Τάπα, ήττα, νίλα, πακέτο, παπάρα. Συνήθως την «τρώμε» ή την «παθαίνουμε».
- Άσε, έφαγα σώτα! Πήγα να γλιτώσω τη λακκούβα κι έπεσα στον τοίχο!
Τάπα, ήττα, νίλα, πακέτο, παπάρα. Συνήθως την «τρώμε» ή την «παθαίνουμε».
- Άσε, έφαγα σώτα! Πήγα να γλιτώσω τη λακκούβα κι έπεσα στον τοίχο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Με την έννοια του «καταφέρνω» λέγεται και για ομάδες και αποτελέσματα παιχνιδιών.
- Λες να το μπαλέψουμε το παιχνίδι την Κυριακή; Θα παίξει ο Ιωνικός εναντίoν της Barcelona, αλλά δεν τη μπαλεύει με την καμία.
%
Σχετικά: παλεύεται, αντιπαλευόν, το, απαλεψιά, -ιές, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το μπρόκολο χρησιμοποιείται ως κόλλημα, ως απαίσια κατάσταση που δεν μπορείς να ξεκολλήσεις..
- Πού έχεις χαθεί ρε;
- Άσε ρε, έχω φάει μπρόκολο. Όλο διάβασμα και έρωτες...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η δυσάρεστη γεύση και αίσθηση γενικότερα στο στόμα, συνήθως μετά το πρωινό ξύπνημα.
- Φτιάξε ένα καφέ γρήγορα, γιατί χθες το βράδυ δεν έπλυνα τα δόντια μου και το στόμα μου από τα τζατζίκια είναι τσαρούχι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πυροβολώ, έκφραση που ακούγεται συνήθως σε χωριό.
- Ήμουν τις προάλλες στο χωράφι και βλέπω δυο παιδαρέλια να μου κλέβουν τα μήλα. Βγάζω την καραμπίνα από το αγροτικό και τους την μπουμπουνίζω! - Τι ρε, να τους σκοτώσεις; - Όχι ρε, είχα βάλει μέσα αλάτι. Για μια βδομάδα δεν θα μπορούν να κάτσουν, έτσι για να μάθουν.
βλ. και μπουμπούνα το
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
(την κάνω) χάμπατις = κάνω το κορόιδο, αμολάω αετό.
Προέρχεται από το χαμπάρι +τις (=κάποιος).
- Μόλις έκανε κόζι το φλώρι το σπαθί (μαχαίρι), κιότεψε και την έκανε χάμπατις.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Εξευγενισμένος όρος (αντί του προσβλητικότερου «παπάρια») που παραπέμπει στα γνωστά ανδρικά όργανα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι χαζό, βλακώδες, ανάξιο λόγου.
(από γνωστό καθηγητή χημείας σε γυμνάσιο των Νοτίων Προαστίων)
- Έτσι είναι, δεν διαβάζετε κι έρχεστε και μου γράφετε παπαρούνες!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Σχετικά: ρασάκι
Έλα μωρέ, φοβάσαι τα νιούμπια; Ένα ντου τα έχουμε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τύπος περπατήματος / συμπεριφοράς, πάει σεφταλίδικα, ανοιχτοχέρικα, πολύ φίνα, μάγκικη διάλεκτος συνήθως.
Συμβουλή αρουραίου της πιάτσας: «Μάγκα περπάτα με αβάντα!»
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συζητώ με κάποιον υποψήφιο ερωτικό σύντροφο, αφήνοντας συνεχώς υποννοούμενα σεξουαλικού περιεχομένου και περιστρέφοντας εν γένει την κουβέντα γύρω από το σεξ. Κατά το καυλάντισμα (ουσ.), οι δύο (ή περισσότεροι) συνομιλητές έχουν σχεδόν ειλημμένη την απόφαση να συνευρεθούν σεξουαλικώς, ωστόσο οι αφροδισιακές ιδιότητες του, καθυστερούν προσωρινά τη συνεύρεση και προάγουν το διάλογο.
Χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, πλέον μπορεί κάποιος να καυλαντίζει κάνοντας χρήση:
- Τι έγινε ρε; Πού εξαφανίστηκε ο Μπάμπης;
- Να, εκεί! Καυλαντίζει με μια γκόμενα στο μπαρ.
- Χε χε! Α, την κουφάλα...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!