Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Αιχμηρό αντικείμενο (π.χ. σουγιάς, πεταλούδα κ.α.) που χρησιμοποιείται σε συμπλοκές (επεισόδια σε γήπεδα, φυλακές κλπ.).

Η λέξη έγινε γνωστή από την ταινία «Φυλακές Ανηλίκων» όπου και ακούγεται από τον Νίκο Τσαχιρίδη στον ρόλο του δεσμοφύλακα («ο Θεός»).

-Κουβαλάτε και σπαθιά τώρα ρε τσογλάνια;

(από Khan, 28/03/11)(από HODJAS, 28/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το νοθευμένο ποτό.

- Καλά το ουίσκι χθες ήταν σκέτη μπόμπα...
- Εμένα μου λες... την έβγαλα όλο το βράδυ αγκαλιά με τη χέστρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το υπερμπόμπα ουίσκι, που σίγουρα δεν παρασκευάζεται σε ουισκοπαραγωγό χώρα, αλλά μάλλον κάπου αλλού, πιθανόν δε και στη Θήβα.

- Πω ρε φίλε Θήβας Ρήγκαλ μας ποτίσανε πάλι. Τι πονοκέφαλος είναι αυτός.
- (με επική φωνή) This sounds like a job for.....HangGyver!!!
Αφικνούται εκ του πουθενός τύπος με ένα τεράστιο Χ στην μπλε στολή με την κόκκινη μπέρτα και το σώβρακο έξω απ' το κολάν, τους φτιάχνει κάτι ματζούνια, τα πίνουνε και ζούνε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Τέλος επεισοδίου.
(για την αισθητική του παραδείγματος, βλέπε εδώ)

τζώνη γουόκερ (από MXΣ, 21/03/12)Και σε single malt (από Vrastaman, 12/12/12)

Βλέπε και λιωσέ κουέρβο, κοριοζούμι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη μπουζουκτζήδων, που σημαίνει τα χαρτονομίσματα τα οποία ο ικανοποιημένος ακροατής-πελάτης κολλάει στο μέτωπο του μαέστρου, αφού προηγουμένως φροντίσει να αφήσει πάνω τους 1-2 κολλώδεις ροχάλες. Συχνά αποτελούσε το κυριότερο μέρος του μερο- (ή καλύτερα νυχτο-)κάματου των οργανοπαιχτών.

Μεταξύ οργανοπαιχτών σε λαϊκή κομπανία :
- Ρε μαλάκες, κρατάτε γερά, πάω λίγο στα μετόπισθεν να τραβήξω λίγο μπάφο...
- Κάτσε ρε Σταύρο, τονε βλέπεις αυτόν με την γραβάτα; Ήταν εδώ και χθές, και τέτοια ώρα μας άφησε τρελλή χαρτούρα!

4.19: Κι άμα βρει τα σκούρα, κρύβει την χαρτούρα μέσα στο βρακί. (από Khan, 07/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το χασίς στα καλιαρντά (συνώνυμο: χορτομπίγα) και είναι από το ταυτόσημο μάγκικο νταμίρα ή ταλμίρα.

Επίσης νταμιραντάμης: αδελφικός φίλος (βλάμης), από το νταμίρα και αντάμης (από το τούρκικο adam: άντρας ευγενής, γενναίος, σέρτικος).

Tυπικό παράδειγμα ειναι ο ρεμπέτικος (κομμένος) στίχος από το «μία είναι η ουσία» (νομίζω)

«Άντε να φουμάρω τη νταμίρα και ας μην δω στον κόσμο μοίρα».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λογαριασμός. Προέρχεται από το αγγλικό bill. Μάλλον ξεκίνησε από τα σκυλάδικα τη δεκαετία του 70.

Συναντάται και ως λυπητερή.

Φερε τον βασίλη και κράτα το τσίβας κάβα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μάγκικη συντομογραφία της λέξης «μπουκάλα», δηλαδή φιάλη αλκοόλ σε κλαμπ.

  1. - Έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις (βλ. και κάβα)

  2. - Χτες ήπιαμε μια κάλα χιροσίμα και γίναμε κόκαλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)

Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.

Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.

Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.

- Ρε χτες φορμάτ σου λεω! Ήπια μια κάβα και με κουβαλάγανε. Ελπίζω να μην έγινα τελείως ρόμπα.

(από notheitis, 27/11/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράφραση του γνωστού λόφου του Λυκαβηττού, γνωστού εξ αρχαιοτάτων χρόνων στα ζευγαράκια (άνευ αλλά κυρίως με Ι.Χ.) και όπως είναι φυσικό, στους παρελκόμενους ματάκηδες.

Η παράφραση οφείλεται στις ερωτικές δραστηριότητες στις οποίες αρέσκονται τα εν λόγω ζευγαράκια, εις το πιο λαϊκόν (βλ. σχετικό παράδειγμα στο λήμμα γαμάω) και ουδεμία σχέση υπάρχει επί του προκειμένου με τo εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου (μεγάλη η χάρη του) και τη φράση «Kάβαλα παν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε».

Ένα (περισσότερο) πονηρό μυαλό βεβαίως, θα μπορούσε να συνδυάσει το «...προσκυνάνε» με το σκύψιμο και εντός του αναπτυχθέντος εκκλησιαστικού μοτίβου, να συμπληρώσει με την εξίσου γνωστή παραίνεση:

«Σκύψε Ευλογημένη» (λήμμα το οποίο παρεμπιπτόντως δεν έχει καταχωρηθεί!).

Όπως είναι λογικό, ο Καβαλητός ευρίσκεται στις δόξες του κατά τις νυχτερινές ώρες και ειδικά τα Σαββατοκύριακα. Παρόλο που τα διάφορα ξενοδοχεία «της ώρας» (ουδεμία σχέση με τα κοψίδια), θεωρητικώς θα μείωναν τους επισκέπτες, κάτι η οικονομική συγκυρία, κάτι η πράσινη φύσις, κάτι οι φήμες ότι στα ΧΧΧ σε κινηματογραφούν, διατηρούν τον αριθμό των ζευγαρακίων σε υψηλά επίπεδα.

Το κέφι βέβαια είναι το ζευγαράκι το οποίο είναι μέσα στο γλέντι πάνω στη στροφή, την ώρα που κατεβαίνουν 10.000 αυτοκίνητα στο τέλος συναυλίας και τους κορνάρουν.

Κατεβαίναμε χθες βράδυ από την συναυλία των Banistir-Doolap και κατάλαβα γιατί τον λένε Καβαλητό...

Βλ. σχετικά: καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων τα κανονικά ρούχα που φοράει μια λικνιτζού, όταν δεν είναι εν ώρα υπηρεσίας, για να περιφέρεται (εν υπηρεσία) με τα ξυλοπόδαρα και τον κορδονούρη.
Συμβαίνει πού και πού μια στριπτητζού να έρθει στο ευαγές ίδρυμα σε χρόνο ανύποπτο (τουλάχιστον από φραπεδικής απόψεως) και τότε δεν φοράει τα ρούχα της δουλειάς (ρούχα είναι σχήμα λόγου). Τότε ο στρηπτιτζόφιλος συνήθως τρώει ήττα, βλέποντας το ίνδαλμά του να αποδομείται.

Trivia: Ο όρος δεν είναι και τόσο ανοίκειος, μια και στην βυζαντινή περίοδο και Τουρκοκρατία «πολιτική» ονομαζόταν η εταίρα, η «κοινή». Και σήμερα βέβαια η πολιτική είναι πουτάνα κι οι πολιτικοί τσάτσοι, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα...).

-Πήγα χτες στο κλαμπ κι είδα την Τζέσικα με πολιτικά. Δεν δουλεύει πια εκεί, λέει, αλλά ήρθε να χαιρετήσει κάτι φίλους. Άσε έφαγα μεγάλη ήττα! Τελικά αν δεν δεις την γυναίκα άβαφη το πρωί, δεν μπορείς να την εκτιμήσεις σωστά!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία