Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω τον τρελό για ίδιον όφελος.

Προσφιλής στρατηγική των στρατευμένων νιάτων.

Πουλάει τρελίτσα για να τον απαλλάξουν από φαντάρο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για κοινωνικές εκδηλώσεις, όπου ένστολοι κλόουν, ανιματέρ, ξυλοπόδαροι και ζογκλέρ διασκεδάζουν τους μικρούς καλεσμένους με τα μπαμ-μπουμ τους σε μια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Τυχόν ατυχήματα οφείλονται πάντα σε εξοστρακισμούς.

Ρε Βαγγέλα, το Λίλιαν σε άκουσε να λες ότι στο Σύνταγμα γίνεται το μεγαλύτερο πάρτυ με ούζα όλων των εποχών και μου ζήτησε να την πετάξω αμέσως με το μοτοσακό μου!
— Καλά, το αμαρτωλό έχει ξανθές ρίζες και είναι και κουφάλογο –πάρτι με uzi είπα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο στρατιωτικός κουρέας. Χρησιμοποιείται για πολύ κοντά κουρέματα και κουρέματα με ψαλιδιές («έπεσε νίντζα»), καθώς και για να περιγράψει κουρείς που έχουν μια τάση να κοντοκουρεύουν ανεξάρτητα του τι ζητήσεις.

  1. Φαντάρος Α: - Πού πας ρε;
    Φαντάρος Β: - Γάμησε... ο λόχας μ' έστειλε στο νίντζα για να κουρευτώ...

  2. (Ο Γιάννης εμφανίζεται στραβοκουρεμένος στην παρέα του)
    Οι άντρες της παρέας:
    - Έπεσε νίντζα βλέπω...

  3. Γιώργος: - Γιατί τα 'κοψες τόσο κοντά ρε;
    Τάσος:
    - Καλά μαλάκα, ο Μίλτος δεν είναι κομμωτής, νίντζα είναι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται για τον τύπο που τα θέλει όλα, που θέλει και την πίτα αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο, που θέλει το μουνί στο πιάτο.

Βγήκε από το μέτρο του δακτυλίου, δες εκεί, ή τουλάχιστον καθιερώθηκε από αυτό. Μπορεί να υπήρχε και νωρίτερα.

Εγώ με τις ιδέες μου, κι εσείς με τα λεφτά σας
Νομίζω πως τα θέλετε μονά-ζυγά δικά σας
Δεν θέλω την κουβέντα σας, ούτε τη γνωριμία σας.

Νικόλας Άσιμος

"Μονά ζυγά τα θέλεις δικά σου, γιατί είναι πέτρα η καρδιά σου". (από Hank, 07/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έννοια αφορά κάποιον που τα έχει γραμμένα όλα στα αρχίδια του και είνα αραχτός.

(στο στρατό)

- Καλά ρε μαλάκα, φυλάει ο μαλάκας σκοπιά χωρίς κράνος και εξάρτηση;
- Μιλάμε το άτομο είναι πολύ χύμα... Κάτσε να βγεί η έφοδος και τον βλέπω στον ντάκο αύριο το πρωί!!!

Γραψαρχιδίνη (από allivegp, 22/05/09)Fukitol (από allivegp, 22/05/09)Starxidiamol (από allivegp, 22/05/09)

Δες επίσης και χύμα στο κύμα, χυμαδιό, το, χυμείο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το επίθετο χρησιμοποιούντανε αρχικά από καραβανάδες για να στηλιτεύσει τα στραβευμένα εκείνα νιάτα που είναι ανίκανα να παρελαύσουν με κάποιον υποτυπώδη έστω συγχρονισμό.

Η έκφραση παρεισέφρησε και εκτός στρατού για να περιγράψει άτομα αμφοτέρων και των δύο φύλων με απαράδεκτο ντύσιμο, συμπεριφορά, ή με εμφάνιση να μασάς σκατά και να φτύνεις.

Εκ του απαράδεκτος.

  1. - Ααααάνδρες! Προοοοοσχή! Cunning, κακομαθημένε, πως στέκεσαι έτσι; Είσαι άπαρ, πέσε και παίρνε!!
    (και για όσους δεν το γνωρίζουν, το μουνί του νέοπα Cunning αυτές τις μέρες πιξελιάζει!)

  2. - Ρε μαλάκα τι άπαρ ντύσιμο είναι αυτό με βερμούδα και άσπρη κάλτσα;. Είσαι μουνομαγνήτης αλλά με αντεστραμμένους πόλους!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη, προερχόμενη εκ των λέξεων «νέος» και «Λέοπαρντ».

Ο όρος αποτελεί απαξιωτικό ή χιουμοριστικό χαρακτηρισμό ενός νέοπα που υπηρετεί σε μονάδες τεθωρακισμένων, που χρησιμοποιούν άρματα μάχης Λέοπαρντ (Leopard).

Ο όρος εκφέρεται συνήθως από κάποιον παλιό φαντάρο, από κάποιον μονιμά που έχει ακόμα να δει...πολλές... μα πολλές ολυμπιάδες μέχρι να απολυθεί, ή από κάποιον που είχε κάνει τη θητεία του σε τέτοιες μονάδες.

  1. (Χιουμοριστική χρήση)
    Καλή θητεία νέοπαρντ!!! Να περνάνε γρήγορα οι μέρες και να γυρίσεις άρτιος στην κοπελιά και στους δικούς σου!
    Δες

  2. (Απαξιωτική χρήση)
    3 μέρες πριν φύγω με αγγαρέψανε να πάρω κάτι νέοπαρντ να κουβαλήσουμε λέει καλώδια και εκεί τσακώθηκα και τους τα έχωσα με την εξουσία της παλαιότητας και της μισής σαρδέλας μου. Δες

(από GATZMAN, 02/06/09)Μαύρος Λόχας vs Νέοπαρντς. Αφιερωμένο στον Γκατζ. (από Jonas, 02/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1. Ο παλιός φαντάρος, ο παλαίουρας, οκαραπαλαίουρας, κλπ. Ο φαντάρος δηλαδή που ανήκει σε τέτοια σειρά στράτευσης, που κοντεύει να πάρει την άγουσα.

Αισθάνεται πως όταν παρουσιάστηκε, είχε και καλά, ειδικότητα χειριστού καταπέλτη και πολιορκητικού κριού. Περπατά και διαλύεται μέχρι να ρθει η τιμημένη εκείνη ώρα που θα κόψει λάσπη απ' το στρατό για να γίνει πολίτης. Τα αγγούρια της εργασίας δεν τα βλέπει ακόμη. Κάθε πρωί φωνάζει τον αριθμό των τρελών ημερών που μετρά, προκειμένου να απολυθεί. Τον φωνάζει με στόχο να ψαρώσει τους νέους και να συμμεριστεί με άλλους παλιούς τη χαρά που απορρέει από το γεγονός πως το βόδι το φάγανε και μόνο η ουρά του μένει, εν αντιθέσει με τους νέους πού έφαγαν την ουρά και το βόδι απομένει.

Βέβαια, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, γιατί αφενός στις τελευταίες μέρες μπορεί να γίνουν μαλακίες που πιθανόν να οδηγήσουν σε επέκταση της θητείας και αφεδύο είναι τα αγγούρια του εργάσιμου βίου που λέγαμε πριν. (βλ. παρ. 1)

2. Θα μπορούσαμε ανάλογα να μιλήσουμε και για κάποιον παλιό εντός ενός συνόλου ατόμων, του οποίου συνόλου τα άτομα, έχουν κάποιο κοινό στοιχείο, μεταξύ τους (π.χ. άτομα που ασχολούνται με την ίδια δραστηριότητα). Αναμένεται δε, το άτομο αυτό, να 'χει την... εμπειρία. (βλ. παρ. 2).

  1. Το παλιοσείρι ο Μήτσος είναι βοηθός νοσοκόμου στο ιατρείο της «μουνάδας» που λέει κι ο υπόδικας. Δες εδώ

  2. Σε ξέχασα παλιοσείρι. Νομίζω πως είμαστε ισοπαλία στις εγχειρήσεις. Να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε καμιά μέρα. Δες εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία