Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Στο μπιλιάρδο, το βοηθητικό εργαλείο που στηρίζει τη στέκα στις μακρινές στεκιές. Λέγεται επίσης και γέφυρα ή Θανάσης.

- Μου κάνεις πάσα μία τον βασιλιά; Είναι δύσκολη αυτή η μακρινή στεκιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχει το «άθλημα» του μπιλιάρδου και (υπήρχε;) το μπιλιάρδο στις υπόγες με σκεβρωμένες στέκες, ληγμένα σάντουιτς κ.τ.λ. Στην ορολογία του δεύτερου είδους, Θανάσης είναι η στέκα η οποία φέρει στην άκρη της ειδικό στήριγμα (γέφυρα) για να χτυπάει ο παίκτης μακρινές μπαλιές.

Ρε συ πιάσε τον Θανάση, ούτε με τα κυάλια δεν τη βλέπω τη μπάλα από 'δώ που είμαι.

Θανάσης Βισκαδουράκης (από nasos, 20/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μαλαστούπα είναι γενικά το βρεγμένο στουπί, όπως λ.χ. αυτό με το οποίο καθαρίζουν τα παρμπρίζ στα φανάρια, ή τα παρκέ στα γήπεδα μπάσκετ... Για τους υδραυλικούς είναι κάτι άλλο. (βλ. παράδειγμα 1)

Μια ακόμα ειδική χρήση της λέξης (παράδειγμα 2) αφορά σε σβώλο από βρεγμένο χαρτί υγείας, πλασμένο στο χέρι, τέτοιο που να έχει σφιχτή, υγρή και κολλώδη υφή. Η μαλαστούπα αυτού του είδους βρίσκεται μεταξύ των πάμπολλων αντικειμένων που χρησιμοποιούνται ως βλήματα εναντίον συμμαθητών και καθηγητών στα σχολεία.

Ετυμολογία: Ενδεχομένως το μάλα- να είναι από το ιταλικο «μάνο» = χέρι. Η συμβολή άλλων απαραίτητη.

Η συγκεκριμένη σχολική χρήση της λέξης από Χανιά (χρησιμοποιείται αλλού;).

1) ...για όσους δεν ασχολούνται με υδραυλικά (κακώς) είναι η βεντούζα με τη λαβή που ξεβουλώνει νιπτήρες...
(από φόρουμ των φοιτητών ΤΕΙ Θεσσαλονίκης)

2) - Όχι ρε πούστη μου, έμεινε η μαλαστούπα στον τοίχο, θα μείνω από απουσίες ρε μαλάκα, όχι ρε γαμώτο....

Στούπα στο Νεπάλ (από poniroskylo, 27/11/08)Απαράδεκτοι - Στο 1:30 η μαλαστούπα! (από Cunning Linguist, 22/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μακρόστενο ματσούκι, όπως είναι για παράδειγμα η μαγκούρα, η γκλίτσα, το μακρύ μανιβελοειδές εργαλείο που κατεβάζουμε την τέντα, το κλειδί του οπλοβαστού, κλπ.

Τα εργαλεία αυτά λόγω μορφής θυμίζουν πέος. Ο όρος προκύπτει από το γεγονός αυτό και την εικόνα που μας έχει δημιουργηθεί για τη συσχέτιση μεταξύ δάσους, ανέγγιχτης από τον πολιτισμό άγριας φύσης, δύναμης και μεγέθους των οργανισμών που ζουν εκεί, όπως και του μεγέθους του πέους τους.

Στον στρατό. Φαντάρος βρίσκεται δίπλα στον οπλοβαστό και θέλει να τον ξεκλειδώσει για να πάρει το όπλο του.
- Ξέρει κανείς πού είναι το πέος του δάσους; Άντε γιατί σε λίγο έχει αναφορά λόχου και μόνο εγώ δεν έχω πάρει το όπλο μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτοσχέδιο αντικείμενο συνήθως σφηνοειδούς μορφής, κατασκευασμένο από ποικίλα υλικά, που χρησιμοποιείται για την άρση της αστάθειας τραπεζιών ταβέρνας.

Μήτσο, πιάσε μια χωριάτικη, μια πατάτες, μία καλαμαράκια, μία πράσινη και ένα σταθεράκι στο πέντε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τηλεχειριστήριο.

Ψάχνω πάλι το κοτόλι. Πάλι τό 'βαλες πάνω στην τηλεόραση;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τηλεχειριστήριο κάποιας συσκευής, π.χ. τηλεόρασης. Χρησιμοποιείται για να «κουμαντάρει» την εκάστοτε συσκευή εξ αποστάσεως.

Φέρε 'δω το τηλεκουμάντο γιατί αυτά που βάζεις δε βλέπονται με τίποτα... Θα κάνω εγώ πρόγραμμα...

(από protnet, 29/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία