το ιταλικό bandiera και αρχικά σήμαινε το στράτευμα. Αργότερα η σημασία μετακύλισε από το στράτευμα στην σημαία του στρατεύματος, για να καταλήξει στην σημαία γενικώς (μπαϊράκι, φλάμπουρο). Το ύψωμα της σημαίας ήταν και είναι πράξη συμβολική. Σηκώνω παντιέρα σημαίνει εξεγείρομαι, επαναστατώ. Ο όρος διαθέτει, σε κάθε σχεδόν χρήση του, συνδηλώσεις αγωνιστικές / πολεμικές / μαχιμότητας. Συνεκδοχικά, παντιέρα είναι η κάθε είδους εκστρατεία / κινητοποίηση / στράτευση, ακόμη και η απεργία. Ήταν απλά θέμα χρόνου να μεταφυτευθεί σε καγκουριάρικα, καυλόγκαζα περιβάλλοντα...

Δέον, τέλος, όπως μη συγχέεται η κωλοπαντιέρα με τα κωλοπάντιλα και λοιπά παντιλίκια / παντιλικώματα. Μια καλή κωλοπαντιέρα ασφαλώς και συμπεριλαμβάνει τέτοια κόλπα, είναι όμως, όπως είπαμε, ευρύτερη έννοια. Η σύγχυση προκαλείται από το ομόηχον παντιέρας και (μ)πάντας.

  1. (στο τηλέφωνο)
    — Έλα βρε μαλάκα, τόση ώρα σε παίρνω, που στο διάλο είσαι;
    — Χέσε με τώρα! Είμαι Αττική Οδό και πηγαίνω κωλοπαντιέρα, τα λεμέ αργότερα!

  2. (διάλογος μηχανόβιων, ένας με στρογγυλοφάναρο, ο άλλος με KTM Δούκα)
    — Ρε φίλε, ψήνεσαι να τραβηχτούμε με τα μηχανάκια καμιά παραλία την Κυριακή; Αφού εσύ πας ούτως ή άλλως...
    — Κοίτα, για να μη σου λέω τώρα αρκούδες και δικαιολογίες του κώλου... Θα τραβηχτώ, αλλά θα 'χω και το Βικάκι μαζί, που γουστάρει να πηγαίνω κωλοπαντιέρα. Καυλώνει άσχημα το μωρό μου έτσι...

  3. — Θυμάσαι το Φάνη με το ερπετό το Punto; Που ανεβοκατέβαινε κωλοπαντιέρα τη Βουλιαγμένης τα παρασκευοσάββατα; — Ναι, τι;
    — Να, απλά αν περνάς από κει, στο ύψος της Ηλιούπολης θα δεις ένα απ' αυτά τα μικρά εκκλησάκια με το καντηλάκι, φρέσκο-φρέσκο. Δικό του είναι...

Βάλαμε φωτιά στα φρένα (από Khan, 20/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η Νέμεσις των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Ο απόλυτος όλεθρος. Συμβαίνει όταν εισέλθει νερό σε υγρή μορφή στους κυλίνδρους δίχως να το αντιληφθούμε.

Με το μιζάρισμα και επειδή το νερό είναι ασυμπίεστο αν είμαστε τυχεροί θα καταλήξουμε μόνο με κομμένες μπιέλες (διωστήρες).

Μπορεί να ακουστεί στον στρατό και ως απειλή στους νέους.

-Θα πάθετε υδροστατική εμπλοκή νεόπες.
-..............

(από northwind, 12/08/09)Το κάτω είναι η μπιέλα... (από panman_gr, 13/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία