Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η πρακτική του να ρίχνουμε ονόματα «αυθεντιών», συχνά ασχέτων προς το θέμα συζητήσεως, με σκοπό την κακώς εννοούμενη τεκμηρίωση ή (στην χειρότερη) τον εντυπωσιασμό.

Το νέιμ ντρόπινγκ, άκα επίκληση στην αυθεντία, παρατηρείται σε κάθε κοινωνικό, μορφωτικό και επαγγελματικό στρώμα, από τον μεταμοντερνιάρη χρονογράφο που δεν χάνει ευκαιρία να επικαλεστεί τους Foucault και Braudrillard μέχρι και τον τσιμπουκόχειλο κομμωτή που διακόπτει τον εαυτό του στα παράθυρα για να τονίσει πόσο ευτυχισμένες πελάτισσές του υπήρξαν οι Βουγιούκλω και η Κάρλα Μπρούνι.

Ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια των λογικών ολισθημάτων τ. argumentum ad potential.

Εκ του αγγλικανικού name dropping.

...το (μεγαλύτερο αν μη τι άλλο) άγχος του να μη πετάξεις καμία κοτσάνα (γραμματική, συντακτική) ή να κάνεις κανένα πολύ πολύ άτυχο νειμ ντροπινγκ τύπου «συνεργαζόμουν πολύ στενά με την εξεκιουτιβ μάνατζερ κυρία τάδε» και η κυρία τάδε να είναι τρίτη ξαδέλφη ή αδελφή του μπατζανάκη του γαμπρού του τύπου που σου κάνει την συνέντευξη. και εσύ να μην έχεις συνεργαστεί ποτέ μαζί της.
(εδώ)

- Εμένα μου τη σπάει που απευθύνεται στον Πρίγκηπα α λα σύγχρονος Μακιαβέλι. Έξυπνος είναι, αλλά τόσο νέημ-ντρόπινγκ ομολογώ δεν το περίμενα
(εκεί)

- Το name dropping (νέιμ ντρόπινγκ στα Ελληνικά) είναι μια μόδα, που έχει ενσκήψει τα τελευταία χρόνια μεταξύ των ματαιόδοξων, κατά τ’ άλλα κενών ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούν να επιδεικνύονται προσποιούμενοι ότι γνωρίζουν κάποιους «επώνυμους». Νομίζουν έτσι, ότι «πετώντας ένα όνομα», κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης, ενός γνωστού προσώπου (ηθοποιού, βουλευτή, τραγουδιστή, δημοσιογράφου της TV, κλπ) ότι αποκτούν κάτι από την αίγλη (το γκλάμορ, που λέμε Ελληνικά) που φέρει το όνομά του.
(παραπέρα))

Εμείς τα χτίσαμε αυτά τα μαγαζά! (από Vrastaman, 06/06/11)(από Vrastaman, 06/06/11)

Όπως είπε και ο Θεύδιος ο Μάγνης, το νέιμ ντρόπινγκ δεν πρέπει να συγχέεται με αυτό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτοπροδίδομαι με μια κίνηση, λέξη, βλέμμα ή πράξη που μου ξέφυγε από τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να καταλάβουν όλοι την ενοχή μου.

  1. - ...και τον κλώτσησα ελαφρά κάτω από το τραπέζι για να μη μιλήσει και πετάχτηκε σα να του μπήκε κατσαρίδα στο μπατζάκι... και όχι μόνο αυτό, αλλά λέει και μπροστά σε όλους: «γιατί με κλωτσάς ρε Νίνα!»... Τι τούβλο!

- Ααααα, χρυσό μου, σου έχω πει ή δεν σου έχω πει χίλιες φορές: μην, λες, ποτέ, κάτι, συνθηματικό, σε άντρα, μπροστά, σε κόσμο! Δεν ξέρουν να κρύβονται και καρφώνονται με τη μία... Ε δεν με ακούς!

  1. Μην καρφώνεσαι ρε μαλάκα, κουλ, κανείς δεν ξέρει ότι έχεις τζι πάνω σου, περπάτα χαλαρά και μην γουρλώνεις τα μάτια...

αυτο κι αν ειναι καρφωμα- το γνησιο το ιμιτασιον του Τζιζα. (από perkins, 03/10/10)

Δες και καρφώνω. Συνώνυμο: είμαι χου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από πολύ παλιά η ανάγκη του ανθρώπου για καταμέτρηση των διαφόρων αγαθών τον οδήγησε στα μαθηματικά (βλ. Σουμέριους, Αιγύπτιους κτλ).

Για την ευκολία του, να μην χάνει τον λογαριασμό δλδ, συστηματοποίησε την καταμέτρηση σε σύνολα (πχ δεκάδες για τα δεμάτια σταριού, ή εφτάδες για τις διμοιρίες στον στρατό κ.α, τα οποία δεν θα απασχολήσουν τον παρόντα ορισμό ενυφέρδερ).

Όταν λοιπόν μας πάνε άσχημα τα πράγματα και τρώμε τον ένα πίσω από τον άλλο, για να μη χάσουμε το μέτρημα ή/και για να προλάβουμε, δεματοποιούμε τα τσιβιά σε δεκάδες. Σαν τους φυλακισμένους ένα πράμα που τραβάνε μια λοξή κιμωλία για να κλείσει η δεκάδα, μετά τις εννιά κάθετες.

  1. Στον καφέ.
    - Πως τα πας ρε συ Εφραίμ;
    - Άσε έφαγα χοντρή ψωλιά. Με κυνηγάει η εφορία και τρέχω για διακανονισμό, το ΤΕΒΕ τα ίδια, τα πάγια κάθε μήνα σταθερά. Άσε σου λέω, δέκα τρώω, έναν μετράω.

(το Εφραίμ επειδή τον τέντωσαν την νεφραμιά)

  1. Ο στίχος στο τραγούδι Ασκιανός του Ν.Γωνιανάκη.

Χίλια μετράνε στο χωριό κι εγώ στο σπίτι ένα (εδώ εννοούνται βάσανα).Έπαιξε πάλι πένθιμα μες το χωριό η καμπάνα, όχι για ξένο άνθρωπο για τη δική μου μάνα.

(από Fotis Nitsiopoulos, 12/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την μετά χωρισμό φάση μιας γυναίκας. Είναι συνώνυμη του poutsless δηλαδή, αλλά εδώ η προσέγγιση γίνεται με μεγαλύτερη συμπάθεια και λιγότερη κακεντρέχεια. Η αναφορά στο λεμόνι γίνεται απλά για να τονίσουμε δια της επανάληψης τη λέξη «μόνη».

(από πρωτοσέλιδο της Εσπρέσσο):
«Μόνη σαν το λεμόνι η Σάσα Μπάστα μετά τον πρόσφατο χωρισμό της. Ερώτημα παραμένει τί θα γίνει με το Hummer που της είχε χαρίσει ο πρώην αγαπημένος της, Θ. Λανταβός.'

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κυριολεκτικά, η κλασσική γλώσσα που ομιλείται στην Περσία. Λέγεται και παρσί (περσικά). Κάποτε ήταν επίσημη γλώσσα σε πολλές περιοχές της Ασίας γειτονικές του Ιράν και εχρησιμοποιείτο από τους λόγιους.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δώσει την έννοια της άπταιστης γνώσης μιας ξένης γλώσσας ή άλλη γνωστικού αντικειμένου.

«Μιλάει φαρσί τα γαλλικά» (μιλάει πολύ καλά).
«Την ιστορία την έμαθε φαρσί» (την έμαθε πολύ καλά).

Achtung τριχοφοβικοί, ο γάτος αυτός νιαουρίζει φαρσί (από Vrastaman, 24/11/09)Γκιουλ Καντιμ Λούβαρη Φιξ, ιρανικής καταγωγής (από johnblack, 24/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά:

Αισχρή λεκτική αντίδραση κατά τη διάρκεια του τελειώματος σε πρωκτικό σεξ. Αποφεύγεται η χρήση της στο σεξ με σοβαρό δεσμό λόγω πιθανών ανεπιθύμητων συνεπειών (π.χ χωρισμός, χαστούκια, μπούφλες, δημόσιος εξευτελισμός, «δεν με σέβεσαι», «εγώ πότε θα γίνω μάνα» κτλ.)

Μεταφορικά (Κύρια χρήση, απόρροια της κυριολεκτικής έννοιας):

Χρησιμοποιείται και σαν έκφραση που δείχνει ότι κάποιος πρέπει να υποστεί τις δυσάρεστες συνέπειες των αναμενόμενα κακών επιλογών του.

- Άσε ρε μαλάκα, έβαλα στοίχημα 300 ευρώ ότι φέτος θα πάρει πρωτάθλημα η ΑΕΚ αλλά πάλι για τον πούτσο είμαστε...
- Δεν σ' τα 'λεγα εγώ; Τώρα ρούφα κώλε το ποτάμι...

κώλος... (από DT Jesus, 04/12/08)...και ποτάμι (από DT Jesus, 04/12/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι περίτεχνες χορευτικές (;) κινήσεις κάποιου ο οποίος έχει μεθύσει με μπύρα. Η ομορφιά, μαεστρία και ο συγχρονισμός των εν λόγω κινήσεων είναι ανάλογος με την ποσότητα ζύθου που έχει καταναλώσει. Συνήθως οι μπυρουέτες σώζουν κάποιο μικρό κομμάτι από την αξιοπρέπεια του μέρθου μιας και κάθε φορά που πάει να πέσει ένα βαθύ και υγρό ρέψιμο, από αυτά που διαλύουν τις φωνητικές χορδές, τον βοηθάει να σταθεί στα πόδια του.

Παρόλα αυτά το μεγαλύτερο κομμάτι της αξιοπρέπειας πάλι δεν ξεφεύγει από τον συνήθη διασυρμό που ακολουθεί το, πολύ, ποτό. Εν μέσω μπυρουέτας ο μεθυσμένος θέλει να λύσει σημαντικά προβλήματα που απασχολούν τον κόσμο, να αγαπήσει όλους όσους είναι γύρω του, να θυμηθεί ότι είναι το καλύτερο παιδί και να κάνει μεγάλες παύσεις μετά από τις λέξεις «Κάτσε να σου πω..». Και όλα αυτά ενώ κάνει κινήσεις αλόγου σε αγώνα σκάκι (ή για όσους παίζουν φιδάκι την κίνηση που κάνει η σκάλα στο τετράγωνο 32, απαιτείται το αυθεντικό παιχνίδι). Υπάρχει αρκετή παραφιλολογία σχετικά με το ποια μάρκα μπύρας προκαλεί τις καλύτερες μπυρουέτες και μάλιστα έχουν βγει και κάποια συμπεράσματα τα οποία, λόγω απόρριψης πρότασής μου για χρηματοδότηση από μεγάλη εταιρεία, κάπου τα έχασα.

Παντελής: - Μάστορα, πιάσε κι άλλη μια πεντάδα ξανθιές.
Διομήδης: - Όχι κι άλλες ρε Λάκη, θα σου γίνει το συκώτι σαν τα γεμιστά της μάνας σου.
Λάκης (τώρα τον ξέρετε καλύτερα): - Σιγά ρε φίλε, μια χαρά είμαι. Πίνουμε αυτές και πάμε σπίτι.
Διομήδης: - Καλά, πάλι θα ξυπνήσεις με κράμπες και πιασμένος και θα λες τι έκανα χτες. Έχω γεμίσει το κινητό μου βίντεο με μπυρουέτες σου ρε. Πολύ χορό ρίχνεις ρε συ...
Λάκης: - Λοιπόν, κάτσε να σου πω, να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...

Παρόμοιες λεξιπλασίες: εμπυρία, Μπιρλανδία, μπυρασφάλεια, μπύρινγκ, μπυρίτσουαλς, μπυρωίνη, όπου φτωχός κι η μπύρα του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοινώς σπάω στο ξύλο κάποιον, αποδίδω προσωπική δικαιοσύνη, με ή χωρίς αφορμή, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, ή απόψεων περί Σταρ Τρεκ. Ταιριάζει τέλεια με Χρυσαυγίτες, μαύρα παρεό και χρυσά σανδάλια.

Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και από κοινούς θνητούς, όπως στα ακόλουθα παραδείγματα.

  1. Ρε μαν! Τί θα γίνει, θα πάρεις το κάρο να παρκάρω σαν άνθρωπος ή θα σε αρχίσω στο κασίδιασμα;

  2. Βαγγελάαααααακηηηηηηηη! Έλα εδώ στη μαμά, αγόρι μου! Βαγγέλη σου λέεεεω! Έτσι και σε πιάσω στα χέρια μου θα σε κασιδιάσω βλαμμένο!

  3. - Τι με κοιτάς ρε φίλε έτσι; - Θα σε κασιδιάσω! - Γιατί ρε;! Τι έκανα; Ούτε που σε ξέρω! - Δεν έχεις φωτογένεια! - Και είναι λόγος αυτός ρε ψυχανώμαλε;! - Μου ΑΝΤΙΜΙΛΑΣ κιόλας;;;;;!

Βλ. και εδώ. Χρυσαυγίτικα: αυγά, εγέρθουτου, κασιδιάζω, σκινάς, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλο, χρησοί αβγύ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταφορικά, οι σάλτσες είναι όλα αυτά τα γευστικά αλλά μη απαραίτητα στοιχεία με τα οποία εμπλουτίζουμε τον λόγο μας για να τον κάνουμε πιο ελκυστικό. Συνήθως βάζουμε σάλτσες όταν αφηγούμαστε μια ιστορία, όταν περιγράφουμε ένα κατόρθωμά μας ή όταν λέμε ένα ανέκδοτο.

Βασικό συστατικό της σάλτσας στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι υπερβολές προς την κατεύθυνση που μας βολεύει. Οπωσδήποτε, όμως συναντώνται και οι άσχετες λογοτεχνίζουσες αναφορές και περικοκλάδες του λόγου μας. Ο όρος χρησιμοποιείται όταν υπάρχει έστω και μια μπουκιά πραγματικό φαγητό πάνω στο πιάτο, δηλαδή ένα γεγονός ή μια άποψη, διαφορετικά έχουμε περάσει στην παπαρολογία.

Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, στην έκφραση βάζω σάλτσες, αν και ο γράφων έχει ακούσει να χρησιμοποιείται και ο ενικός. Πρβλ. και άσε τις σάλτσες και έλα στο ψητό και άσε τα φιλοσοφικά.

Πρόκειται για πολύ παλιά χρήση της λέξης «σάλτσα» που, περιέργως, δεν βρέθηκε καταγεγραμμένη στον Τριανταφυλλίδη (βλ. εδώ, όπου και η κυριολεκτική σημασία και ετυμολογία). Όχι, δεν έχω άλλα λεξικά να το κοιτάξω γιατί είμαι ένας φτωχός πλην τίμιος σλανγκιστής...

  1. - Λέγε ρε, από γκόμενα ζειπέ ποτατί;
    - Ναι φίλε! Τραβιέμαι με μία από τη σχολή τώρα. Χθες ήρθε πρώτη φορά από το σπίτι.
    - Και;
    - Είχαμε βγει για ένα ποτάκι παραλία, μετά κλαμπάκι, χορέψαμε λίγο, εντωμεταξύ έχει μια κορμάρα κόλαση. Μας χάζευαν όλοι σά πεινασμένοι. Φορούσε ένα μπλουτζίν κολλητό, κάτι πόδια, τι να σου λέω, από τον κώλο μέχρι το πάτωμα πόδια. Είχε και κάτι στρασάκια πίσω, ακόμα μπροστά στα μάτια μου τά 'χω. Μού 'κανε κάτι κουνήματα, κάτι ματιές, μιλάμε τρελή για μένα με καραγουστάρει η κοπέλα.
    - Και;
    - Ε, την έβαλα σ' ένα ταξί, αυτή όλο μού 'λεγε πρέπει να πάω σπίτι και θ' ανησυχεί η συγκάτοικος και τέτοια, αλλά άλλο που δεν ήθελε. Εγώ είχα μάθει γι' αυτήν ότι κάνει την δύσκολη στην αρχή, μου τά 'χε πει ο Μπάμπης απ' το Παιδαγωγικό που την πηδούσε ένα φεγγάρι αλλά τα χαλάσανε γιατί...
    - Ρε μαλάκα άσ' τις σάλτσες, γάμησες ή όχι;
    - Ε ναι ρε φίλε, γάμησα!
    - Α να γεια σου πια! Ο προστάτης μου θά 'σκαγε!

  2. - Ωχ! Τι έγινε στο στενό, τι φασαρία είναι αυτή;
    - Κάποιον μαζεύει το περιπολικό. Στάσου, έρχεται ο Ντάνης. Ρε Ντάνη, πήρε το μάτι σου τίποτα, τι παίχτηκε;
    - Γκάιζ, πήγα στον Νοστιμούλη να χτυπήσω ένα σαντουϊτσάκι...
    - Ναι;
    - ...και δεν είχε κοτόπουλο και του είπα βάλε ένα μπιφτέκι...
    - Ν-ναι;
    - ...ήτανε κι ο Τζόνις εκεί, από το ΤΕΛ...
    - Ντάνη, άσε τις σάλτσες, με τον τσαμπουκά τι έγινε;
    - Δεν ξέρω, δεν πήρα πρέφα τη φάση. [Σ.σ.: Ο Ντάνης αποδείχτηκε παπαρολόγος και όχι σαλτσολόγος.]

  3. - Γιάννη τελικά πώς ήτανε η μονάδα σου στην Ξάνθη;
    - Ψιλογαμησάκι ρε συ... Αγγαρείες, σκοπιές, αγήματα, εμπλοκή δεκαπέντε-μία...
    - Τι πίπες μας λες ρε; Ο Μπιλάκος που ήτανε μαζί σου μας είπε ότι σας πήγαινε δύο-μία!
    - Νταξναούμ, έβαλα και λίγη σάλτσα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία