Κάτι αόριστο για απασχόληση. Λέγεται συνήθως σε παιδάκια.

Πήγαινε στην γειτόνισσα να σού δώσει αλικομπενί...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μηχανισμός ανοίγματος και κλεισίματος σε παλιά σπίτια. Ίσως και τμήμα μόνο του μηχανισμού ως ελατήριο σε παρόμοιες κατασκευές πορτών. Μάνταλο.

Προέλευση μάλλον τούρκικη που μέσω Μικράς Ασίας πέρασε Ελλάδα.

Χρήση κυριολεκτική και μεταφορική. Μεταφορικά το λέμε όταν χαλάμε, σπάμε κάτι μέχρι αχρηστίας:

Άτιμο παιδί πώς το βαρούσες έτσι ρε το πιάνο? Τού'σπάσες τα ζεμπερέκια!

Καλά ε άμα αγοράσω εγω ένα σπόρ αμάξι όλο πατητός θα πηγαίνω, θα του γαμήσω τα ζεμπερέκια.

Έχω στον πούτσο μου βιολιά/ έχω και τουμπερλέκια/ κι όπως γουστάρω τα βαρώ/ και σπάω τα ζεμπερέκια. Γεώργιος Καραϊσκάκης (παράθεση από την ταινία: Οι ιππείς της Πύλου, 01:19:40).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.

-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.

-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ή και κοτζαμάν για περισσότερη έμφαση.
Χρησιμοποιείται αντί της λέξης ολόκληρος.

1) Κοτζάμ γάιδαρος, και φοβάται μια ακρίδα!

2) Άντε τράβα ρε και μίλα της... τι ντρέπεσαι... κοτζάμ μαλάκας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξύλινο καδρόνι/δοκάρι τετράγωνης διατομής που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές εργασίες, συχνά στο καλούπωμα για αντιστήριξη του ξυλότυπου.

Το Βικιλεξικό προτείνει δύο ετυμολογίες, από τα γαλλικά και τα ιταλικά:

  1. λατάκι < γαλλική latte (σανίδα) < αρχαία γαλλικά latte < αρχαία φραγκικά *latta < πρωτογερμανικά *lattō(n) / *laþþō(n) / *laþēn < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) (s)lat- (δοκάρι, κούτσουρο)
  2. λατάκι < ιταλική latta (τενεκεδάκι, κονσέρβα)

εδώ

Σε ελληνικούς εξειδικευμένους με την ξυλεία ιστοτόπους υποννοείται (και εδώ υποστηρίζεται ρητά) η προέλευση από το «έλατο», καθώς πρόκειται για ξυλεία ελάτου ή πεύκου: λατάκι<ελατάκι<έλατο.

Εδώ (στο σχόλιο 29) υποστηρίζεται το εξής: «Πληροφοριακά, λατάκι οι οικοδόμοι λένε ένα σανίδι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα < τουρκ. lata:πηχάκι». Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η τουρκική λέξη lata φαίνεται ότι σημαίνει σανίδα και όχι καδρόνι ή δοκάρι. Με αυτήν μάλιστα τη σημασία (σανίδα) θυμίζει πολύ την γαλλική λέξη latte, πιο πάνω.

Τολμώ να πω ότι δεν μου είναι απόλυτα πειστική κάποια από τις προαναφερθείσες θέσεις για την ετυμολογία της λέξης.

  1. Από εδώ, ως προσθήκη στον ορισμό:

Λατάκι

1) Κομμάτι ξύλου τετραγωνικής διατομής 7,5 Χ 7,5 εκ. (αλλά υπάρχουν και 8Χ8εκ) που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα. Δεν έρχεται σε επαφή με το μπετόν γιατί η χρήση του είναι για ενίσχυση του πετσώματος (ξυλότυπου). Κατά τη διάρκεια της ζωής του θα κοπεί αρκετές φορές κι όταν το μήκος του πέσει κάτω από 1μ, θα λέγεται μπαγάς.

2) Ξύλο ορθογωνικής διατομής που χρησιμοποιείται για αντιστήριξη (κόντρα) του ξυλότυπου στο καλούπωμα.

  1. Από εδώ:

Ναι, ενιαία σκυροδέτηση κορμού-πέλματος και το εκπληκτικό είναι ότι δεν έχει ούτε ένα λατάκι μέσα στην πεδιλοδοκό.

(από patsis, 23/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χύμα, ανοργάνωτα, ασύντακτα. Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης. Για πρόσωπο συνώνυμο είναι και ο σκόρπιος.

Από το τουρκικό salma που, μεταξύ άλλων, σημαίνει απελευθερώνω και, ιδίως, αφήνω ζώο ελεύθερο να βοσκήσει.

Υπάρχει και άλλη, μη σλανγκ, χρήση. Αυτή για το αυτοφυές χορτάρι που κόβεται και δίνεται αποξηραμένο σαν ζωοτροφή.

Βλ. και άρτσι μπούρτσι και λουλάς, χύμα, χυμαδιό, χημείο.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

Το λήμμα σαλματζής μάλλον ετυμολογείται από εδώ.

  1. - Πώς και δεν ξαναβγήκε ο δήμαρχος ρε συ;
    - Αυτοί ξεκινήσανε με το σκεπτικό ότι θα βγουν από την πρώτη Κυριακή. Μετά φάγανε την κρυάδα και βρέθηκαν χωρίς σχέδιο. Άσε που όσοι από το ψηφοδέλτιο εξασφάλισαν θέση μετά σταμάτησαν τον αγώνα και δεν βγήκε ο δήμαρχος να τους τεντώσει, να τους βάλει να τρέξουν για την δεύτερη Κυριακή. Άσε, γενικά όλη η παράταξη ήταν λίγο σάλμα.

  2. Από εδώ:

Τώρα από άποψη διατροφής. Όσο έχει χόρτο έξω στη φύση πρωϊ-μεσημέρι βράδυ θερίζω με το χέρι και τρώνε φρέσκο χορτάρι με απίστευτη ποικιλία. Και όπως έγραψα σε άλλη ενότητα ρίχνω και λίγο σάλμα το βράδυ.

(από electron, 23/12/10)αστα χύμα σάλμα!!!!!!! (από electron, 23/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το τούρκικο* **şapşal***. Στα τούρκικα είναι ο ατημέλητος άνθρωπος, ο ασουλούπωτος, ακριβώς ο χαρμπαγιάγκαλος. Μπορεί να σημαίνει και τον χαζό, τον χοντροκέφαλο.

Αυτές οι σημασίες της λέξης φαίνεται να έχουν διατηρηθεί στα Ποντιακά όπου σαψάλ'ς είναι ο τρελός και σε ορισμένα τοπικά ιδιώματα της Μακεδονίας. Στα Επανομίτικα π.χ. σαψάλης είναι ο χαζοχαρούμενος, ο τύπος που είναι κομμάτι λέτσος και αλαφροΐσκιωτος. Και στο Σερραϊκό ιδίωμα σαψάλης είναι πάλι ο τρελλαμένος, ο πειραγμένος - εξ ου και οι σαψάληδες fans του Πανσερραϊκού.

Ωστόσο, στα Ελληνικά η βασική σημασία της λέξης έχει αλλάξει και παραπέμπει κυρίως στην έννοια της διάλυσης, της αποσύνθεσης.

Το παράγωγο ρήμα, σαψαλιάζω, ας πούμε, σημαίνει θρυματίζω ή και κάνω πολτό - παρόμοιο είναι και το κάνω νιανιά.

Σάψαλο ή σαψαλιασμένο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα κακομαγειρεμένο φαγητό όπου τα συστατικά δεν ξεχωρίζουν πια - έχουν γίνει μια μάζα. Ή, και ένα ψάρι ή ένα κομμάτι κρέας που παράβρασε και κοντεύει να διαλυθεί. Αλλά, σάψαλο λέμε ότι είναι κι ένα σπίτι ετοιμόρροπο, ένα ερείπιο.

Με την ίδια λογική, σάψαλο είναι και ο άνθρωπος-ερείπιο, το χούφταλο που 'χει το ένα πόδι στον τάφο, ο μουστόγερος - αυτή είναι πια και η πιο κοινή χρήση της λέξης.

  1. (Διάλογος από το blog http://www.kerkinitoday.com)

- Αιντε ρε σαψάλη…μας κάνεις και πολιτική τώρα…άιντε κάνε καμιά δουλειά…χαμένε α χαμένε…
- Κατ’ αρχήν για το «σαψάλη», σ’ ευχαριστώ από καρδιάς, ένας φίλος μου έλεγε «όταν σε βρίζουν να ξέρεις σε υπολογίζουν».

  1. - Σταμάτα να παίζεις με το ψωμί, ρε νευρικέ ... θα φάνε κι άλλοι ... το σαψάλιασες ... λιαξ αρακατάνγκ τόκανες ...

  2. Θέλω να παρακαλέσω αστυνομικούς και λοιπούς καουμπόηδες να μην πυροβολούν τους νέους. Αν θέλουν οπωσδήποτε να ξεκάνουν κάποιον, ας δολοφονήσουν κάνα σάψαλο, κάνα ραμολιμέντο, κάνα γεροξεκούτη που είναι έτοιμος να τα τινάξει. (σχόλιο για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, blackmambo85 στο συσωλήνα)

Υπό προϋποθέσεις, ένα σάψαλο είναι ό,τι πρέπει. (από Galadriel, 27/02/09)(από Galadriel, 27/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά σημαίνει το δηλητήριο ή τη φόλα, εκ των τζάζω (=διώχνω) και τιραχό (=παπούτσι), -αμφότερα προερχόμενα από τη ρομανί-, ενώ όλο μαζί τζάζω τα τιραχά σημαίνει πεθαίνω, και το σεκέρι που σημαίνει γλύκισμα από το τουρκικό şeker (=ζάχαρη).

- Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.

- Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω τζαστιραχοσεκέρι.
Τουτέστιν: - Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)

- Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα. (Παράδειγμα Αἴαντος).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία