Η έκφραση χρησιμοποιείται καθ' υπερβολήν, για να δηλώσει την «σχεδόν» απουσία, ή τον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ή μέγεθος κάποιων πραγμάτων.
Η έκφραση ακολουθείται από ουσιαστικό, μονάδα μέτρησης, ή αφηρημένη έννοια. Με μηδέν βαθμούς, με μηδέν στροφές, με μηδέν αυτοπεποίθηση, με μηδέν βυζί, με μηδέν ντροπή, με μηδέν συμμετοχή κ.ο.κ.

  1. - Χθες γνώρισα μια γκόμενα...
    - Για λέγε, για λέγε...
    - Θεά, ωραίος τύπος, αλλά με μηδέν βυζί.
    - Για να λες εσύ που είσαι του σαμπανιζέ, ότι είχε μηδέν βυζί, φαντάζομαι ότι θα έχει κοιλότητα, η καμένη η κοπεγιά!

  2. - Ρε τι χάλια έπαιξες χθες. Σαν σταματημένος πήγαινες.
    - Ε, τι περίμενες; Με μηδέν βαθμούς, να χορεύω στη χορταρού; Νορβηγός είμαι;
    - Σωστά, ξέχασα ότι σε πήρανε στην ομάδα για Βραζιλιάνο!

  3. (από το σλανγκρ, και σχόλιο της συγγραφικής εδώ)
    όλες οι ταχύτητες κουμπώνουν και κάνουν τον θόρυβο. Απλά την πρώτη επειδή την βάζεις με μηδέν στροφές, την ακούς, γιατί δεν υπάρχει θόρυβος.....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαρμπαδισμός ολκής. Χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα από μεγαλύτερους σε ηλικία, πατερναλιστικά προς μικρότερους που, ως γνωστόν, έχουν όρεξη για αναίτιες εξόδους και βαριούνται να κάθονται σε μια καρέκλα, ή επί του καναπέος.

ΕπΙσΤηΜοΝιΚή ΑνΑλΥσΗ
Όταν κάποιος κάθεται για πολύ ώρα σε μία καρέκλα (και ιδίως αν κατά τακτά διαστήματα αφήνει και καμία), δημιουργείται μια νοτεράδα μεταξύ των κωλομάγουλων, η οποία παίρνει και την εσάνς του σκατού. Η άβολη αυτή κατάσταση (για όσους βρεθούν σε απόσταση αναπνοής, π.χ. σε σινεμά), αποφεύγεται όταν το αντικείμενο σηκωθεί από την καρέκλα και βολτάρει, με αποτέλεσμα να διεισδύσει κάποια άλφα ποσότητα καθαρού αέρα μεταξύ σώβρακου και κωλοχωρισιάς (κυριολεκτικό κωλαέρισμα). Βοηθούν πολύ και οι βόρειοι άνεμοι σε αντίθεση με τους νότιους και υγρούς, που δυσχεραίνουν την κατάσταση.

ΣλΑνΓκΙκΗ ΑνΑλΥσΗ
Κωλαέρισμα είναι οι βόλτες χωρίς λόγο. Το χαζοξενύχτι με ατέλειωτες βόλτες στην άδεια χειμωνιάτικη πόλη (πεζή, με αυτοκίνητο ή μηχανή). Ο εκσφενδονισμός έξω από το σπίτι ή το γραφείο, για τον οποιοδήποτε, αλλά πάντα ασήμαντο λόγο. Δηλαδή, όταν αερίζουμε τον κώλο μας, έστω και αν είναι φρεσκοπλυμένος.

  1. - Έντεκα πήγε και ο γιος σου δεν έχει ξυπνήσει ακόμα!!!
    - Τι να κάνουμε, παιδί είναι.
    - Εσυ τον έχεις κακομάθει, και η μάνα σου! Πού πήγε χθες και βγήκε στις δωδεκάμισι το βράδυ. Για κωλαέρισμα πήγε; Και δεν είπες και τίποτα. Μόνο να βάλει κασκόλ να μην κρυώσει!!!
    - Εσύ γιατί δεν είπες τίποτα;
    - Εγώ αν άρχιζα θα γινόμασταν κώλος, και θα μου έλεγες τα δικά σου... «Άσε το παιδί, θα μας ακούσει πάλι όλη η γειτονιά κλπ»

  2. - Ρε, τι θέλετε εδώ τέτοια ώρα, και με τι ήλθατε;
    - Με τις μηχανές, βαριόμασταν και είπαμε να σου έρθουμε...
    - Μόνο που είναι διακόσια χιλιόμετρα, και βρέχει....
    - Είχαμε ανάγκη από κωλαέρισμα. Δε λες που ήρθαμε, μόνο μας βάζεις και χέρι ρε μούχλα. Βάλε μπύρες και παράγγειλε πίτσες. The night is still young! που λέει και ο Steve Young!

(από electron, 06/02/10)(από electron, 06/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι τη βγάζει ο μέσος 'Ελληνας αγρότης στον λίγο ελεύθερο χρόνο που διαθέτει. Καμιά μπαλίτσα στο τοπικό, άντε να δούμε Κολινδρό ή και λίγη Βέροια, λίγο μπουτάκι, μιας και χωρίς φράγκα στα κωλόμπαρα των Φαρσάλων παραπάνω από μπουτάκι δεν θα δεις, άντε και μπαρμπούτι, μπας και ρεφάρουμε και δούμε και λίγο κιλοτάκι... Διότι για να χ.... τα παιδιά δεν το βλέπω κα Μπατζελή...

Εθεάθη σε τοίχο, σε χωριό έξω από τη Λιβαδειά.

- Πώς την περνάτε εδώ παιδιά;

- Μπάλα, μπούτι και μπαρμπούτι, Σίσυ μου. Μπάλα, μπούτι και μπαρμπούτι! Καλά που ήρθες εσύ, μπας και το δούμε τσάμπα για λίγο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν αναφερόμαστε στην μεταδοτική νόσο που προκαλούν τα μπαμπέσικα αραχνοειδή παράσιτα που φωλιάζουν στο δέρμα και σού γαμούν τα ράμματα, αλλά σε άλλου είδους αρρώστια: στην πώρωση που νοιώθει ο κάθε είδους φετιχιστής για το το υποκείμενο ή αντικείμενο του πόθου και της εμμονής του.

Ψώρα έχουν κάγκουρες, γκατζετάκηδες, στρατόκαυλοι, εφαψάκηδες, φραπεμανιακοί, σφίχτες, σλανγκοπαθείς, αρχαιόκαυλοι, e-λληναράδες, τετρατριχοτόμοι, μοντελοπνίχτες, βέλτσοι, χριστιανοταλιμπάν, μουνάκηδες, κωλάκηδες, βυζάκηδες, κρητικοί, πρεζάκια και πάρα μα παπάρα πολλοί άλλοι αρρωστάκηδες.

Αγγλιστί, On a jag.

- Την ψώρα του ψαροτουφέκου την κόλλησα από τον πατέρα μου αλλά και τον θείο μου. Από πολύ μικρός είχα μεγάλη λόξα με τα μακροβούτια και τις βουτιές γενικά…
(εδώ)

- Δεν κατέχω το άθλημα του προγραμματισμού όμως έχω μεγάλη ψώρα και ασχολούμαι αρκετά…
(εδώ)

- Έχω αρκετά καλα οπλάκια στο μυαλό μου καθώς έχω μεγάλη ψώρα για το κυνήγι...
(εδώ)

Το άκαρι της ψώρας (από Vrastaman, 12/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εντελώς αδόκιμη, αλλά ψιλομαγκιόρικη σύνταξη. Τείνει να αντικαταστήσει την παλιομοδίτικη και ολίγον ελιτίστικη έκφραση «που είναι και του γούστου σου», ή το άχρωμο και ψιλοπουστρέ «που σου αρέσει».

Η σλανγκιά κάνει χρήση της πολυβασανισμένης πρόθεσης «να» για να δώσει τη σιγουριά και πώρωση (σαν ψυχολογική ένεση), σε αντίθεση με το ψιλομίζερο «που». Η έκφραση συνήθως συνοδεύεται και από γκριμάτσα, κάτι που με δυσκολία μπορεί να αποτυπωθεί στον ορισμό....

  1. -Τι χαμπάρια Μιχάλη;
    -Τα ίδια...
    -Ακόμα τη Μαίρη σκέφτεσαι; Ξεκόλλα με το μυαλό σου ρε φίλο! Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές.
    -Έχεις δίκιο, αλλά γενικότερα δεν είμαι σε φάση.
    -Ρε φάε μια λάκτα και χέστηνα που σου λέω. Να κανονίσω μια έξοδο το βράδυ με γκομενάκια έξτρα πρίμα γκουντ, να γουστάρεις;

  2. - Ρε συ, κατάθλιψη έπαθε η «μες»;
    - Γάμησε τα, πολύ νταουνιασμένη. Εδώ αντί να πει χρόνια πολλά στον «τζονβλακ», τον καταχέριασε μέρες που 'ναι! Ευτυχώς ο άλλος το πέρασε στο ντούκου. - Να τους βάλω και τους δύο σε ένα παράδειγμα να γουστάρουν;
    - Εγώ λέω ότι θα βρεις τον μπελά σου!!!
    - Η πρώτη θα 'ναι...

(από electron, 08/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Την προσθήκη «μωρό μου», την βάζουν συνήθως οι γκόμενες. Εμείς οι ορίτζιναλ άντριδοι, το λέμε σκέτο. Φράση που προέρχεται από τον τίτλο αλμπουμ των Munoz/Sampayo, που εκδόθηκε από την Βαβέλ (δες μύδι #1).

Σλάνγκ των κομικάδων, την οποία πετάνε σε άσχετες στιγμές, και συνήθως δεν την πιάνουν οι άλλοι....
Η έκφραση είναι συνώνυμη, του δεν την παλεύω κάστανο, ή σε άπταιστα ελληνικά: you can't always get what you want (χωρίς τη συνέχεια)...

Σημαίνει απλά, ότι η πραγματική ζωή είναι πολύ σκατά για να την αντέξεις (τον περισσότερο καιρό) και χάνει κατά πολύ σε σύγκριση με τον μαγικό κόσμο της όγδοης τέχνης, που μάθαμε από την Βαβέλ. Ό,που όλα επιτρέπονται, και όλα επιβάλλονται. Κάτι σαν τον Τορπέντο που γλυτώνει πάντα με λίγες γρατζουνιές, κάτι σαν τους τέλειους κώλους του Μανάρα, κάτι σαν το ναυτικό καπέλο του Κόρτο, τους ατελείωτους σεξουαλικούς διαλόγους του Reiser, και τον ονειρικό κόσμο εκείνου του Έλληνα που έστειλε τα κόμικς σε γράμμα, και ο κατάλογος συνεχίζεται...

-Πάλι μου χάλασες το βράδυ...
-Εγώ ή οι ξενέρωτοι φίλοι σου. Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν. Κόντεψα να πέσω στα βαριά από την ξενέρα.
-Ας έκανες υπομονή. Ένα βράδυ βγήκαμε μαζί τους. Θα μπορούσες να κρατηθείς και να μη χασμουριέσαι συνέχεια, και να παίζεις με το κινητό σου!
-Επίσης θα μπορούσα να είμαι και ο Σάκης Ρουβάς με το Ε9 του Κόκκαλη. Αλλά...
-Τι αλλά;
-Αλλά η ζωή δεν είναι κόμικς!
-Κι εσύ δεν είσαι ο Σούπερμαν...
-Πού ξέρεις τι κάνω τα βράδια όταν κοιμάσαι;
-Σταμάτα να μιλάς και φίλα με μονόχνωτε.....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαμπαδική (ή και μπαρμπαδίστικη) slang που σημαίνει γενικά οχλαβοή, ομαδική φωνασκία και γενικότερα δηλώνει ενόχληση από τον λέγοντα.

Λανθασμένα ως χάβρα εννοείται η εβραϊκή βουλή (ή συνέλευση δεδομένου του ότι η έννοια της βουλής με την έννοια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι πολύ μεταγενέστερη). Στην πραγματικότητα χάβρα είναι ο τόπος ομαδικής προσευχής των Ιουδαίων. Ίσως έχει παρερμηνευθεί ο όρος για δύο λόγους:

Α. Μετά τη λήξη των προσευχών υπήρχαν διαδικασίες διαβούλευσης για θέματα της εβραϊκής κοινότητας και ο τρόπος ψηφοφορίας ήταν δια βοής, ή εν πάση περιπτώσει η ομαδική συζήτηση που ίσως κατέληγε και σε φωνασκίες. Η έννοια της χάβρας έμεινε παροιμιώδης λόγω της λειτουργία αυτής.

Β. Στην αρχαία σπαρτιατική βουλή, την Απέλλα, είναι γνωστό ότι η διαβούλευση (για τα απολυταρχικά δεδομένα της αρχαίας Σπάρτης πάντα) γίνονταν αποκλειστικά δια βοής, όχι με ανάταση του χεριού ή άλλο τρόπο και γίνονταν... διάλογος κραυγών! Ίσως (λέω ίσως, υπόθεση κάνω) λόγω του κοινού τρόπου λειτουργίας των δύο κοινοβουλίων να έχουν μπερδευτεί στην λαϊκή συνείδηση και για αυτό να αναφέρεται η Απέλλα ως χάβρα.

Σημειωτέον του πόσο έχει περάσει αυτή η εικόνα στη λαϊκή μας παράδοση είναι ότι υπάρχει περιοχή στην Ημαθία με την ονομασία Χάβρα, ενώ σε πόλεις με ευρεία Εβραϊκή παρουσία ήταν μέρος της καθημερινότητας (πχ. Θεσσαλονίκη ως τον Β'ΠΠ και άλλες).

Ίσως στο μέλλον να μείνει παροιμιώδης και η νοτιοκορεάτική βουλή όπου οι βουλευτές ασκούνται σε πολεμικές τέχνες (μεταξύ τους εννοείται, όλοι εναντίων όλων), η Τουρκική βουλή όπου, με εξαίρεση την βόμβα υδρογόνου, όλα τα υπόλοιπα όπλα επιτρέπονται και φυσικά την ελληνική βουλή όπου, εκτός από την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος, όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες (ρουσφέτια, βολέματα κτλ) επιτρέπονται!

Παρακαλείται ο Τζίζας ο Ναζ Ωραίος ο εκ Γαλλίας ορμόμενος (σλάγκος αληθινός εις σλαγκίον αληθινόν) να συμβάλει εις την διαπλάτυνση τοιαύτου λήμματος ευχαριστώ!

Χασισόφρων: «Οποία φασαρία εις τον όμμορο τεκέ! Δεν δύναμαι να συγκεντρωθώ εις τον αργιλέ μου μετά κατανύξεως, ίνα φουμάρω τη τελευταία πρέζα ζουζού! ΠΛΕΟΝ!»

Χαπακεύς: «Πράγματι φίλτατε! Τοιαύτη κατάστασις ου βαίνειν περαιτέρω! Ουκ έστιν τεκές αλλά χάβρα Ιουδαίων!»

χάβρα-dance (από MXΣ, 24/08/10)yoga-τρέλλα (από MXΣ, 25/08/10)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που θα μπορούσε να ειπωθεί ενόψει προγραμματισμένης απεργίας των εργαζομένων στα ΜΜΕ και αφορά τα κρατικά κανάλια που βρίθουν από νταλαρικά και λοιπά κουλτουριάρικα άσματα -που αν μύτη άλλο μια νύστα την προκαλούν- σε συνδυασμό με την «παγωμένη» εικόνα που συνοδεύεται από το σχετικό κατεβατό.

Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ταιριάζει γάντι η φράση «Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα και εσείς οι υπόλοιποι;»

Αφού υπάρχει όμως ελευθερία επιλογών, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να το υποστούμε όλο αυτό στην τελική.

- Τα 'μαθες; Πάλι απεργία θα 'χουν αύριο οι «κουρασμένοι», τους έχει φάει η πολλή δουλειά.
- Α κατάάάλαβα, δε θα σταματά ο Νταλάρας στη ΝΕΤ, θα καούν τα κάρβουνα.

(από FARSOKOMODIA, 19/12/09)(από FARSOKOMODIA, 19/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανεγκέφαλη έκφραση - πλεονασμός, που υποδηλώνει απαξίωση ή/και (αυτο)σαρκασμό. Με άλλα λόγια, είμαστε επιεικώς απαράδεκτοι, για τα πανηγύρια ή απλά δε βλεπόμαστε, είμαστε ένα μάτσο χάλια.

Χρησιμοποιείται σε όλα τα πρόσωπα, ανάλογα με την περίσταση.

- Έλα ρε... Δε σ' ακούω καλά... Γήπεδο είσαι; Πόσο είναι;
- Άσε φίλε, είμαστε για να 'μαστε. Σέρνονται τα παλτά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Tρίχες!»: Επιφώνημα που χρησιμοποιείται για να δώσει την απάντηση «πολύ λίγο» σε ερώτηση που αφορά ποσά (π.χ. χρηματικά).

- Πόση είναι η επιδότηση ανέργου που πήρες;
- Τρίχες! Με αυτά τα λεφτά, ούτε μια βδομάδα δεν τα βγάζω πέρα...

Ακόμη: αρχιδότριχες, τρίχες κατσαρές, τρίχες κατσαρές και μαλλοβάμβακες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία