Επιλεγμένες ετικέτες

Έκφραση που προσφωνείται απαξιωτικά αλλά με πραότητα όταν κάτι πρέπει να υποβιβαστεί.

- «Σήμερα στον ΑΝΤ1 τα καλλιστεία για την Miss Ελλάς 2016».
- Της ψωλής μου τα μαλλιά. Άλλαξε κανάλι ρε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αμαρτωλό καυλάκι, η ευειδής και ηδυπαθής θεραπαινίς, ο καυλοπυρέσσων μουνάγγελος.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Και ενώ ο οργασµός τής Φλώσσυ εξηκολούθει, καθ' όλην τήν διάρκειάν του, ο φύλαξ, φλεγόµενος από τήν διέγερσίν του, µε τό βλέµµα του καρφωµένον εις τήν σφύζουσαν μουνότρυπαν τής κορασίδος, εκ τής οποίας έρρεε εκ νέου ο ερωτικός χυµός της, ο µεγαλόσωµος πυρρόθριξ άνδρας, δονούµενος από τόν ίµερόν του, εκοίταζε κεχηνώς τήν εµέσσουσαν ροδαλήν οπήν, και απεταµίευε εις τήν µνήµην του και εις τήν ψυχήν του, ως ανεκτίµητον θησαυρόν, τό εξαίσιον θέαµα τού οργασµού και τό γλυκύ ακρόαµα τών στεναγµών και τών κραυγών τής ηδονής που εξέφευγαν από τά χείλη τής ασπαιρούσης κόρης, και εξηκολούθησε να τής τρίβη τό αιδοίον, έως που εβεβαιώθη ότι όσον μουνόχυμα είχε να διάθεση τήν στιγµήν εκείνην η ωραία καυλόπαις, είχε εξέλθει εκ τού ερωτικού οργάνου της.

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 20/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ερωτικόν γλεύκος που εκτοξεύει κατά λιπαρά κύματα ο σφύζων ερωτικός πίδαξ του ανδρός. Μια από τις πολλές ερωτικές κρέμες κι αφρούς που πραγματεύεται ο σλανγιώτατος Ανδρέας ο Εμπειρίκος.

Βλ. επίσης ψωλοχυμός, ψωλόχυμα, μουνόχυμα, μουνόγαλα et al.

1.
και είδα να ξεπετιούνται από τήν πούτσα του µε ορµή, σαν αστραπές, πολλές άσπρες ρουκέττες από παχύ ψωλόγαλα

2.
Όταν κατάλαβα πως ήμασταν και οι δυο έτοιμοι να εξαπολύσουμε τους ερωτικούς μας χυμούς, τραβήχτηκα και πολλές άσπρες ρουκέτες από μπόλικο παχύ ψωλόγαλα πετάχτηκαν με ορμή από τον καυλό μου και κατέληξαν πάνω στην οθόνη του υπολογιστή – εκεί που ήταν το μέιλ. Τα χύσια μου γλιστρούσαν πάνω στην οθόνη και πίσω τους έπαιζαν οι λέξεις.

3.
συσκευη αρμέγματος για “ψωλογαλα”. Αυτο δε χρησιμοποιειται τοσο για ικανοποιηση αναγκης αλλα για συγκεκριμενο φετιχ

(από Khan, 18/12/14)Καυλοπυρέσσων καυλάγγελος πίνων γάλα εν είδει ψωλογάλακτος. (από Khan, 18/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος ροδαλού κι ελαφρώς βελουδένιου ωσάν βερίκοκο-ρίκο-ρίκο-ρίκοκο μουνιού - πρόσφορο. Οι φέρουσες τοιαύτα αιδοία αποκαλούνται καϊσοµούνες. Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Εκ του καϊσί (< τουρκ. kaysι, βερίκοκο).

Μόλις άφησε η µικρή κοκκινοµαλλούσα τό άθλιο κουρελοφόρεµά της να σκεπάση τό ωραιότατο καϊσοµούνι της ...
(εδώ)

(από σφυρίζων, 18/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαϊδευτικά το μουνί στην ιδιότυπη αργκό του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Εμπειρικικά συνώνυμα: μουνέλο, μουνέττο, μουνίδιο, ερωτικόν κογχύλιον, χαίνον αιδοίον. Βλ. σχέση ινσέψιο με τον έτερο εμπειρικισμό κάμνω μιμί.

- Μπορείτε, µικρή µου Μίς, να κάνετε άλλη µια φορά εν συνεχεία; Έχετε ένα τόσο ωραίο µιµί, και κάνετε τόσο όµορφα και τόσο πολύ, για τήν ηλικία σας, που θάθελα να σας τό ξανατρίψω...; (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γλειφτρόνι που φιλάει κατουρημένες ποδιές ή μια κατάσταση που είναι χλίδα και πολύ μέλι.

-Αυτόν τον κωλομεγλειφάτο τον Ταδόπουλο στο παράθυρο να γλείφει τον Χατζηπαπάρα τι τον βάλανε;

-Το πούλησε τελικά το σπίτι να μην πληρώνει και χαράτσια και πήρε ένα αμάξι κωλομεγλειφάτο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λολαδερή εκδοχή της τάπας / πρωκτοτάπας.

Το σεξουαλικό αυτό βοήθημα είναι συνήθως βραχύτερο από το συμβατικό δονητάρι και φέρει προεξοχή ασφαλείας προκειμένου να σφηνώνει κοπροστεγώς στις σούφρες μερακλή(ού)δων. Για οδηγίες αποτελεσματικής και ασφαλούς χρήσεως, βλ. εδώ.

Γνωστό στην εσπερία ως butt plug.

- Πάντως εμείς το butt plug στο χωριό μου το λέμε πορδοβούλωμα
(εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σχετικά νεόκοπη αυτή σλανγκιά έχει κάμποσες εφαρμογές:

1.
- είμαστε πολύ χεσαμόλα χώρα ,άντι να τρέξουμε την Γερμάνια για της αποζημιώσεις επι Β παγκοσμίου πολέμου και να τους τα πάρουμε χοντρά , Αντι να κάνουμε αυτό ,καθόμαστε και ανεχόμαστε αυτόυς
που μας χρωστάν να δηλώνουν...

2.
Μέτα από μισή ώρα τοστ-καφέ-τσιγάρου ακούω τις πρώτες τυμπανοκρουσίες να προμηνύουν την βρωμερή καθιερωμένη πρωινή χεσαμόλα. Με δέος και ευεξία μπαίνω στην αραχνιασμένη τουαλέτα μου και κάθομαι περήφανα στην πορσελάνινη κουραδορουφίχτρα.

3.
Κι εμείς είμαστε υπέρ του να σου γαμήσουμε την πρωκτάδα τόσο πολύ που θα είσαι μια μόνιμη χεσαμόλα.

4.
Η μητέρα του ήταν η Εστε Λόντερ που έγινε βαθύπλουτη πουλώντας ματζούνια και γυναικείες χεσαμόλες.

5.
ΡΕ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΨΑΧΝΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΑΠΑΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΕΣΑΜΟΛΑ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

  1. Μπουρδελοσλάνγκ. Κουρτινιάρικο, εννοείται: πριβέ, είναι η γουαναμπή ιδιωτική εξυπηρέτηση, η παραμεροποίηση, δηλαδής, σεξοϋπηρεσιών σε ο-Θεός-να-τον-κάνει ξεχωριστό χώρο, οριζόμενο απλά από κουρτίνα, ένεκα ενδεχομένως του ευτελούς του καταστήματος.

  2. Γενικότερα, θέμα παρασκηνιακό και απόρρητο.

  1. Πριβε κουρτινιαρικο εχει σε πολλα μαγαζια. Αλλα δεν σημαινει οτι σωνει και καλα θα εισαι μονος σου. Και οι υπολοιποι τι να κανουμε να περνουμε νουμερο σαν στο ικα και να περιμενουμε να χυσεις; (από εδώ).

  2. Θα ασχοληθώ με το παρασκήνιο της εκλογής Πούτιν... Θα σας πω διάφορα αλλά ό,τι πω είναι εκ των πραγμάτων κουρτινιάρικο, οπότε ας ετοιμαστούμε... Βλ. μήδι Λιακό, όπου ασχολείται με το αγαπημένο του θέμα, νεοτάξ κουρτινιάρικες κατινιές και πουτινιάρικες βλαδιμηριές, που γαμάνε τα πρέκια στις πρώτες.

Στην αρχή του βίντεο, κουρτινιάρικο θέμα περι Πούτιν (από xalikoutis, 03/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταξύ άλλων:

  • Υποκοριστικό / χαϊδευτικό του ανδρικού γεννητικού μορίου,
  • O εξαιρετικά μικρός πέοντας,
  • Στην Αχαΐα, «πουτσούλα μου» λεν τα αγοράκια.

    Οι πρώτες δύο έννοιες καταγράφονται κι ως τοπικός ιδιωματισμός τση ορεινής Αρκαδίας (βλ. Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013).

Βλ. και πουτσούλα (ιδιωματισμός της Ηλείας). Αντώνυμα: πούτσουλας, ανακόντα.

1.
- Σπυριάρικο ξενέρωτο μικροτσούτσουνο σπασικλάκι. Καλό παιδί κατά τ' άλλα...:Ρ
- καλά σπυριάρικο και ξενέρωτο..το μικροτσούτσουνο πως προέκυψε;;;;
μήπως σε κανα επεισόδιο ο σπορτ μπιλυ είχε πετάξει το πουτσούλι του και το είδες;;; και μετά λέτε ότι οι γυναίκες κοιτούν το μέγεθος!! ε ρε τζάμπο που σας χρειάζεται :-))))))))))

2.
Θα το καταλάβεις όταν χώσεις γιατί στη ψηφοφορία θα πέσεις. Η νοημοσύνη σου ειναί μικρή σαν την πουτσούλα σου
3.
Αμ το άλλο; έχουν μια συνήθεια στην Αχαϊα τα αγοράκια να τα φωνάζουν πουτσούλα μου έλεος!!!

Ceci n\'est pas Goliath (από σφυρίζων, 03/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε