Επιπλέον ετικέτες

Πρόκειται για επικαιροποιημένη εκδοχή του όλα τα λεφτά, ρηλόντεντ για τους likeιστές του φουμπού και του ίνστανγκαμ.

Τι να τα κάνεις άλλωστε τα (κ)λεφτά, άμα δεν έχεις λάϊκ;

- Είδες το Λίλιαν με μπραζίλιαν στην Ίφκινθο; Υπερτούμπανο!
- Είναι όλα τα λάϊκ, έβαψα τοίχους!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βλάκας με περικεφαλαία, ο μπετόβλακας, ο πανίβλακας, ο έχων τον απάνω όροφο ακατοίκητο ή το ρετιρέ ξενοίκιαστο, αυτός που είναι τόσο αργός που και με τον εαυτό του να έτρεχε θα έβγαινε δεύτερος. Και για όποιον καίει μαζούτ, το μαζούτ είναι ένα φθηνό και ρυπογόνο καύσιμο που χρησιμοποιούν τα αργά και φορτωμένα με σκατά βαπόρια.

Βλ. επίσης: καίω κάρβουνο. Σ.ς. το «καίει ντήζελ» είναι έτερον κότερον.

1.
Ο αργοκίνητος μεγαλομέτοχος που καίει μαζούτ, αποφάσισε μετά από δυο τραγικούς αποκλεισμούς, να διώξει τον ανίκανο...

2.
ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΝΙ ΟΙ ΤΡΟΪΚΑΝΟΙ! ΚΑΙΝΕ ΟΜΩΣ ...ΜΑΖΟΥΤ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΙ !!!

3.
Μαζούτ καις, Φαίη;

4.
προεδρε,,,μαζουτ καις; δεν εισαι μονο ασχετος...εισαι και ΑΥΘΑΔΗΣ...

(από σφυρίζων, 01/09/14)(από σφυρίζων, 01/09/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αιτιολογεί την αδυναμία εκτέλεσης κάποιας απαιτητικής σωματικής κίνησης είτε λόγω δύσχρηστης περιβολής, είτε λόγω ακατάλληλου σωματότυπου.

Η φράση δύναται να ειπωθεί με αυτοσαρκαστική διάθεση από τον φέροντα την δύσχρηστη αμφίεση ή τον ακατάλληλο σωματότυπο, αλλά και με αμιγώς σαρκαστική διάθεση από κάποιον τρίτο.

Το νόημα μπορεί να επεκταθεί περιλαμβάνοντας οιοδήποτε ποιοτικό χαρακτηριστικό εμποδίζει την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου.
Γενικά, πρόκειται για υπαινιγμό της άσκοπης επιβάρυνσης μιας κατάστασης με άχρηστα ή δύσχρηστα, υλικά ή άυλα αντικείμενα. Μια μπιχλιμπιδοκατάσταση δίχως νόημα δηλαδής.

η σύζυγος - Πιάνεις αγάπη μου το βαζάκι με τη βαζελίνη, που ‘ναι στο πάνω-πάνω ράφι της βιβλιοθήκης;

ο σύζυγος – (τεντωμένος και ανήμπορος κάτω από το ράφι) Γαμώτη...δεν βοηθάει και το καλσόν...

(από Ricky, 16/06/14)(από Ricky, 16/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η κατάπτωση, ο εκφυλισμός, ο εξευτελισμός, η κατρακύλα σε οποιονδήποτε τομέα του επιστητού.
    1. Σύνολο ανθρώπων ή καταστάσεων που θεωρείται ότι είναι κατώτεροι ηθικά/ κοινωνικά/ διανοητικά κλπ και ότι έχουν επιβλαβή επίδραση στους άλλους.
    2. Απανωτές ατυχείς καταστάσεις.
    3. Ως (βρώσιμη) απάντηση-πρόταση σε ενοχλητικές προσεγγίσεις.
  1. Εσένα το τρίπτυχό σου είναι Στικούδη, Παντελίδης, Πάολα και το λες μουσική εγώ πάλι αναρωτιέμαι, μέχρι πού θα φτάσει ο κουβάς με τα σκατά;
  2. Πώς έχει μπλέξει έτσι μ' αυτούς τους μαλάκες.. Δεν το βλέπει ότι έχει πέσει στον κουβά με τα σκατά;
  3. Ασε ρε συ, όλα στραβά μου πάνε τελευταία. Όλο μαλακίες. Έχω πέσει στον κουβά με τα σκατά.
  4. Ρε παπάρι, φάε έναν κουβά σκατά να ισιώσεις!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει υπερβολική αργοπορία, αφού ως γνωστόν οι τριλογίες χρειάζονται χρόνο για να γραφούν (ΟΚ, εξαιρείται το «του άη λάιτ»). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν πασπαρτού δικαιολογία.

Στην τουαλέτα:
- Άντε βρε μαλάκα, τι κάνεις τόσην ώρα;
- Γράφω τριλογία!

- Γιατί δεν θα βγει ο Γιάννης τελικά;
- Θα γράψει τριλογία λέει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Και «τρυφερή είναι η νύχτα», καμία σχέση. Οι ορισμοί του γραφικού των Papara και Dirty talking είναι υποδειγματικοί. Αλλά δεν έχει να κάνει!

Ήταν μια εποχή που την ονόμασαν «Εκσυγχρονισμό» και η Ελλάδα τότε ήτανε «Ισχυρή». Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν ασφάλουσλυ η άνοδος του λάιφστάιλ και των νέας κοπής καθωσπρεπισμών και καθωσδενπρεπισμών (κατά το «αμφορείς εντάξει, αλλά αν δε φορείς»; Τζόνυ Βαβούρας). Μια σούπα-μούπες σύμφυρση παχυδερμικά επιδερμικών συμπεριφορών και προσεγγίσεων στο ζην. Βλ. και το λήμμα νεοφιλελέρα.

Η κατηγορία-κατηγόρια «γραφικός» επιστρατεύθηκε προκειμένου μέσα από την καρικατουροποίηση τους να διαολοστέλνονται συνοπτικώς (να απονομιμοποιούνται κοινωνικά) αξίες και πρακτικές που χαλούσαν τη σούπα: έτειναν προς τη γραφικότητα όσοι κατέβαιναν σε πορείες και «φώναζαν», όσοι ασκούσαν κριτική στην τεχνοκρατικοποίηση του επαγγέλματός τους, όσοι «νοσταλγούσαν» ένα λιγότερο εμπορευματοποίημενο ποδόσφαιρο κ.τ.ο. Αλλά θα πρέπει να γίνουμε γενικώς πιο καχύποπτοι. Γενικά «γραφικότητα» χαρακτηρίστηκε ότι κι αν έκανε κανείς διαφορετικό ή παλιομοδίτικο εκτός κι αν το έκανε από άποψη, δηλαδή, ήταν κάπως φτασμένος (είχε έτοιμο κοπάδι να τον εξυμνήσει - βλ πχ θεατράνθρωπος) ή σε τροχιά ανόδου, δηλαδή, αν μέσα από αυτό είχε καταφέρει να κερδίσει χρήματα ή είχε καταφέρει να γαμήσει/θεί. Γραφικοί όσοι επέμεναν στο παλιό αμάξι επειδή δεν είχαν ανάγκη επίδειξης, γραφικοί όσοι έμειναν στο χωριό επειδή το αγαπούσαν κι όχι επειδή έφτιαξαν έναν αγροτουριστικό ξενώνα, γραφικοί όσοι φορούσαν άσπρες φανέλες χωρίς να έχουν μπράτσα και ξυρισμένο στέρνο (εσχάτως και τατού). Κλπ κλπ.

[ΠΡΟΣΟΧΗ: Το χαρακτηρισμό «γραφικός» άρχισαν να φλερτάρουν (καπηλεύονται;) πολλοί που δεν τους είχε δα εντελώς τελείως ξεβράσει ο καιρός και η ιστορία, αλλά που τους συνέφερε να καμώνονται πως τους έχει. Είναι εκείνοι που, αν δημοσιολογούσαν, έλεγαν και λένε με μισοκακόμοιρο ύφος: «Μας λένε γραφικούς, αλλά...». Η γραφικότητα και η εκλεχτική συγγένεια προς το καλτ ήταν/είναι σε αυτήν την περίπτωση μια μορφή εκπροσώπησης και κοινωνικής νομιμοποίησης συμπεριφορών - περιπτώσεις από βιζιτούδες της σόου βυζ που διαφημίσαν εαυτές προτάσσοντας την ελλεεινίδικη τσαχπινοπουτανιά, μέχρι εθνικιστοπατριώτες που της μίλησαν της καρδιάς του νοικοκυραίου, ποινικολόγους που μέσα από τη γραφικότητά τους στέλνουν στην πιάτσα το μήνυμα ότι υπερασπίζονται και το διάολο τον ίδιο, αλλά και κουκουέδες που συνέχισαν να σηκώνουν την μπαντιέρα της εργατικής τάξης, της ιδιόμορφης, δηλαδή, και με το αζημίωτο συμμετοχής τους στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό («εμείς, εμείς, οι μόνοι συνεπείς» που λένε τα ΚΝΑΤ). Κλπ κλπ.]

Οπωσδήποτε η βρισιά γραφικός φορέθηκε στα ΜΜΕ και στον καθημερινό λόγο πολύ όπως λέει κι ο Ντέρτυ στον ορισμό του και κατέληξε να σημαίνει στον κυρίαρχο λόγο, διαταξικά και διηλικιακά, στην πόλη και στο χωριό, απλά τον «μαλάκα», τον yet-to-be απόβλητο.

Υπήρξε αντίσταση; Ναι, υπολειμματικά, την μαρτυρεί η φράση «γραφικά είναι τα Άγραφα» που έχει και παρήχηση και λέει και την αλήθεια για τα πραγματικά υπέροχα Άγραφα. Αν κάποιος κατέθετε τη γραφικότητα ως μομφή για κάτι που δεν του άρεζε, του' λεγε ο γραφικός, αν ήξερε τη φράση: «γραφικά είναι τα Άγραφα», και τελείωνε τη συζήτηση περί γραφικού ή μη.

Με την κρίση αλλάξανε τα κόζα: η αντιμνημονιακή γραφικότητα έγινε πολυχαϊδεμένη θεμιτή πολιτική αντίδραση. Αλλά και η υποστήριξη του μνημονίου έγινε κι αυτή γραφικότητα. Επίσης αλλάξανε τα πράγματα και με τους χίπστερς, προφ για να παραμείνουν τα ίδια.

- Ελάτε τώρα κύριε Ταρίφα με τις γραφικότητες.
- Γραφικά είναι τα Άγραφα παληκάρι μου, ξέρω τι σου λέω. Κι εγώ σου λέω ότι δε μας ψεκάζουν με τ' αεροπλάνα, για τα χημικά όπλα της Συρίας που μας τα φέρανε στην πόρτα μας τι έχεις να πεις; Κι αυτό γραφικότητα είναι;

Πρώτα σε λένε γραφικό, μετά προφήτη. (από Khan, 01/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νίντζα γιαγιαδισμός που επαναφορτώθηκεκαι φοριέται από αστειάτορες νέας κοπής.

Εκφέρεται στην θέα κάποιου αλλόκοτου, αινιγματικού ή σουργελώδους υποκειμένου ή αντικειμένου, πάντα με επιτηδευμένη ρουστίκ προφορά.

1.
αβατάρα; τ' είν' τούτο; ή τα ελληνικά μου πάσχουν ή κάποιο τυπογραφικό λάθος έγινε.

1.
ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ... τ' ειν' τούτο πάλι!

2.
Τ’ είν’ τούτο που φοράς, καλή μου;

3.
[img]http://img383.imageshack.us/img383/1264/ela1cq.gif[/img]
Τ' είν' τούτο;;;;; :-o :-o :-o :-o :-o :-o :wow: :wow: :wow: :wow: :wow: :-; :-; :-;

Στο 1.00 με την καυλή έννοια. (από Khan, 17/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κρητική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος έχει ψυχολογικά προβλήματα, ότι πάει να του τη σβουρίξει, λόγω μελαγχολίας κατά κύριο λόγο.

«Απατός» + γενική της προσωπικής αντωνυμίας στην Κρήτη σημαίνει εαυτός, ο ίδιος, όπως λ.χ. στη φράση «θωρείς κι απατός σου», παναπεί «το βλέπεις κι ο ίδιος». Σύμφωνα με το λεξικό Ξανθινάκη προκύπτει από τη φράση απ' αυτός.

Γιατί, όμως, όταν κάποιος είναι ή φαίνεται σαν τον απατό του, δηλαδή, όταν είναι ή μας φαίνεται... σαν τον εαυτό του, να σημαίνει λίγο πολύ ότι το χάνει;

Χαοτικό ρισπέκτ στον Homo sapiens Cretensis, που σκέφτεται τόσο ωραία: ναι, κάποιος που είναι και φαίνεται σαν τον εαυτό του, είναι αυτός ο οποίος μελαγχολώντας, παίρνει τον εαυτό του και την κατάστασή του υπερβολικά σοβαρά, τόσο ώστε να φέρει και κουβαλάει τον εαυτό του σε βαθμό που να (του, μας) γίνεται ένα φορτίο που φαίνεται, που οι άλλοι το(ν) βλέπουν. Κάπως όπως σε αυτά τα βιντεάκια με την κατάθλιψη, η οποία εμφανίζεται σαν μια μαύρη σκιά ή ένας μαύρος σκύλος (-->) να συντροφεύει και να βαραίνει τον καταθλιπτικό, αλλά ο καταθλιπτικός ξέρει ότι η κατάθλιψη έχει μάλλον τη μούρη της αφεντομουτσουνάρας του (αλλά μην του πείτε, γιατί θα νιώσει αδύνατο να απαλλαγεί, ίσως...). Κάποιος είναι σαν τον απατό του, δεν είναι ο εαυτός του, είναι σκιά του εαυτού του, από υπερβολικό εαυτό.

Αλλά ως γνωστόν όταν η κατάθλιψη, το πένθος κι η μελαγχολία σοβαρεύουν, φτάνουν στην ψύχωση. Εκεί ο καταθλιπτικός αρχινάει κανονικότατα να είναι σαν τον απατό του, δηλαδή, όχι μόνο σαν τον εαυτό του, αλλά και σαν από μόνος του, σουλατσάρει στο δρόμο κι είναι στην κοσμάρα του. Σαν τον απατό του... Κάπου στις Ψυχώσεις γράφει ο Λακάν ότι ναι μεν ο κοινός θνητός που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός, αλλά κι ότι και ο βασιλιάς που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός.

Γιατί, όμως, λέει, η έκφραση ότι είναι σαν τον απατό του, κι όχι απλά ο απατός του; Νομίζω ότι συντρέχει κι άλλος λόγος, πέρα από τα όσα πιο πάνω μισο-έγραψα: με αυτό το σαν η λαϊκή σκέψη απέφευγε την αμετροέπεια.

- Χρήστο, είδα μωρέ το φίλο σου το Μαθιό κι ήτονε στο δρόμο σαν τον απατό του, μούδε με χαιρέτηξε μούδε πράμα...
- Μάνα, σταμάτα να με ψαρεύεις...
- Ίντα μωρέ λέεις, δεν είναι καλά το κοπέλι...
- Μάνα...
- ...
- Ε, ρε Ρόιτερς, πράμα δε σου ξεφεύγει, και χρωστεί τα μαλλιοκέφαλά ν-του, κι η γυναίκα του τον απατάει...
- Ιιιιιι! Καλά το κατάλαβα εγώ, με το φίλο σας το Λευτέρη, ε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει τα χάνω. Ότι ενώ όλα έβαιναν καλώς, ξάφνου τον πήρα, μου λασκάραν οι βίδες, τρελάθηκα. Το χαρακτηριστικό αυτής της έκφρασης είναι ότι συμβαίνει ξαφνικά. Χωρίς κανείς να το περιμένει, το άτομο είναι για ψυχιατρείο.

- Ρε, είδα το Γιώργο απ το δημοτικά, μας τον θυμάσαι;
- Α ναι αμέ, τον έχει πάρει κλαρίνο αυτός τελευταία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γενική της ιδιότητας συντακτικά, συνηθίζεται στην βόρεια Πελοπόννησο, ιδίως στην Αχαΐα. Σημαίνει της προκοπής, κάτι που αξίζει, ίσως είναι παραφθορά της γενικής «της ωφελείας» ή της γενικής «του οφέλους». Λέγεται περισσότερο κριτικά και συχνά απαξιωτικά, όταν δηλαδή κρίνει κάποιος ή κάτι αυστηρά ή αρνητικά, οπότε υπάρχει μια επικριτική διάθεση στη χρήση του.

  1. Να σ έβλεπα μια φορά να κάνεις και κάτι τς (=της) εφελαής!

  2. Ήταν κακή μαγείρισσα, δεν ήξερε ούτε ένα φαΐ τς εφελαής να κάνει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία