Επιπλέον ετικέτες

Ανεκδοτικός ιατρός, ορθοπεδικός, ρουμανικής καταγωγής.

Χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις ιατρών της πρώην σοσιαλιστικής βαλκανικής, που ιδιωτεύουν ή εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία, και ευρίσκονται στη χώρα συνήθως λόγω ασυγκράτητου έρωτος μεταξύ αυτών και κάποιου έλληνος πρώην φοιτητού εις τα προαναφερθέντα βαλκανικά κράτη.

-Αύριο πάω στο 7ο θεραπευτήριο για ακτινογραφία και ορθοπαιδικό.
-Πάρε πρώτα τηλ. να τσεκάρεις μην είναι εκεί η ρουμάνα γιατί άμα πέσεις σ'αυτη θα σε σφάξει.
-Ειναι καμιά καλή τουλάχιστον;
-Θεά!... σαν τη Βερούλη!
-Ωχχχ! ...και... πως τη λένε για να πω στο τηλέφωνο;
-Ξέρω γω... Cacosi Miniscu!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάποιος κάνει τον κινέζο.

Η αναδιατύπωση αυτή του χριστιανοσλανγκικού «ἀγρὸν ἠγόρασα» (Λουκ. ιδ΄, 18) αποτελεί παρά φύσιν ξαδελφάκι των τουλάστιχον, λουκλάνικο, μαλακαρονάδα, ελαιοφορείο κ.α. παρεμφερών γελοιοτήτων. Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι!

Ασίστ: Gatzman

  1. - Έχω το ακαφελόγιστο θα μου πεις, αλλά αυτός υγρόν αγόραζε...
    (Gatzman, εδώ)

  2. - Η ΕΛΛ.ΑΣ. είχε, από ότι διαβάζω, πληροφορίες ότι υπάρχει φυγάς στην περιοχή εδώ και μια εβδομάδα, αλλά «υγρόν» αγόραζε … Τυχαίο να τό πω αυτό; ή αγόραζε πράγματι «υγρόν» – «ρευστόν»; Ότι και να πω ψέμματα θα είναι …
    (εδώ)

  3. - Ο Αρχίδαμος αγρόν ηγόραζε (ή υγρόν αγόραζε) και έκανε τον κινέζο...
    (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λογοπαίγνιο πάνω στον χαρακτηρισμό ενός οπλίτη ως «Ελεύθερου Υπηρεσίας» (Ε.Υ).από τον Ιατρό του Τάγματος.

Ο Ελεύθερος Ζωής είναι ο κλασικός μίζερος άνθρωπος όπου αρνείται να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε δραστηριότητα, γεγονός που τον διαφοροποιεί από τον πραγματικά Ελεύθερο Υπηρεσίας.

Χάρη στην αργκό συνεπώς προσδιορίζονται «Ελεύθεροι Υπηρεσίας» δύο ταχυτήτων, ώστε να ξεχωρίσει η ήρα από το σιτάρι.

- Βγήκα πάλι Ε.Υ για να μην πάω στη Βολή σήμερα.
- Καψερέ, εσύ είσαι Ελεύθερος Ζωής. Καληνύχτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γένους ουδέτερου.

Άτομο με το οποίο, ενώ μοιράζεστε το ίδιο κεραμίδι για οικονομικούς λόγους αποκλειστικά (βλ. οικονομική Qρίση), σας χωρίζει ένας τοίχος κι ένα απέραντο διανοητικό και πολιτισμικό χάσμα.

Η στοιχειώδης επικοινωνία μεταξύ σας ανάγεται σ'αυτή που θα'χες μ' ένα κατοικίδιο. Η ειδοποιός διαφορά από τον απλό συγκάτοικο έγκειται στο γεγονός ότι τα συγκατοικίδια είναι άκακα, άδολα και αγνά, επιφορτιζόμενα τον κύριο όγκο των οικοκυρικών εργασιών. Η διαφορά από το απλό κατοικίδιο είναι πώς με τον σκύλο σου μπορείς να δεις μια ταινία μαζί, τον συμπαθούν οι φίλοι σου και δεν ντρέπεσαι να τον κυκλοφορήσεις έξω.

Τα συγκατοικίδια, κατά κοινή ομολογία, απαιτούν συνεχή επίβλεψη (π.χ. φεύγουν διακοπές αφήνοντας τ'ασπρόρουχα απλωμένα ή το αρκουδίσιον στο φουλ, ξεχνάνε τα κλειδιά τους, μπουκάρουν στο δωμάτιο σου τις πιο λάθος στιγμές, παίρνουν ροζ τηλέφωνα τα βράδια κουλουπού).

Στην αρχή σου είχε φανεί λύση ανάγκης να μείνετε μαζί. Στο τέλος καταλήγεις να σου λείπει και να το εκτιμάς που σε ανέχτηκε τόσον καιρό.

Πρόσφατη έγκυρη έρευνα καταδεικνύει ότι στους 3 συγκατοίκους που μένουν μαζί καιρό ο ένας είναι συγκατοικίδιο.

  1. - Πωώ ρε φίλος!! Τί μπουρδέλο γίνεται 'δω μέσα; (κουζίνα) - Τί να κάνω; Λείπει το συγκατοικίδιο αφού... Αν θες νερό, έχει και πλαστικά ποτήρια.

  2. - Θα 'ρθεις ν' αράξουμε για κάνα φόμπα; - Και το συγκατοικίδιο; Δεν θα'ναι σπίτι; - Εε, τέτοια θεούσα που είν' αυτή, έχει ανοσία στα λιβάνια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόθημα που αντικαθιστά το φιλο- στις λέξεις φιλολογία, φιλοσοφία και τα ομόρριζά τους.

Πρόκειται για λογοπαίγνιο με τον φελλό, που όπως είναι γνωστό σημαίνει στην καθομιλουμένη τον επιφανειακό, αναξιόπιστο, επιπόλαιο και βλάκα άνθρωπο.

Γράφεται (εσφαλμένα) και με ένα λάμδα.

  1. Ποιος ήταν εκείνος ο αρχαίος φελλόσοφος, ο οποίος αργόσχολος ων είχε παρατηρήσει τούς κύκλους που κάναν οι σοδειές στο χωριό του και νοικιάζοντας μισοτιμής τα χτήματα παραμονές «παχιών αγελάδων» χέστηκε μεν στο τάλιρο, τάπωσε δε και τούς συγχωριανούς του που τον έβριζαν ανεπρόκοπο...; (από φόρουμ)

  2. Παρεξηγημένος φΕλόσοφος ίσως είναι ο Νίτσε. Όχι όμως και φιλόσοφος... (από φόρουμ)

  3. Οχι αρνουμαι να γραψω σε greekglish τωρα που εχω τν δυνατοτητα να γραφω με ελληνικους χαρακτηρες.Οχι τιποτα αλλο ειχα αρχισει να κανω τρελα ορθογραφικα φελλολογος ανθρωπος. (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Φιλοσοφίες και «Φελοσοφίες»: Διότι οι φιλοσοφίες σώζουν αλλά ξεχνιούνται, ενώ οι «φελοσοφίες» πάντα επιπλέουν!!
    (ιστολόι)

  5. Οι φελόλογοι μένουν στην επιφάνεια (από ελληνική ιστοσελίδα αργκόσχολων)

(από Vrastaman, 26/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπισκότο στην Καλιαρντή σήμαινε τον χουντικό, απλό υποστηρικτή του δικτάτορα ή/και χαφιέ. Η σημασία προέκυψε συνειρμικά από τα μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η λέξη πριν το ’67 ήταν μπισκοτότεκνο και σήμαινε τον αξιαγάμητο στρατιώτη, το λόμπα. Ο στρατός γενικότερα ελεγχόταν από επίδοξους χουνταίους. Όταν μας έκατσε λοιπόν ο φλεγόμενος φοίνικας, η λέξη μπισκότο αυτονομήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των ομοφυλόφιλων, πολλοί απ’ τους οποίους φύσει και θέσει ήταν αντικαθεστωτικοί. Με τη μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ’81 η λέξη περιέπεσε σε αχρησία. Στο μεταξύ οι ομοφυλόφιλοι οργανώθηκαν (ΑΚΟΑ) και το ’78 κυκλοφόρησαν ένα από τα πιο προχώ περιοδικά (ΑΜΦΙ), που έφεραν τους ομοφυλόφιλους κοντά στο ενεργό και ανήσυχο φοιτητικό (και όχι μόνο) κίνημα της αμφισβήτησης. Κατηγορήθηκαν για ελιτισμό-Βελτσισμό από αντίπαλη ομάδα, με το περιοδικό Κράξιμο και το ’88 το ΑΜΦΙ σταμάτησε να κυκλοφορεί. Κι οι χαφιέδες έπιασαν αλλού δουλειά.

Σχετικό γλωσσάρι:

κατσικέ: ο αριστερός
ναψιάρης: το καρφί, ο καταδότης, ο κουτσομπόλης, ο σπιούνος (ίσως εκ του αναψιάρης
προβατέ: ο δεξιός
τζασροβεσπάκης: ο φασίστας

Δε γνωρίζω αν οι νεότεροι ομοφυλόφιλοι επινόησαν ξανά τη λέξη μπισκότο (ως κολομπαράς) από τα El bisko (o Xότζας ίσως μας διαφωτίσει).

Βλ. επίσης μπισκότο, τα cookies στον κομπιούτορα.

Πηγή: Πετρόπουλος και πρωτογενής έρευνα.

H Πάολα και ο Μητσάρας σε αφισοκόλληση κάπου το ’80, μεσάνυχτα, ο Μητσάρας κολλάει κι Πάολα κάνει τον τσιλιαδόρο σιγομουρμουρίζοντας το εξής:

“Πω-πω-πω μια ευκαιρία
Ψηφίστε Μανολία
Να’ χει ο δρόμος δυο τζουρά (ουρητήρια-ψωνιστήρια)
Και όχι υπουργεία,
Να πηγαίνουν οι αδερφές
Να δικέλουν σερμελιές (να κόβουν μπαργαλάτσους)
Και ν’ αβέλουν τις μπαρές” (να διαλέγουν τους χοντρούς)
(Πετρόπουλος)

Μητσάρας: “Σιγά ρε, κι οι τοίχοι έχουν αφτιά”.
Πάολα: “Παντού μπισκότα...”
Και μετά από λίγο η Πάολα λέει βραχνά: “Τζάσε Μητσάρα, μπισκότο, μπισκότοοο!”

αυτό λες μάλλον... (από BuBis, 30/09/09)Ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται! (από Khan, 03/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα που χρησιμοποιείται συνήθως αργά το βράδυ, όταν σε πρήζει η γκόμενα.

Έχει διφορούμενο νόημα: ως κοι-μήσου υπονοεί και γα-μήσου (και αντιστρόφως).

- Είσαι ένας άχρηστος. Δεν σε αντέχω άλλο.
- Καλά, μήσου τώρα και τα λέμε αύριο.

(από allivegp, 09/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκφέροντας τον όρο, μιλάμε:

1) Χιουμοριστικάγια τη χύτρα ταχύτητας. Διανθίζουμε έτσι τη φάση, κάνοντας σεξουαλικό υπονοούμενο, εάν η περίσταση το επιτρέπει. Η γλώσσα του σώματος (πονηρό κλείσιμο ματιού, μορφασμοί, κλπ) και τα συμφραζόμενα, βοηθούν στην ορθή αποκωδικοποίηση του λόγου μας. (βλ. παρ.1).

2) Για μια μάνα, που σα χύτρα ταχύτητας ξεπέταξε απ' τη μήτρα της, ένα λόχο παιδιά σε χρόνο ρεκόρ. Δεν κωλώνει με τίποτα. Σωστό...ντούρασελ (βλ. παρ. 2 και φωτογραφία 2).

3) Για τη βασίλισσα της ξεπέτας, που σα χύτρα ταχύτητας, φτάνει γρήγορα σε σημείο βρασμού και ολοκληρώνει γρήγορα. Για πουσάρισμα των γήπεδικών επιδόσεων, συνίσταται συνεύρεση με ταχυπηδήκουλα. (βλ. παρ. 3).

  1. - Άντε... πείνασα. Πότε θα βάλεις τη μήτρα ταχύτητας στη φωτιά;

  2. Με μια χύτρα ταχύτητας κάνεις παϊδάκια σε 9-13 λεπτά. Με μια μήτρα ταχύτητας κάνεις τα παιδάκια της φωτογραφίας 2 σε 9-13 χρόνια (βλ. φωτογραφίες).

  3. Η Μαρίτσα που λες, είναι ευρύτερα γνωστή ως μήτρα ταχύτητας. Ήρθε στην Αθήνα από την Κοζάνη για να σπουδάσει στη Φαρμακευτική, αλλά μόλις τέλειωσε το πρώτο έτος, συνειδητοποίησε πως άλλη ήταν η κλίση της. Έτσι άλλαξε κλάδο. Προκειμένου να αξιοποιήσει τον υπάρχοντα εξοπλισμό της και να κάνει μια λαμπρή καριέρα, δανείστηκε, αγόρασε διαμέρισμα και μέσα σε λίγα καιρό με τις υπηρεσίες που παρείχε στους πελάτες, έκανε απόσβεση. Αλλά μιλάμε για προκομμένη κοπέλα. Όχι αστεία. Εκεί που οι άλλες σταματούν, εκείνη συνεχίζει. Το... ντούρασελ. Γεννήθηκε για αυτό. Έχει το...τάλαντο.

Παράρτημα
Από ταινία του Στάθη Ψάλτη

-Έβαλα το φαγητό στη μήτρα ταχύτητας!
-Πού το έβαλες;
-Στη μήτρα ταχύτητας!
-Φαγητό θα φαμε, μωρή, ή αποβολή;;;

Δες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι χλωμό και σπάνιο να ανταμώσει κανείς χλωρίδα και πανίδα στο ευρύτερο κλανόν άστυ. Με εξαίρεση βέβαια το πλαστικό Χριστουγεννιάτικο δέντρο που ο Δήμιος Αθηναίων Νικηταράς ο Δενδροφάγος φυτεύει άπαξ τον χρόνο και την ενδημική ποικιλία κατσικίδιων αρουραίων της συνομοταξίας Rattogamosaurus Graecus.

Εξ ου και η ανά οθόνη λεξιπλασία της Έλσας από το Lexilogia Forum.

Ο φυσιοδιφικός σύλλογος Αθηνών «Ομέρ Πριόνης» διοργανώνει rafting και Ιλισό και σαφάρι στον Ελαιώνα. Μη ξεχάσετε να φέρετε πετονιές, αεροβόλα, τσεκούρια και πλαστικές σακούλες για να απο-θανατώσετε την όποια διαφυγούσα χλωμίδα και σπανίδα. Πληροφορίες εντός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όρος προέρχεται, από τη λέξη Λούξεμπουργκ (Λουξεμβούργο) και παραπέμπει στο ομώνυμο δουκάτο, που έχει ως αρχηγό, τον Μέγα Δούκα Ερρίκο του Λουξεμβούργου. (που είναι δε, ο τελευταίος μέγας δούκας, στον κόσμο).

Αλλά... αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.

Αναφερόμαστε εδώ, στο δουκάτο μιας αντρικής οικογένειας, αλλά και στον αρχιδούκα του (δούκα των αρχιδιών), τον Λούτσεμπουργκ (λούτσος... στο πιο αριστοκρατικό).

Ο Λούτσεμπουργκ έχει ως υπηκόους δυο όρχεις και διατηρεί τον τίτλο του ανώτατου άρχοντος, των σλανγκικών κάτω χωρών.

Ο αρχιδούκας, δεν θα μπορούσε να μην είναι τζέντλεμαν. Και εννοείται, πως όταν βλέπει κυρία σηκώνεται. Το σαβούρα βίβρ στο αίμα του. Ας μην... το κρύψωμεν άλλωστε.

Κι όταν κάποια τον φέρει στα ντουζένια του, τότε αυτός, ξεχνάει την ευγενική του καταγωγή και είναι σε ετοιμότητα για να κάνει λούτσα, άνευ διασπερματεύσεως, αυτήν που κατόρθωσε να ανυψώσει καταλλήλως το ανήθικον του κατόχου του.

Η χρήση του όρου γίνεται, είτε για να προσδώσουμε χιούμορ στο λόγο μας, είτε στα πλαίσια πειράγματος.

- Η Εριέτα, είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Μην πας και μιλάς για λούτσους μπροστά της, όπως έκανες την προηγούμενη φορά. Θα σε παρεξηγήσει.
- Ε τότε θα το πιάσω στο πιο αριστοκρατικό.
- Μπράβο!
- Δε θα ξαναμιλήσω μπροστά της για [λούτσο].
- Μπράβο!
- Θα μιλήσω για τον αρχιδούκα του Λούτσεμπουργκ, τον Λούτσεμπουργκ... χε χε χε - Γκρρρ!
- χε χε χε...

(από GATZMAN, 02/05/09)O Ερρίκος σε αναμνηστικό νόμισμα του 2004 (από GATZMAN, 02/05/09)Η πόλη του Λουξεμβούργου (από GATZMAN, 02/05/09)Με σλανγκική ματιά φαίνονται, το πέος κι οι όρχεις  (από GATZMAN, 02/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία