Στα ποδανά (=ανάποδα): τα φράγκα, δηλαδή τα λεφτά, τα χρήματα.
- Πού θα πας διακοπές;
- Τι διακοπές ρε φίλε, αφού δεν υπάρχουν γκαφρά!
Στα ποδανά (=ανάποδα): τα φράγκα, δηλαδή τα λεφτά, τα χρήματα.
- Πού θα πας διακοπές;
- Τι διακοπές ρε φίλε, αφού δεν υπάρχουν γκαφρά!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στα ποδανά (=ανάποδα): τα χάπια. Συνήθως χρησιμοποιείται για ναρκωτικά σε μορφή χαπιού, όπως πχ το ecstasy. Αλλιώς λέγονται και κουμπιά.
Έχω κατεβάσει τόσα πιαχά που ό,τι και να μου λες δεν σε καταλαβαίνω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το τσιγάρο στα ποδανά. Δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον γάρο.
Ψηλέ, έλα να σκίσουμε ένα γαροτσί πριν μπούμε στο σινεμά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τα μπουκάλια στα ποδανά.
- Όλο καλιαμπού και ψουψουψού στη μέση του μπλοκ, μπροστά στον κόσμο, τον πήρανε χαμπάρι και οι πέτρες ....
- Αφού είναι πύρκαυλος ο μικρός...έχει χαβά πάντως...
- Ρε της ψωλής του το χαβά έχει, αλλά τέσπα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Τα λεφτά, τα χρήματα, τα φράγκα, ο μπερντές, ο παράς, τα μπικικίνια, το ρευστό, τα τάληρα, το μαλλί, τα μαϊδιά (το τελευταίο είναι δωδεκανησιακό).
Ετυμολογία: γκαφ < γκαφρά < φράγκα.
(Μουσικοί σε ταβέρνα. Έχουν τελειώσει το πρόγραμμά τους.)
- Ε, τι λέτε, καλά μας δεν ήταν; Τιγκανάνθρωποι σιγά σιγά;
- Ποιος θα πάει στον έτσι για τα γκαφ;
- Πας;
- Πάλι εγώ ρε μαλάκα; Πήγαινε εσύ.
- Αφού εσύ είχες πει ότι θα πας.
- Πήγαινε ρε μαλάκα, τι ντρέπεσαι; Ελεημοσύνη θα ζητήσεις; Δουλεμένα τα 'χουμε.
- Ξεκόλλα μαλάκα, πήγαινε πάρ' τα να πάμε σπίτια μας.
(Κ.ο.κ. επί μία ώρα...)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το μπουκάλι, κυρίως με την έννοια της βόμβας μολότοφ. Ποδανά: καλιαμπού. Να μην συγχέεται με την ινδική θεότητα Kali.
Ασίστ: Beth.
Ήταν όλα καλά στην διαδήλωση, ώσπου κάποιοι κουκουλοφλώροι άρχισαν να πετάνε κάλια στους μπάτσους.
Δες και κομμέ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το χιλιοτραγουδισμένο βυζί, στα ποδανά.
Πάσα: Ηodjas, σχολιάζοντας εδώ.
- Άρε Kate να είχες κανένα νούμερο μεγαλύτερα (.)Υ(.)
- Τι λετε ρε η Kεητ ειναι απλα θεα. Και μια χαρα ζυβι εχει!
(για την φακιδομύτη του Lost, εδώ)
- Άτσα ζυβί ο Νώντας, την αναβόλα μου μέσα!
- Εγω τα στραπλες τα φοραω με σουτιεν βαζοντας μονο μια τιραντα (πιανει απ'το δεξι ζυβι στο αριστερο). Και κραταει το στηθος καλα,κι αν χαλαρωσεις τελειως την τιραντα δεν πιανεται τοσο ο αυχενας.
(εδώ)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τα «σιγαρέττα Παπαστράτος» στην νοσταλγική πρωτο-ποδανική διάλεκτο της πιτσιρικαρίας των εβδομήνταζ.
Περισσότερα παραδείγματα:
- Tὶ καλά νά φέρω, νεαρέ;
- Μία μερῖδα ψητόπουλο κοτό μέ πατατητές τιγᾶνες.
- Καὶ τὶ θὰ πιῆς;
- Μιὰ παγωμένη φῦρα Mπίξ.
(σκηνή σε μαγέρικο, circa 1973)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παράφραση για κάλυψη-απόκρυψη του χέσιμο, διότι τα ποδανά έχουν γίνει ευρέως γνωστά.
Διαδοχικά: Χέσιμο => σιμόχε(ν) => σιμάο.
- Λοιπόν πρέπει να πάω για σιμάο επειγόντως.
- Βάστα ωρέ λίγο...
- Δεν γίνεται! Μου παίζει φώτα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Προέλευση < πακέτο (ποδανά = κετοπά) + τσιγάρο(=γαροτσί, ροτσί) => κετοτσί.
Το τσιγάρο που καπνίζει κάποιος μετά από μία αποτυχία-πίκρα με σκοπό να χαλαρώσει και να ξεχαστεί έστω και λίγο.
Ποο! Τον πούλο. Πάλι δεν πέρασα τα σήματα, κάνω το κετοτσί στη στάση και πάω να γυρίσω σπίτι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!