Επιπλέον ετικέτες

Κραυγή. Δεν κυριολεκτεί. Δεν έχει σταθερή σημασία. Ανάλογα με την κατάσταση και τα συμφραζόμενα μπορεί να δηλώνει επιθετικότητα ή αγανάκτηση ή στέρηση ή κορεσμό ψυχής ή νοσταλγία. Ή, ό,τι άλλο θέλεις να βγάλεις από μέσα σου - ειδικά αν είσαι φαντάρος ή μετανάστης ή, γενικώς, κοντεύεις να πλαντάξεις.

Η αρχική χρήση της φράσης ήταν στο στρατό. Με την μορφή Αχ Μαρία, τα μπούτια σου την ξεκινούσε ο βαθμοφόρος, δίκην παραγγέλματος, και ακολουθούσαν οι φαντάροι για να κρατούν ρυθμό στο βήμα: ταν τατάτα τατά τα ταν ...

Την φράση, με αυτή τη μορφή, κατέγραψε ο Νικόλας Άσιμος στο τραγούδι «Καλέ Στρατιώτη», στο στέκι που είχε μετά τη Μεταπολίτευση του '74 στον Λευκό Πύργο στη Σαλονίκη (βλ. Παρ.1 και μήδι 1).

Πιο γνωστή είναι η φράση στην μορφή τα μπούτια σου Μαρία, όπως την είπε ο Τζίμης Πανούσης στο τραγούδι «Κάγκελα Παντού» στα μέσα της δεκαετίας του '80 (βλ. Παρ.2 και μήδι 2).

Γιατί Μαρία; Και γιατί τα μπούτια της;

Μαρία, εικάζω, γιατί είναι μάλλον το πιο συνηθισμένο γυναικείο όνομα στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να είναι εξ ίσου εύκολα - και είναι - το κορίτσι της διπλανής πόρτας με το οποίο ο Έλληνας αρσενικός ονειρεύεται ν' ανοίξει σπίτι αλλά και η καραπουτανάρα που γουστάρει να την ξεσκίσει μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Ιδανικά, βέβαια, η γυναίκα που κάνει και τα δύο - κάτι που ούτε η Αφροξυλάνθη (με την παραδοσιακή έννοια), ούτε η Λίλιαν μπορούν να συνδυάσουν. Το δε οικείο του ονόματος Μαρία κάνει και το όλο πράγμα πιο προσιτό.

Σε ό,τι αφορά τα μπούτια, σημειώνω απλώς ότι στα Ελληνικά η λέξη αυτή έχει πολύ εντονότερη σεξουαλική φόρτιση απ' ό,τι έχουν εξίσου κοινές λέξεις για τους μηρούς σε άλλες γλώσσες - π.χ. thighs στα αγγλικά, cuisses στα γαλλικά - βλ. και μπουτάρες, άνοιξε τα μπούτια της, ανοιχτομπούτω, πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα, στα μπούτια τα γιαούρτια.

  1. Τι λεν ουρέ στους φαντάρους για να ισθάνουντι αφεντικά κάπ' αλλού;
    Το ρυθμό, το ρυθμό, τον θυμάστι το ρυθμό ... Αχ Μαρία, τα μπούτια σου ... Αχ Μαρία, τα μπούτια σου ... Αχ Μαρία, τα μπούτια σου ... (Νικόλας Άσιμος, Καλέ Στρατιώτη)

  2. Τα μπούτια σου Μαρία / σκοπιά Κ.Ψ.Μ. αγγαρεία
    Δεκαπέντε χιλιάδες και μία / στραβάδια απολύομαι
    τριαντά τρία χρονάκια θητεία / στραβάδια απολύομαι
    (Τζίμης Πανούσης, Κάγκελα Παντού)

Περίπου στο 1\'30" (από poniroskylo, 21/06/09)Επίσης στο 1\'30" (από poniroskylo, 21/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φορτώνω κάποιον με αγγαρεία, ήτοι εργασία άνευ πληρωμής. Στο Στρατό και όχι μόνο.

Συνώνυμα: χώνω, μπριζώνω / βάζω στη μπρίζα, καβατζώνω, ρίχνω μπαλάκι, χαντακώνω, μπιφτεκώνω, πήζω κάποιον, τρέχω κάποιον. Τα δύο τελευταία με την ενεργητική σημασία.

Εξ ου και «βυσμάτωμα» = χώσιμο, καβάτζωμα, τρέξιμο (π.χ. τον έχω στο τρέξιμο), πήξιμο (π.χ. τον έχω στο πήξιμο), μπιφτέκωμα, μπρίζωμα (κατά την 3η σημασία του Μέσιου ορισμού).

Το ρήμα απαντάται συνήθως ως παθητικό, με τον ίδιο τον βυσματωμένο να εκφράζει την ξενέρα και την αγανάκτησή του, πνέοντας μένεα κατά του βυσματοδότη.

[I]- Τον παλιόπουστα, με βυσμάτωσε να μεταφέρω αυτά τα κωλοβιβλία από το γραφείο του στην αποθήκη, γαμώ το Χριστό του!
- Έμ, κολλητηλίκια με τον καθηγητή μου 'θελες μωρή λουμπίνα...[/I]

Είναι εν προκειμένω ενδιαφέρουσα η αμφισημία του όρου βύσμα. Το να έχεις βύσμα (άκρη, δόντι, γωνία) είναι ευλογία, πολλώ μάλλον στις αντίξοες συνθήκες του Στρατού. Το να σε βυσματώνουν είναι, αντιθέτως, κατάρα. Το ίδιο παρατηρείται και με ορισμένα συνώνυμα, όπως το καβάτζωμα: καβατζωμένος νοείται συνήθως ο βολεμένος, είναι όμως και ο χωμένος, αυτός δλδ του οποίου ο πολύτιμος ελεύθερος χρόνος καβατζώθηκε, σφετερίστηκε από κάποιον άλλο.

Trivia - διαβάζετε με ευθύνη σας. Iστορικά, η αγγαρεία ως εργασία άνευ ανταλλάγματος, είναι μια εκ των υποχρεώσεων των δουλοπαροίκων (serfs), σε φεουδαλικά - δουλοπαροικιακά καθεστώτα. Oι serfs, όντας δεμένοι με τη γη που τους παραχωρήθηκε από τον άρχοντα - χωροδεσπότη, έχουν την επιπρόσθετη υποχρέωση να προσφέρουν άνευ αμοιβής εργασία, στο ιδιόκτητο κτήμα του αφέντη (reserve), για ορισμένες μέρες το χρόνο (συνήθως 21).

  1. - ...το γνωστό «βυσμάτωμα» των γιατρών-επιμελητών των Κ.Υ και Π.Ι., των αγροτικών γιατρών και των ειδικευόμενων. [...] Καλούνται να εφημερεύουν 15-18 ημέρες το μήνα και να εκπαιδεύονται στου «κασίδη το κεφάλι» χωρίς την παρουσία τις περισσότερες φορές των εκπαιδευτών τους - επιμελητών.
    (από εδώ)

  2. Αυτο βεβαια, σημαινει πως πλεον υπαρχουν δυο ειδων praetoriani, με εντελως διαφορετικους ρολους και βυσματωμα. Απο τη μια, ειναι οι αστυνομικοι που φυλανε τους πατρικιους, τους οποιους καποιοι ρατσισται και σεξισται τους ονομαζουν κοροιδευτικα φιλιπινεζες. Απο την αλλη, ειναι οι αστυνομικοι που ξυλοφορτωνουν τους αναιδεις πληβειους, τους οποιους καποια κωλοπαιδα τους ονομαζουν μπατσους-γουρουνια-δολοφονους, παρατσουκλι τελειως αδικο αφου τα γουρουνια ειναι γλυκουλικα ζωακια, και οποιος δεν με πιστευει να δει την ταινια Babe.
    (Από εδώ)

  3. Υγειονομικό, παρουσιάστηκα Μεσολόγγι, Τεχνικός Αποθηκάριος. :o
    Πραγματικές ειδικότητες:
    Ελαιοχρωματιστής πυροσβεστικών φωλεών (τις επισκεύασα - έβαψα όλες, σε δύο στρατόπεδα)
    Τηλεφωνητής (βυσμάτωμα από τους παλιούς επί ένα μήνα) (από εδώ)

wanted: καταζητούμενος ή επιθυμητός; (από BuBis, 28/09/09)μη με βυσματώνεις ρε γαμώτο... (από BuBis, 28/09/09)χωριανοί! αδικήθηκε ο μπλακτζόνης! (από BuBis, 28/09/09)Είναι ατομο ο έλεκτρον; Η μήπως έιναι συγγραφική ομάδα, όπως αναφέρει στο τρίτο του σχόλιο;  (από GATZMAN, 28/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δύο μη δόκιμες σημασίες, ακόμη:

  1. Κάτι που βρίσκεται σε τρομερή αναστάτωση, που είναι χάλια, ατακτοποίητο, σε οικτρή κατάσταση, που είναι μουνί καπέλο.

  2. Το δίκοχο των φαντάρων, λόγω των πτυχώσεών του και του σχήματός του σε κάτοψη, που παραπέμπουν αλλού. Κυριολεκτικά μουνί καπέλο!

Ασίστ: Χότζας. (Ένα ψίχουλο από την ευωχία της σλανγκικής του τραπέζης).

  1. Υπάρχει ένα ανέκδοτο σαχλίζον, που δεν έχω όρεξη να διηγηθώ με τρόπο, κατά το οποίο ένας μεθυσμένος ταξιτζής κοιτάζει στον καθρέφτη μια επιβάτιδα, η οποία ανοίγει τα πόδια της σε στυλ Σάρον Στόουν, και νομίζοντας πως είδε τον εαυτό του μονολογεί:
    Ρε πστ! Πάλι μουνί έγινα!

  2. Ρε ψάρουκλα, πώς το έχεις κάνει έτσι μουνί το μουνί σου;

Μουνί καπέλο στο ναυτικό. (από Khan, 08/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνική που χρησιμοποιούμε για να καθαρίσουμε (να σφουγγαρίσουμε κ.λπ.) έναν χώρο, ρίχνοντας με ορμή πολύ νερό και ελπίζοντας ότι έτσι θα παρασυρθούν όλα και ο τόπος θα λάμψει με την μικρότερη δυνατή προσπάθεια.

Προϋποθέσεις βέβαια είναι τα νερά να καταλήγουν κάπου για να στραγγίζουν και να μην τρομπάρουμε τόσο πολύ, ώστε να εφαρμόσουμε το σύστημα πάνω σε ευαίσθητα πατώματα, ανάμεσα στα έπιπλα κ.λπ.

Εκτός και αν, βέβαια, βρισκόμαστε στις τάξεις του ένδοξου Ε.Σ., από όπου και μάλλον ξεκίνησε η έκφραση, και το πήξιμο πάει σύννεφο, οπότε ζμπούτσαμας κι αν φουσκώσουν καρεκλοπόδαρα και λοιπά δημόσια είδη.

Μεταφορικά, η έκφραση χρησιμοποιείται για τον τρόπο διαχείρισης μιας κατάστασης που δηλώνει μαζικές και αποφασιστικές κινήσεις, φουλ επίθεση σε όλα τα μέτωπα, αντί για ήπια προσαρμογή (σ.ς.: μπρρρ...) και διπλωματία.

  1. - Καλά ρε σειρά, ο υπόδικας είναι μαλάκας ή γιωτάς ; Δεν καταλαβαίνει ότι δεν την παλεύουμε κάστανο έτσι πίπα κώλο εμπλοκή που μας πάει; Τι του καύλωσε τώρα να καθαρίσουμε τις αποθήκες;
    - Θα έρθει ο τάξμαν και φιλάει παντόφλα ο μαλάκας. Μην τρελαίνεσαι φίλε, θα εφαρμόσουμε το σύστημα-πλημμύρα και τέλος, σιγά μην ασχοληθούμε παραπάνω.

  2. Ανέλαβε η γυναίκα καθήκοντα και βρήκε ένα υπουργείο μπουρδέλο. Οι υπάλληλοι είχανε καλομάθει και την γράφανε κανονικά, οι προμηθευτές είχανε γίνει κώλος και βρακί με τους ελεγκτές, το ταμείο είχε να καταμετρηθεί από του Αγίου Πούτσου ανήμερα... Τα πήρε στο κρανίο και τους εφάρμοσε το σύστημα-πλημμύρα. Τι χέρι τους έβαλε, τι πειθαρχικά, τι μεταθέσεις, τι δελτία τύπου... Μέχρι και εισαγγελέα έφερε για να καθαρίσει το τοπίο. Γκόμενα με αρχίδια, εντελώς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Μάχιμος είναι:

1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.

1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.

1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.

1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.

1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.

  1. Γενικά ο ενεργητικός άνθρωπος, ο ακαταπόνητος, αυτός που δεν το βάζει κάτω στις δυσκολίες, αυτός που δε μασάει με τίποτα, αυτός που στίβει τη ζωή και πίνει τους χυμούς της. Ο αεικίνητος (σα να έχει καρφιά στον κώλο του), ο ανήσυχος, ο νεωτεριστής, ο καινοπρεπής.

Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:

2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ

  1. Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.

  2. Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.

  3. Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.

Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.

1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...

1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...

1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.

  1. - Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.

  2. (στο φανάρι)
    - Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα! - Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...

  3. - Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια έκφραση βγαλμένη από τη στρατιωτική ζωή.
Συνηθίζεται από παλιούς φαντάρους που μετρούν λίγες μέρες για να απολυθούν.
Εφαρμογή: Ο παλιός, κυκλοφορώντας στο στρατόπεδο, χύμα σε κατάσταση διάλυσης και αποσύνθεσης, και βλέποντας νέους γυαλισμένους, κομβιωμένους, ξυρισμένους, πετάει τη συγκεκριμένη ατάκα.
Συνέπειες: O παλιός καβλώνει στο άκουσμά της, ενώ παράλληλα η εκφορά της αφήνει έκθαμβους τους νέους, που λες και αντικρίζουν ποιος ξέρει τι; Η ατάκα αυτή ψαρώνει και λυπεί τους νέους αφού εκείνοι έχουν κάτι καντάρια μέρες για να απολυθούν.
Έτσι ο παλιός συνειδητοποιεί καλύτερα ότι σε λίγο τερματίζει τη στρατιωτική ζωή.
Διαχρονικότητα: Η ατάκα είχε μεγαλύτερο νόημα παλιότερα, όταν η στρατιωτική θητεία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αλλά επειδή όλα στο μυαλό παίζονται ακόμα και τώρα, η διάρκεια της θητείας, σε αρκετούς φαντάζει αιώνας. Οπότε η ατάκα έχει διαχρονική αξία.

O πάλιουρας που μετρά δέκα μέρες για να απολυθεί, περπατά αργά αργά στο στρατόπεδο σε κατάσταση διάλυσης. Δεν φοράει τζόκεϊ, έχει ξεκούμπωτο χιτώνιο, το οποίο είναι πενταβρώμικο, φοράει σαγιονάρες και έχει μια έντονη δόση βαρεμάρας σε όλες τις αντιδράσεις του. Στο διάβα του συναντά ένα κοπάδι νέους που η αμφίεση τους είναι απολύτως σύμφωνη με τις προδιαγραφές. Ο παλιός βλέπει τον πιο ψαρωμένο και του πετάει, έχοντας ειρωνεία στο βλέμμα: «Περπατώ και διαλύομαι. Λες να απολύομαι;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετάφραση της αμερικλανιάς long walk ή perp walk, η απόσταση δηλαδή που είναι αναγκασμένος να διανύσει ένας κατηγορούμενος ή κρατούμενος φορώντας (ή όχι) χειροπέδες, συνοδεία των αστυνομικών οργάνων προκειμένου να παρουσιαστεί στον ανακριτή ή να διαβεί το κατώφλι του σωφρονιστικού καταστήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας είναι εκτεθειμένος σε κάμερες, φωτορεπόρτερ, και λοιπούς παριστάμενους που μάλιστα τον λούζουν και με διάφορα κοσμητικά. Αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για απόσταση ολίγων μέτρων, εντούτοις (του) φαίνεται ότι διαρκεί μια αιωνιότητα.

- Το περιπολικό μόλις πέρασε το κατώφλι των φυλακών και ο Άκης είναι έτοιμος για τη μακριά του βόλτα.

Η μακριά βόλτα του Άκη. Το παραληρηματικό μπινελίκωμα από παριστάμενο με αυθεντική λαϊκή φωνή, ξεκινά στο  0:33 (από allivegp, 17/04/12)To μακρύ ζεϊμπέκικο του DSK (από Vrastaman, 18/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φανταρικό παράπονο ή απειλή από ανώτερο που δεν χορηγεί άδεια στον φαντάρο.

Assist: Jonas.

Έννοια σου, κι αν συνεχίσεις, θα βλέπεις την Αθήνα με το μακαρόνι!

Καβουροσλανγκόσαυρος χαμαιλέων (από Dirty Talking, 16/05/09)Δυστυχώς, δεν ήμουν πάντα γυναίκα!... (από Dirty Talking, 17/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία