Επιτίθεμαι συνοδεία πολλών σε έναν (1) αντίπαλο ή σε ολιγάριθμη αντίπαλη ομάδα, κάνω ντου μαζί με πολλούς άλλους. Εναλλακτικά το παράγωγο ουσιαστικό (ζεργκ ή ελληνιστί ζεργκάρισμα) χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «κοσμοσυρροή».
Προέλευση/ετυμολογία: Το ρήμα προκύπτει από τη φυλή των Ζεργκ στο Starcraft, των οποίων προσφιλής τακτική ήταν να επιτίθενται στον αντίπαλο με πολυάριθμες αδύναμες μονάδες, μην αφήνοντας περιθώρια αντίδρασης.
- Πωπω ρε φίλε εκεί που φάρμαρα έσκασε ένα ρέιντ και με ζέργκαραν. Ούτε που κατάλαβα πως πέθανα.
- 'Αντε άντε πιάσε καμιά θέση γιατί μετά θα πέσει ζεργκάρισμα.
-Κοίτα εδώ να δεις πως ζέργκαραν την κοπελίτσα τα λιγούρια!!!