Επιπλέον ετικέτες

Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχει ο ορισμός, αλλά η άποψη μου είναι διαφορετική και εξηγούμαι:

Αβανταδόρος είναι ο βαλτός επί τούτου να αβαντάρει μια κατάσταση να την προωθεί προς την κατεύθυνση που έχει πληρωθεί να σπρώξει.

Ο παπατζής έχει αβανταδόρο για να παίζει τον παπά και να κερδίζει χρήματα από τον παπατζή με απώτερο σκοπό ο αιμοδότης να τσιμπήσει να ποντάρει και να ανεβάσει τον τζίρο του παπατζή.

Επίσης, σε δημοπρασίες παίζει πολύ ο αβανταδόρος, με σκοπό να αυξήσει την τιμή του προς δημοπράτηση αντικειμένου.

- Δεν ξαναπάω δημοπρασία Γιώργο φίλε μου!

- Γιατί ρε Πάνο;

- Ε τι γιατί είχαν 4 αβανταδόρους και ανέβασαν την τιμή κοντά στο καινούργιο, σκέτη απάτη φίλε Τζορτζ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως και ο απένταρος, είναι ο φτωχός, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά. Ενίοτε το χρησιμοποιούμε για να δείξουμε οτι δεν έχουμε καθόλου λεφτά πάνω μας όταν τα χρειαζόμαστε.

- Ρε φίλε, μόλις ανακάλυψα ότι δεν πήρα μαζί το πορτοφόλι μου, θα πληρώσεις και το δικό μου ποτό να στα δώσω μετά γιατί τώρα είμαι αδέκαρος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το επίθετο άκαπνος έχει δυο δόκιμες σημασίες στα νεοελληνικά που έχουν καταγραφεί και στο Λεξικό Τριανταφυλλίδη:

[i]α) (ειρ., μειωτ.) κάποιος που δεν πολέμησε ποτέ και, κατά συνέπεια, που δεν ξέρει τι σημαίνει πόλεμος· απόλεμος.
β) (και μάλλον μεταγενέστερα) κάποιος που δεν καπνίζει (που δεν κάπνισε ποτέ ή που δεν καπνίζει πια) ή που δεν έχει τσιγάρα να καπνίσει.[/i]

Από την πρώτη μεταφορική σημασία έχουν προκύψει πολλές μεταφορικές, που καθιστούν το «άκαπνος» όρο της καθομιλούμενης και της πιάτσας.

Ως γνωστόν, ακόμη και σήμερα, στα θέατρα του «ηλεκτρονικού» πολέμου και κολοκύθια τούμπανα, αν θες να δεις που έγινε μάχη, θα πρέπει να κοιτάξεις κατά τους καπνούς. Ο καπνός, η φωτιά, είναι πάντα κομμάτι των συνεπειών αλλά και της στρατηγικής του πολέμου, και μέρος της «ομίχλης του πολέμου», του αποσυντονισμού και της σύγχυσης που ο αισθητηριακός βομβαρδισμός και ο φόβος γεννούν στους μαχητές.

Αυτό επιτάθηκε αφάνταστα με τη γενίκευση της χρήσης της πυρίτιδας, ειδικά κατά την «κλασική εποχή» (18ος-19ος) των πυροβολικών. Ένα από τα μεγάλα μειονεκτήματα του τύπου της πυρίτιδας που χρησιμοποιούνταν μέχρι εκείνη την εποχή ήταν ότι προκαλούσε ένα σύννεφο μαύρου καπνού, που παρεμπόδιζε την όραση. Μαυρίζοντας, όμως, και βρωμίζοντας τους μαχητές τους προσέδιδε και αδιάψευστα πειστήρια ότι «μπήκαν στη φωτιά» του πολέμου, εξ ου και «μπαρουτοκαπνισμένοι» οι έμπειροι πολεμιστές.

Άκαπνος είναι το αντίθετο του μπαρουτοκαπνισμένου, του μάχιμου. Είναι ο απόλεμος, ακόμα και ο φυγόμαχος. Μεταφορικά, είναι αυτός που δεν έχει εμπειρία από καταστάσεις που απαιτούν αρχίδια και γερά νεύρα, ή έστω μεγάλη ικανότητα χειρισμών υπό πίεση. Επειδή τέτοιες καταστάσεις μπορεί κάποιος να τις αποφεύγει και σκόπιμα, άκαπνος μπορεί να μη σημαίνει απλά άπειρος ή ανέτοιμος, αλλά ενδεχομένως και δειλός, αναξιόπιστος ή λίγος, ή ακόμα και ανθρωπάκι.

Το άκαπνος χρησιμοποιείται και στα σεξουαλικά, προσοχή όμως, δε σημαίνει αυτόν που παθαίνει αφλογιστία, αλλά τον άπειρο, τον πρωτάρη.

(Για αρχή δυο κυριολεκτίζουσες χρήσεις)

  1. Άραγε τι θα λένε στα παιδιά τους μετά από μερικά χρόνια που μπορεί να είναι και αυτά πυροσβέστες; Μάλλον ότι λένε και πολλοί στρατηγοί στη Σχολή Αξιωματικών στους νέους Ανθυποπυραγούς : άκαπνος μπήκα - άκαπνος φεύγω !!! από [εδώ]

  2. «Η επίθεση του πανεπιστημιακού - επιφυλλιδογράφου κ. Χρήστου Γιανναρά στον ιστορικό ηγέτη της αριστεράς και αγωνιστή της δημοκρατίας Λεωνίδα Κύρκο είναι ηθικώς απαράδεκτη όχι μόνο για το ύφος και το περιεχόμενό της, αλλά και για την εξόφθαλμη αναντιστοιχία 'προσώπου και πράγματος', λεγομένων και υποκειμένων! Πράγματι συνιστά ύβρι ο άκαπνος κ. καθηγητής να προσάπτει έλλειψη εθνικής συνείδησης σε κάποιον όπως ο Λεωνίδας Κύρκος, που τον πατριωτισμό του τον έδειξε με την 'υπογραφή' της ζωής του και όχι κάποιας επιφυλλίδας... [από εδώ]

(άλλες χρήσεις)

  1. Και αυτός ο Παναθηναϊκός τόσα χρόνια άκαπνος….δεν έχει χρόνο για ρίσκο!!!Με αυτήν την νοοτροπία πρέπει να γίνουν και οι μεταγραφές και ο σχεδιασμός της ομάδας για την νέα σεζόν!!!ΚΑΝΕΝΑ ΡΙΣΚΟ!!! [από εδώ]

  2. Και τι είναι δηλαδή, εδώ που τα λέμε; Ένας πανάσχετος, άκαπνος, συγχισμένος γουοναμπί @ [=αναρχικός] είναι. Περισσότερο σύγχυση και μπέρδεμα φέρνει με τις από τον καναπέ αφυψηλού παρεμβάσεις του, παρά καλό κάνει. [από εδώ].

  3. Ο Κώστας Μητσοτάκης χαρακτηρίζει τον Αντώνη Σαμαρά: - »Ακαπνος που δεν έχει μετάσχει σε κανέναν αγώνα του έθνους«. [από εδώ]

(Και μια δυο χρήσεις που έχω αυτηκοήσει)

  1. ΚΤΕΛατζής σε άλλο ΚΤΕΛατζή

- Μανούσο, θα το πάεις ή ν΄αλλάξομε;
- Άκαπνος μρε θαρρείς είμαι; Ένα καλοκαίρι τό' χα μοναχός το Σφακιανό....

  1. - Άσε ρε, αυτές οι γκόμενες δεν είναι για άκαπνους, θα σε ρουφήξει με τη μουνάρα της... βρες κάτι πιο νορμάλ να μην τραβιέσαι κι εσύ κι αυτή...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γνωστός και ο μεσάζοντας για κάποια αξιόποινη πράξη ή για κάτι για το οποίο πρέπει να κουνηθούν τα νήματα, συχνά κάτω από το τραπέζι.

  1. - Έχεις καμιά άκρη να βρούμε τραπέζι σήμερα το βράδυ στον Μαζωνάκη; Σήμερα είναι η πρώτη μέρα και είναι όλα κλεισμένα.

  2. - Θέλω να ψωνίσω μαύρο αλλά η άκρη που έχω λείπει διακοπές, έχεις εσύ καμιά άκρη να βρούμε;

Βλέπε ακόμη βύσμα και δόντι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από μια διαφήμιση της Ηλεκτρονικής Αθηνών, όπου ο Αλέκος ήταν το κορόιδο που είχε πληρώσει ακριβότερα και τον κορόιδευαν οι φίλοι του, έχει μείνει να το λέμε όταν κάποιος πιάνεται κότσος. Αλλά και πιο πριν από την διαφήμιση υπήρχε η έκφραση «κάνω τον αλέκο», που σημαίνει «κάνω την πάπια», (κάνω τον κινέζο, κάνω την κυρία), δηλαδή κάνω επίτηδες τον χαζό. Οπότε ο αλέκος γενικά σημαίνει το χαζούλη, είτε πραγματικό, είτε επίτηδες.

  1. - Έλα Αλέκο, πόσες μέρες είπαμε θα δουλεύεις την εβδομάδα; Πόοοσεεες;;;;

  2. - Έλα Αλέκο, πότε είπαμε θα βγεις στη σύνταξη; Πόοοοοοτε;;;

  3. Επί χρόνια έκανε τον αλέκο και έπαιρνε ως άγαμη κόρη τη σύνταξη του μακαρίτη, ενώ δούλευε κιόλας μαύρα, και τώρα μας κάνει την επαναστάτρια.

(από Khan, 03/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτοί που κατάφεραν να γίνουν η ελίτ μιας χώρας, μιας κοινωνίας, ενός κόσμου, κυρίως επειδή υπήρξαν στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο τους μέγιστοι αλήτες, αδίστακτοι, πάτησαν επί πτωμάτων, πουλήθηκαν και πούλησαν, με θράσος, αυθάδεια και παντελή έλλειψη ηθικώνε φραγμώνε. Και μετά το παίζουν και εκλεπτυσμένοι, κουλτουριάρηδες λάτρεις της τέχνης και του πολιτισμού, και φιλάνθρωποι. Βρε ουστ!

Βλ. και ελίτ της αλήτ, ελίτης.

  1. ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗ ΔΡΑΧΜΗ Θ’ ΑΠΑΛΛΑΓΟΥΜΕ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΗΤ. (Εδώ).

  2. Η Αλήτ που κατευθύνει Media. Τα πρόσωπα του συστήματος. ΟΙ ΚΟΥΡΑΔΟΜΗΧΑΝΕΣ ΤΗΣ “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ”. 7 ΦΑΜΙΛΙΕΣ “ΝΤΑΒΑΔΕΣ”. (Εδώ)

  3. Η Ελλάδα δεν χάνεται, η «αλήτ» που την κυβερνά καταρρέει…Ο «Τιτανικός» της «αλήτ». (Εδώ).

(από Khan, 25/02/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασσικό απόφθεγμα-επισήμανση της εγγενούς αδικίας και ανισότητας που χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα.

— Για δες τον τυπάκο με το πορσικό και την ξανθιά...
— Άλλοι αγκομαχάνε κι άλλοι καυλομαχάνε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απηχεί το κάπως μπρουτάλ: «η ζωή είναι ένα αγγούρι που άλλοι το τρώνε και δροσίζονται κι άλλοι το τρώνε και ζορίζονται» όπου το γνωστό λαχανικό εννοείται τόσο με την κυριολεκτική, όσο και με την κατά linc751979 σλανγκική του έννοια, του υπερμεγέθους πούτσου, που εξηγεί την καταγεγραμμένη από Τριαντάφυλλο και Μπάμπη σημασία του (της δυσκολίας, της δυσχέρειας) που έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν.

Περιγράφει μια παγκόσμια κοινωνική σταθερά που πρέπει να αλλάξει, μια κι όσοι ανήκουν στο δεύτερο σκέλος διαρκώς πληθαίνουν, παρ’ όλα όσα ευαγγελίζονται οι διάφοροι –ισμοί απανταχού στον πλανήτη.

Ακούγεται και μόνο του το δεύτερο σκέλος, υπονοώντας τα πάντα υπόλοιπα.

Η φράση είναι γνωστή στο σάιτ αφού εμφανίζεται σε σχόλια των electron εδώ κι εδώ, του GATZMAN και του ο αυτοκτονημένος, που την ανέφεραν σαν μήτρα των παρόμοιων στο νόημα:
«Άλλοι αγκομαχάνε κι άλλοι καυλομαχάνε» του Vrastaman και

«Άλλοι λιάζονται κι άλλοι ξεκωλιάζονται» του Titanomikroulis, αντίστοιχα.

Παρεμπιπτόντως, το επίσης εννοιολογικά παρόμοιο -ασφαλώς μη σλανγκικό: «Άλλοι πετούν, άλλοι πεινούν» έγινε σύνθημα της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ) μιας δράσης της, στο πλαίσιο του Δικτύου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης «Φύση Χωρίς Σκουπίδια», με σκοπό την αλλαγή συμπεριφοράς ως προς την υπερκατανάλωση, τη σπατάλη πόρων και τα διαφορετικά μοντέλα απόρριψης σκουπιδιών μέσα από απλές καθημερινές πρακτικές, φιλικές προς το περιβάλλον.

Ο Βελωνιακός, είναι στην ίδια μοίρα με εμάς φέτος. Μόνο που πήγαινε για ch. l., κύπελλα και μεγαλεία, ενώ εμείς χωρίς προετοιμασία, τώρα προσπαθούμε να φτιάξουμε ομάδα. Στο μεταξύ μας ματς, έφαγε πάντως το αγγούρι του (άλλοι το τρώνε και δροσίζονται, άλλοι το τρώνε και ζορίζονται) και ζορίστηκε.

(από το δίχτυ)

Άντε!! Και καλό καλοκαίρι!! (από sstteffannoss, 21/06/11)(από Khan, 02/04/14)

Βλ. επίσης στο δικό μου δεν χωράει, στο δικό σου κολυμπάει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το εξαιρετικό στο είδος του, το άξιο θαυμασμού, το όμορφο, το καλό και ποιοτικό. Χρησιμοποιείται για καταστάσεις, αντικείμενα, αλλά και εκδήλωση θαυμασμού προς το αντίθετο φύλο. Λέξη μπαλαντέρ που ταιριάζει σε σωρεία καταστάσεων.

Προσωπική μου άποψη είναι ότι σχετίζεται άμεσα με το Α' των παλαιάς σχολής βαθμολογιών, και το ΑΑΑ' των καρπουζιών που συνηθίζεται να πωλούνται από την καρότσα αγροτικού, σε πλατώματα εθνικών οδών.

Μερικοί νεαρότεροι γλωσσοπλάστες επιμένουν να το θεωρούν συνώνυμο με το εντελώς άσχετο εργαλείο αλφάδι το οποίο χρησιμοποιούν ως εναλλακτική λέξη με την ίδια σημασία.

  1. - Το ποτό είναι νέφτι τελείως, θα πεθάνουμε απόψε...
    - Τι λες ρε; Το δικό μου είναι άλφα.

  2. - Τον κώλο πως τον βλέπεις απέναντι;
    - Άλφα...

(από GATZMAN, 25/09/10)(από GATZMAN, 25/09/10)(από GATZMAN, 25/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία